Το θρυλικό συγκρότημα δεν διήγε τις πιο ένδοξες ημέρες του στο τέλος της δεκαετίας του ’80. Η αποχώρηση του Ρότζερ Γουότερς το 1985 και οι δικαστικές διαμάχες με τα υπόλοιπα μέλη είχαν αφαιρέσει κάτι από τη λάμψη της μπάντας. Οι Pink Floyd των Ντέιβιντ Γκίλμουρ, Ρικ Ράιτ και Νικ Μέισον κατάφεραν όμως να χαρίσουν την –κατά γενική ομολογία –καλύτερη συναυλία για τα ελληνικά δεδομένα στις 31 Μαΐου του 1989.
Εφτασαν στην Αθήνα το μεσημέρι, ανήμερα της εμφάνισής τους, και επισκέφθηκαν τη Μελίνα Μερκούρη στο υπουργείο Πολιτισμού. Οι βρετανοί ροκάδες με τους εκατομμύρια θαυμαστές ανά τον κόσμο είχαν δηλώσει πολλάκις την αγάπη τους για την Ελλάδα, η οποία αποτέλεσε και πηγή έμπνευσής τους. Ο Ρότζερ Γουότερς έγραψε τους στίχους του «The wall» στο Πασαλιμάνι και ο Ντέιβιντ Γκίλμουρ σε ένα από τα κομμάτια που συνέθεσε έδωσε τον τίτλο «Castellorizon». Δεν έδωσαν αλλά πήραν αυτόγραφα από τη Μελίνα Μερκούρη και μίλησαν φυσικά για τα γλυπτά του Παρθενώνα συμφωνώντας για την επιστροφή τους.
Οι πόρτες του Ολυμπιακού Σταδίου άνοιξαν στις 6.30 το απόγευμα και μέχρι να ανέβουν στην σκηνή οι Pink Floyd είχε γεμίσει. Οι φαν τους κατέφθασαν από κάθε γωνιά της Ελλάδας για να δουν τους ζωντανούς θρύλους. Και εκείνοι δεν τους απογοήτευσαν. Για τρεις ώρες τούς χάρισαν πρωτόγνωρες εικόνες και ήχους δίνοντας μπροστά στα μάτια τους τον ορισμό του φαντασμαγορικού σόου. Εφέ, λέιζερ, γουρούνια να ίπτανται και κρεβάτια να εκρήγνυνται υπό τους ήχους των πιο διάσημων τραγουδιών συνέθεταν εικόνες που έμειναν ανεξίτηλες στη μνήμη όσων παρακολούθησαν εκείνη την ιστορική συναυλία.
Οι πρώτες νότες που σκορπίστηκαν στον αέρα και έδωσαν το σύνθημα για την έναρξη του live ήταν από το «Shine on you crazy diamond». Ενα τεράστιο γουρούνι – μπαλόνι άρχισε να αιωρείται πάνω από τα κεφάλια των θεατών –η Algie από το εξώφυλλο του «Animals» που παρέπεμπε στη «Φάρμα των ζώων» του Τζορτζ Οργουελ. Το συγκρότημα ανέβηκε στη σκηνή και τα χειροκροτήματα του κοινού σκέπασαν κάθε ήχο.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ. Από την κυκλική οθόνη που είχε στηθεί στο πίσω μέρος της σκηνής άρχισαν να προβάλλονται εικόνες που παρέπεμπαν στο «Learning to fly» που ήταν το επόμενο τραγούδι. Σε όλα τα κομμάτια τους τα χέρια υψώνονταν στον αέρα και οι φωνές έσμιγαν για να τραγουδήσουν τους στίχους. Αλλά και σε κάθε τραγούδι μια εικόνα ερχόταν για να υπογραμμίσει πως εκείνο το βράδυ όλοι ζούσαν κάτι ξεχωριστό. Σαν εκείνη τη στιγμή που άρχισε να παίζεται το «Time» και όλοι είχαν συγχρονιστεί στους στίχους: «Ωσπου μια ημέρα ανακαλύπτεις/πως δέκα χρόνια έφυγαν πίσω/κανένας δεν σου είπε πότε να τρέξεις/έχασες την εκκίνηση, εσύ έχεις μεγαλώσει/ η αναπνοή σου κόβεται/ και είσαι μια ημέρα πιο κοντά στον θάνατο». Τον επίλογο του κομματιού «έγραψε» με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο ένα κρεβάτι που εκτινάχθηκε και εξερράγη πάνω στη σκηνή δίνοντας εντυπωσιακές εικόνες.
Οι νότες του «Wish you were here» άλλαξαν την ατμόσφαιρα και στο φινάλε του τραγουδιού οι ήχοι, που έμοιαζαν λες και υπήρχαν μηχανές από ένα εργοστάσιο μέσα στο στάδιο, προετοίμασαν τους θεατές για να τραγουδήσουν το «Welcome to the machine». Το κοινό δεν σταμάτησε να πάλλεται καθώς ακολούθησε το «Money» και στο «Another brick in the wall» οι χιλιάδες φωνές ενώθηκαν σε μία.
Κάπου εκεί ο Ντέιβιντ Γκίλμουρ ευχαριστεί τον κόσμο τραγουδώντας το «Comfortably numb». Κανείς όμως δεν ήθελε να τελειώσει εκεί η βραδιά, παρ’ όλο που οι Pink Floyd ήταν πάνω στη σκηνή περισσότερο από τρεις ώρες. Το ιστορικό συγκρότημα υπέκυψε στις απαιτήσεις του κοινού και οι τίτλοι τέλους για εκείνο το αξέχαστο live έπεσαν με τις νότες του «Run like hell»…