Η αυλή της είχε χώμα και όχι γρασίδι, και αυτό μου άρεσε πολύ. Αμάν πια με το άχρηστο γρασίδι. Θέλει τόνους νερό για να προσφέρει τι; Δίπλα της βέβαια οι υπόλοιποι κήποι ήταν όλοι πράσινοι – περίτεχνοι και κοντοκουρεμένοι – στην Εκάλη βρισκόμουν. Εδώ όμως υπήρχε ένα πεύκο, ένα κυπαρίσσι, μια αγκαλιά πολύχρωμα λουλούδια στη σκιά του, ένα μεγάλο σπιτάκι σκύλου, ένα παλιό πιθάρι, χρήσιμα βότανα κοντά στη μάντρα και κομμένα ξύλα να περιμένουν τον χειμώνα. Πότε την είδα πρώτη φορά; Ούτε μπορώ να θυμηθώ. Γιατί η Φαραντούρη ήταν πάντα εκεί, στην εξέδρα, να περιμένει το νεύμα του Μίκη. Τώρα στο σπίτι επικρατεί αναστάτωση. Πρέπει να δει τις αφίσες. Στο τηλέφωνο είναι δημοσιογράφοι. Αύριο έχει πρόβα με την Ελλη και τη Σαβίνα. Μπλουζ με ρεμπέτικα, μπλουζ με ηπειρώτικα. «Ο,τι θες τραγουδάμε». Ναι, με τον Σαββόπουλο θα πουν και το «Εμείς του ‘60 οι εκδρομείς». «Αφού αυτό γιορτάζουμε», μου λέει γελώντας. Στο Ηρώδειο όλα αυτά, στις 17 Σεπτεμβρίου. «Πάμε να καθήσουμε στον κήπο», προσπαθώ να την παρασύρω μακριά από τα τηλέφωνα και τα CD. «Ναι, δεν θα φύγεις όμως αν δεν ακούσεις τα τελευταία ερωτικά τραγούδια που ηχογραφήσαμε με τον Μίκη στη Γερμανία».

Αυτό το «Μαρία Κάλλας του λαού» πότε ειπώθηκε πρώτη φορά;

Α, δεν θυμάμαι, θα πρέπει να ήταν τα πρώτα χρόνια της χούντας, στο Παρίσι. Επειτα από τις μεγάλες συναυλίες δηλαδή, οι κριτικοί έγραψαν και αυτό…
Εχω ακούσει ότι ο Μίκης σάς έγραψε στο χαρτί μιας τσίχλας ότι πρέπει να φύγετε από την Ελλάδα.
Ο Μίκης κρυβόταν τότε. Εγώ, έχοντας άγνοια κινδύνου, πήγα στο σπίτι του, ήταν η Μυρτώ, και φεύγοντας μου έβαλε στο χέρι μια τσίχλα. Ηταν το μήνυμα από τον Μίκη. Να δώσουμε τον αγώνα μας από το εξωτερικό. Να κάνουμε μια ορχήστρα, όσοι τέλος πάντων ήμασταν διατεθειμένοι να μπούμε σε μια περιπέτεια. Εγώ είχα και τις ευλογίες της μανούλας μου και του πατέρα μου. Δεν ήταν αριστεροί αλλά μου είπανε «τράβα στο καλό, παιδί μου».
Και αρχίζει το ταξίδι…
Γαλλία για 2-3 χρόνια και μετά Λονδίνο. Τραγουδούσαμε μαζί με μεγάλες προσωπικότητες που στήριζαν την ελληνική αντίσταση. Σεφέρη, «Μαουτχάουζεν», «Ομηρο», όλα του Μίκη, δηλαδή.
Δεκαέξι χρόνων τον γνωρίσατε;
Ναι, και μου είπε: «Το ξέρεις ότι θα γίνεις η μούσα μου;». Κι εγώ του απάντησα: «Βεβαίως και το ξέρω». Και το έσκαγα από το σχολείο για να πάω να τραγουδήσω. Από το νοσοκομείο, από μωρό που με τραβολογάγανε, άκουγα συνεχώς ραδιόφωνο, αυτός ήταν ο κόσμος μου. Οι γονείς μου ήταν της καντάδας, ήταν Επτανήσιοι. Στη γειτονιά μου, στη Νέα Ιωνία, άκουγαν Καζαντζίδη και Γιώτα Λύδια.
Εσείς τι τραγούδια ακούγατε;
Πολ Ανκα, Beatles. Πάω στον Λοΐζο και μου λέει, τι τραγουδάς; Του λέω το τάδε ιταλικό. Μου λέει πήγαινε να μάθεις τον «Καημό» του Μίκη και έλα μετά.
Τον Λοΐζο πού τον γνωρίσατε;
Στον Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής, στη Σόλωνος, κοντά στα Εξάρχεια. Για το ’63 μιλάμε. Μάνος Λοΐζος, Λεοντής. Περνούσε και ο Μαρκόπουλος, πάντα σαν μοναχικός λύκος, και όταν κατέβηκε ο Σαββόπουλος από τη Θεσσαλονίκη και δεν είχε πού να μείνει του βάλανε ένα ράντζο και έμενε εκεί. Ηταν τα αδέλφια Κουνάδη, άνθρωποι αριστεροί, αλλά όχι κομματικοί. Δεν θέλανε καθόλου να αναμειχθεί η ΕΔΑ στον Σύλλογο. Δεν θέλαμε τα κόμματα. Εμένα πάντα με συνόδευε η μητέρα μου. Το πρόβλημα με το πόδι μού δημιουργούσε μια δειλία κοινωνική.
Πολιομυελίτιδα είχατε;
Ναι, μέχρι τα 11-12 μπαινόβγαινα στα νοσοκομεία. Αλλά ήμουνα και τυχερή, δεν φόρεσα ποτέ σίδερα. Την προλάβανε και δεν προχώρησε πολύ.
Υποφέρατε;
Πολύ. Με χειρουργούσαν και μετά απομόνωση. Και η άμυνα ενός παιδιού ποια ήταν; Το ραδιόφωνο και το τραγούδι. Θυμάμαι το πρώτο μου ερωτικό μου σκίρτημα. Ενας μπογιατζής στη Βούλα έβαφε ένα περίπτερο και τραγουδούσε ένα αρχοντορεμπέτικο. Εγώ ήμουν 11 χρόνων, είχα γύψο τότε, και θυμάμαι άκουσα τη φωνή του και μαγεύτηκα.
Εσείς όμως δεν αγαπήσατε τα μπουζούκια…
Εγώ ήμουν του κλασικού γιατί είχα φωνή σοπράνο μέτζο. Ο εξάδελφός μου ο Στέργιος είχε πικάπ και με έβαζε να ακούω τις όπερες του Βέρντι. Και ασφαλώς το πρότυπο ήταν η Κάλλας. Οταν με πήρε ένα καλοκαίρι ο Μίκης σε μια μεγάλη περιοδεία στη Σοβιετική Ενωση, συνάντησα τον μεγάλο Χατσατουριάν και τον μαέστρο Οδυσσέα Δημητριάδη. Και είπαν στον Μίκη να με γράψουν στο Ωδείο του Τσαϊκόφσκι να κάνω κλασικό τραγούδι. «Μα, τι λέτε; Το παιδί μου;», είπε ο Μίκης. «Εγώ είμαι το καλύτερο σχολείο». Γελούσε, θυμάμαι, ο Δημητριάδης και έλεγε: «Αχ, Μαρία…». Ηταν μια ορμή ο Μίκης και σε έπαιρνε μαζί του.
Και εσείς ερωτευμένη μαζί του;
Δέος; Ερωτας; Πού να ξέρω; Ο Μίκης είχε ένα τεράστιο εκτόπισμα. Ηταν μια ποιητική φιγούρα. Κακώς ο κόσμος θεωρεί τον Μίκη έναν πολεμιστή και τα ΜΜΕ δίνουν αυτή την εντύπωση. Ηταν εξίσου, αν όχι περισσότερο, ερωτικός. Οταν ερχόταν στην Ελλάδα έβλεπε τον Μάνο, τον Γκάτσο, τη Μελίνα και όλη τη δημιουργική παρέα των ποιητών, των ζωγράφων και των στιχουργών.
Για πείτε μου για τη σχέση του Μίκη με τον Μάνο Χατζιδάκι…
Από παιδιά αγαπιόντουσαν. Μην ακούς τα άλλα που λένε. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον. Ο ένας ο Διόνυσος και ο άλλος ο Απολλώνιος. Και ο ένας πυροδοτούσε τον άλλον. Εβγαζε ένα έργο ο Μίκης, αμέσως «απαντούσε» ο Μάνος. Και εγώ η τυχερή ήμουν ανάμεσά τους. Οταν ο Μάνος σχεδίαζε μια περιοδεία μου έλεγε: «Θα σε αφήσει ο Μίκης να έρθεις;».
Μια εποχή τραγουδούσατε και με τον Σαββόπουλο;
Στη Στοά του Γιώργου Κούνδουρου, στο Κολωνάκι, στην Ξάνθου, τραγουδούσαμε εγώ, ο Λοΐζος που μόλις είχε κάνει τον «Δρόμο» και ο Σαββόπουλος με το «Φορτηγό». «Ηλιε ήλιε αρχηγέ». Για 30 δραχμές τώρα… Κάποιοι συντηρητικοί όμως διαμαρτυρήθηκαν για τον Διονύση. Είπαν, καλό αυτό το κορίτσι, τρυφερός ο Λοΐζος με τις μπαλάντες του, αλλά ο άλλος τι θέλει; Δεν ήξερε και κιθάρα ο Διονύσης, δυο ακόρντα ήξερε και χτυπούσε το ξύλο. Τον θεωρούσαν χίπη on the road. Και τον έδιωξαν. Και φεύγουμε κι εμείς. Ή όλοι ή κανείς. Με συγχωρείς που φεύγω από τη μία ιστορία στην άλλη, αλλά είναι ένα πέλαγος αυτό.
Μου αρέσει αυτή η πλεύση στο πέλαγος. Τους άλλους ρόλους της ζωής της συζύγου, της μητέρας τους παίξατε εξίσου καλά ή τους παραμελήσατε;
Λιγάκι ναι. Εντάξει, τα καταφέραμε. Είναι και ήρωας ο Τηλέμαχος. Και ποτέ δεν πιέσαμε ο ένας τον άλλον. Ημασταν ελεύθεροι από παιδιά. Αυτό έγινε αποδεκτό και από τους δύο. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη να ταξιδέψει και μόνος του, να ερωτευτεί, να ζήσει. Εγώ ήμουνα φευγάτη μια ζωή, έτσι κι αλλιώς. Οταν έχεις έναν θεό, τον Μίκη, ή τον Μάνο… Και ο Τηλέμαχος από την άλλη είχε την ποίηση και αυτό τον διέσωσε από την πολιτική και έφυγε χωρίς τραύματα.
Το ’89 πώς αποφασίζετε, αλήθεια, να γίνεται βουλευτής του ΠΑΣΟΚ;
Ελα ντε;
Ο Τηλέμαχος σας παρέσυρε;
Καθόλου. Πολλοί το πιστεύουν αυτό. Σου λέει, άντρας της είναι… Μου μίλησε όμως ο ίδιος ο Ανδρέας. Σε παρέσερνε η προσωπικότητά του. Ηρθε και η Μελίνα, δημιουργήθηκε ένα κλίμα ξανά. Και ο Μίκης βέβαια ήταν από την άλλη πλευρά, με τον Μητσοτάκη.
Μαλώσατε τότε;
Δεν μαλώνεις με τον Μίκη. Μια μέρα όμως με συναντά στον διάδρομο της Βουλής και μου λέει: «Επρεπε να έρθεις μαζί μου». Και του λέω: «Πας στον γκρεμό, Μίκη μου». «Και στον γκρεμό μαζί μου». Με θεωρούσε κτήμα του. Αλλά το είχαμε παρακάνει τότε. Σαν να ήταν εμφύλιος. Φοβερά πράγματα. Δυσάρεστα.
Και σήμερα υπάρχει ένα βαρύ κλίμα.
Ναι, είχαμε κάπως απαλύνει τις αντιθέσεις και τώρα πάλι τα ίδια. Είναι επικίνδυνα αυτά. Εχουμε και τους φασίστες που χαίρονται… Λες και οδεύουμε στην κατάλυση της δημοκρατίας.
Από παντού ακούς ακρότητες.
Αυτό λέω. Και αυτό είναι το πιο επικίνδυνο. Γιατί τους φασίστες τους γνωρίζεις, σου δείχνουν το πρόσωπό τους, ενώ οι άλλοι… γιατί το κάνουν; Είναι σαν μια πορεία στην ομίχλη.
Να γυρίσουμε στα χρόνια της αντίστασης;
Ο Ιβ Μοντάν στο Παρίσι απήγγελλε Σεφέρη. Και ο Αρθουρ Μίλερ έγραφε για να ελευθερωθεί ο Μίκης. Και αυτός έβγαινε πίσω από τα κάγκελα και ούρλιαζε. Και το ’68 μου στέλνει μια κασέτα για να τη δώσω στους Bealtes. Με πήγε ο Αλέξης Μάρδας στο Apple, το στούντιο. Ηταν ο Λένον με τη Γιόκο Ονο, ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ. Ο Πολ ήταν πιο ζεστός, πιο μεσογειακός. Αλλά έπειτα από έναν χρόνο χωρίσανε και μόλις πρόλαβαν να ηχογραφήσουν το «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου». Μετά κατέβηκε η Μελίνα και άρχισαν τα μεγάλα πάρτι. Ο Φρανκ Σινάτρα, ο Μπερνστάιν, όλα τα τοπ ονόματα, και έδιναν από 5.000 δολάρια ο καθένας. Τραγουδούσαμε και στο τέλος χόρευε η Μελίνα και γινόταν χαμός. Τα λεφτά πήγαιναν στις οικογένειες των φυλακισμένων. Ολα τα κανόνιζαν ο Πάγκαλος, ο Ζήσης Θέος, ο Αντώνης Μπριλάκης, που ήταν στο Παρίσι…
«Ο Μιτεράν ήταν ερωτευμένος μαζί μου»

Πείτε μου για τον Μιτεράν.

Α, ήταν ερωτευμένος μαζί μου. Εχει γράψει και ένα βιβλίο για μένα. «Ο αρχιτέκτονας και η μέλισσα». «Ηρα, σύγχρονη ελληνίδα θεά» με έλεγε. Με καλούσε σε ένα πολύ μικρό σπιτάκι που είχε πριν γίνει πρόεδρος και ερχόταν ο Κον-Μπεντίτ, η Μίριαμ Μακέμπα, που είχε παντρευτεί έναν από τους Μαύρους Πάνθηρες…
Μιλάτε με πολύ πάθος για τα χρόνια της αντίστασης.
Μα τότε υπήρχε αυτό που έλεγε ο Μπρεχτ, ο φασισμός, το βουνό. Τώρα είναι αόρατος ο εχθρός. Ολοι δηλαδή πολεμάμε και δεν ξέρουμε ποιον. Λέμε αγορές. Λέμε κερδοσκόποι. Λέμε σύστημα. Τι να χτυπήσεις;
Γιατί η Ελλάδα δεν έχει πια τόσους φίλους όσους είχε το ’70 ή το ’80;
Οι ξένοι αγαπήσανε την Ελλάδα για την ποίησή της. Ή έχουμε παράξει κάτι άλλο ισχυρότερο από την ποίηση; Με δύο Νομπέλ, με τον Ρίτσο, με 45 άλλους ποιητές και συγγραφείς. Ο Ούλοφ Πάλμε στα χρόνια της χούντας με κάλεσε να τραγουδήσω μέσα στο Κοινοβούλιο της Στοκχόλμης! Τώρα τι να αγαπήσουν; Στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες είχαμε τον θρίαμβο του σκύλου, του σκυλάδικου, όχι μόνο στη μουσική αλλά και στην τηλεόραση και παντού.Θάμπωσε, δηλαδή, η λάμψη μας.
Πώς βγαίνεις λοιπόν από την ομίχλη;
Θυμάσαι τον Μάη του ’68; Η φαντασία στην εξουσία. Οι λαοί της Ευρώπης πρέπει να δείξουν ξανά ότι δεν είμαστε μόνο αριθμοί, δεν υπάρχει μόνο το κέρδος. Γιατί αυτή τη στιγμή τελειώνει το κοινωνικό κράτος, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλο τον κόσμο. Και θα πρέπει να συμβιβαστούν οι απόψεις στην κορυφή της πολιτικής και να βρουν λύσεις, να προχωρήσουμε. Να δώσουν μια διέξοδο στην απελπισία του κόσμου.