ΘΑΝΑΣΗΣ ΝΙΑΡΧΟΣ: Κύριε Γκιµοσούλη, είναι γνωστό ότι ξεκινήσατε γράφοντας ποιήµατα, αλλά, αν και στραφήκατε στην πεζογραφία, δεν σταµατήσατε ποτέ να ασχολείστε µε την ποίηση. Επίσης είναι γνωστό ότι ο Γιάννης Κοντός σάς σύστησε ως ποιητή, έχοντας µαθητεύσει όχι µόνο στην ποίησή του αλλά και στον ίδιον.
ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ: Οταν γνώρισα τον Κοντό ήταν ακόμη νέος, αλλά με ενδιέφερε πολύ ως φορέας μιας κατάστασης είτε λεγόταν επταετία και χούντα είτε Πολυτεχνείο. Ανήκοντας στη γενιά του ’70, είχες να μάθεις πολλά πράγματα, από πρώτο χέρι, για μια περίοδο που οι αρκετά νεότεροι διατηρούσαμε ακουστικές μόνο μνήμες, τα ίδια τα γεγονότα δεν είχαν μεταλλαχθεί σε βιώματα. Είναι κάτι συγκλονιστικό, αν και η διαφορά ηλικίας δεν είναι μεγάλη, να σε χωρίζει σε σχέση με τους άλλους μια τάφρος. Υπήρχαν βέβαια και πολύ μεγαλύτεροι ηλικιακά ποιητές στο σπίτι του Κέδρου, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, αλλά εκεί η τάφρος είναι δεδομένη, δεν σε παραξενεύει. Το περίεργο όμως είναι ότι αν και μαθαίνεις πολλά χάρη στους ποιητές, παλαιότερους ή νεότερους, εξίσου πολλά που πρέπει να σου μάθουν δεν θα σου τα πει ποτέ κανείς. Οπως για παράδειγμα το να υπομένεις και να σιωπάς. Ο Κοντός μού δίδαξε ένα άλλο λεξιλόγιο ή μάλλον τον άκουσα να μιλάει στους γύρω του με ένα άλλο λεξιλόγιο.
Θ.Ν.: Ποιους άλλους ποιητές µεγάλης τότε ηλικίας είχατε γνωρίσει;
Κ.ΓΚ.: Τον Αλέξανδρο Μπάρα, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Γιώργο Ιωάννου, μην ξεχνάμε ότι ο Ιωάννου ήταν και ποιητής. Ολοι αυτοί ήταν φορείς μιας περίεργης μασονίας των στίχων, μιας μασονίας τελείως διαφορετικής σε σχέση με την άλλη. Ηταν επίσης εντελώς διαφορετικοί σε σχέση όχι μόνο με τους σημερινούς πεζογράφους, αλλά και με τους συγχρόνους τους. Ηταν κάτι σαν χαρτοπαίκτες μάγοι.
Θ.Ν.: Κύριε Κοντέ, το να μιλάτε συνεχώς για το παρελθόν, όχι μόνο τώρα που έχετε μεγαλώσει αλλά και όταν ήσασταν νέος, μήπως κρύβει ένα είδος μιας έμμεσης διδαχής;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ: Το παρελθόν είναι κατά κάποιον τρόπο ένα είδος μέλλοντος, αφού δίχως το παρελθόν δεν μπορεί να υπάρξει μέλλον. Επομένως το παρελθόν μεταβάλλεται σε ένα εφόδιο που το χρειάζεται κάποιος για να προχωρήσει. Μην ξεχνάμε αυτό που έγραφε στην επιστολή του ο Καρυωτάκης καθώς απευθυνόταν προς τους νέους «που έρχονται σαν το κύμα». Είναι αδύνατον να συμμεριστείς τον εγωισμό πολλών καλλιτεχνών –σε όποια τέχνη και αν ανήκουν –που θεωρούν ότι με τις νεότερες γενιές είναι σαν να έχει πάρει η τέχνη την κατιούσα. Την τελευταία μάλιστα δεκαετία εκδηλώνεται μια γενιά εξαιρετική, με τις τεχνολογίες της, με τα κομπιούτερ της και –αναπόφευκτα –με μια άλλη μυθολογία. Πώς να το κάνουμε, μπορεί να βγαίνουν λιγότεροι καλλιτέχνες, αλλά πάντα υπάρχει η κατάσταση της θάλασσας με τα κύματα. Τώρα αν εμείς οι παλαιότεροι αισθανόμαστε σαν τους ηπειρώτες χτιστάδες που μιλούσανε μια ιδιόμορφη γλώσσα για να μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι, συχνά η γλώσσα αυτή σε βοηθάει για να συνεννοηθείς μια χαρά και με τους συνομηλίκους σου και με τους νεότερους. Η διδαχή είναι κάτι πολύ επικίνδυνο, γιατί αν δεν έχεις ο ίδιος εύρος εσωτερικής ζωής και πας να δείξεις κάτι στον άλλο με το ζόρι, θα τον ρίξεις στον γκρεμό. Να μην ξεχάσω κάτι που έλεγε ο μακαρίτης, πολύ καλός ποιητής, Νίκος Καρούζος. «Τα πολύ μυστικά του, όσον αφορά τους τρόπους της ποίησης, ο μεγαλύτερος τα παίρνει πολλές φορές στον τάφο μαζί του. Δεν εξηγούνται και δεν αριθμούνται, μόνο μια ατμόσφαιρα μπορεί να μεταφέρει κανείς».
Κ.ΓΚ.: Τον είχα γνωρίσει κι εγώ τον Νίκο Καρούζο και μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Οχι μόνο τα ποιήματά του αλλά και το συννεφιασμένο του βλέμμα. Υπηρετούσα στρατιώτης στην οδό Σούτσου, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και εκεί κοντά ήταν το σπίτι του. Οταν τον έβλεπα, δεν με ρωτούσε τα κοινότοπα, μου έλεγε απλώς ένα «πώς πάει;», χωρίς να διευκρινίζει τίποτε. Καταλάβαινα όμως πολύ καλά τι εννοούσε.
Θ.Ν.: Οι δικοί σας δάσκαλοι, κύριε Κοντέ;
Γ.Κ.: Προσωπικά, είχα πολλούς δασκάλους στη ζωή μου, αλλά τώρα δεν ζει κανείς πια. Τον Τάκη Σινόπουλο, τον Μίλτο Σαχτούρη, τον Γιώργο Ιωάννου. Ο Ιωάννου δεν μας έμαθε μόνο λογοτεχνία, μας έμαθε και εμμονές, και πείσμα, και αγωνιστικότητα. Δυστυχώς λείπει τώρα σχεδόν τριάντα χρόνια. Αλλά και άλλα πρόσωπα μας δίδαξαν με μια κίνηση, με μια ματιά, ένας ζωγράφος με μια γραμμή. Θα ανέφερα και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τον φιλόσοφο πρωτίστως και πολιτικό δευτερευόντως. Ο τρόπος της ρομαντικής του παρουσίας σού μάθαινε ότι η ζωή αυτή δεν πάει καθόλου στράφι, έστω κι αν υποφέρεις, και μάλιστα πολύ. Σημασία έχει να μην υποσταλούν οι σημαίες. Αισθανόμαστε πολλές φορές να τρέφουμε ένα μεγάλο πράγμα, κρυφό, ωραίο, αλλά και τερατόμορφο συγχρόνως.
Κ.ΓΚ.: Η ποίηση είναι πολύ γυαλιστερή αλλά και πολύ άχαρη συγχρόνως υπόθεση. Δεν έχεις να μάθεις τίποτε κι από κανέναν. Δάσκαλοι δεν είναι μόνο οι ζωντανοί, είναι και οι πεθαμένοι. Δεν είναι μόνον οι ποιητές που γράφουν, είναι και οι ποιητές της ζωής. Γκαρσόνια, περιπατητές, εραστές, ερωμένες, μπακάληδες, φθάνει να έχεις διάθεση να δεις και να «φωτογραφίζεις». Αυτοί είναι οι πραγματικοί ποιητές. Μπορεί να εκφράζουν κάτι, μπορεί και όχι. Τυχεροί όσοι τους γνώρισαν, όπως τυχεροί είμαστε κι εμείς που διαβάσαμε κάποιους πεθαμένους ποιητές και είναι σα να τους έχουμε γνωρίσει. Σκέφτομαι τη Σαπφώ. Την έχω δει, υπάρχει. Οπως δεν ξεχνώ μια άλλη «ποιήτρια», τη Νανά Καλλιανέση του Κέδρου. Τη θυμάμαι μέσα σε ένα γραφείο, μαζί με τη Μάρω Δούκα και τον Γιάννη Κοντό. Εμοιαζε σαν την Κλάραμπελ, του Μίκι Μάους, μ’ ένα μαντίλι στον λαιμό σαν κολάρο. Αυτοί έφτιαξαν τον Κέδρο κάτι. Για λίγο έμεινε έτσι και με την Κάτια Λεμπέση, αλλά μετά χάθηκε. Εγινε κάτι τελείως απρόσωπο.
Γ.Κ.: Αυτά που λέει ο Γκιμοσούλης δεν είναι παρελθοντολογία. Η ζωή βέβαια συνεχίζεται, αλλά κάθε εποχή έχει τους ανθρώπους της, οι οποίοι δημιουργούν μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα. Και στον δικό μας χώρο, τον χώρο του βιβλίου, υπήρξαν τέτοιοι άνθρωποι, παλαιοί εκδότες μ’ έναν περίεργο ρομαντισμό. Αν και έφθαναν στην άκρη του γκρεμού, προσπαθούσαν να μην πέσουν μέσα για να βγάλουν ακόμη ένα βιβλίο.
Θ.Ν.: Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι παλαιοί εκδότες ήταν κοµµουνιστές…
Γ.Κ.: Προέρχονταν γενικότερα από την Αριστερά. Οταν επέστρεψαν από την εξορία, μετά το ’55, εκεί που γυρνάμε εμείς, σαράντα χρόνια τώρα, Σόλωνος και Ακαδημίας, νοικιάζανε κάτι δωματιάκια και με τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα ιταλικά που είχανε μάθει στην εξορία, κάνανε βιβλιαράκια ξένης λογοτεχνίας, αλλά βγάζανε και ελληνικά. Αυτός υπήρξε ο ανθός. Εξάλλου η μεγάλη δεξαμενή του αναγνωστικού κοινού προέρχεται από τη γενικότερη Αριστερά, όχι την κομμουνιστική. Η τελευταία πολλές φορές είναι συντηρητική.
Θ.Ν.: Πώς έγινε κ. Γκιµοσούλη, αν και δόκιµος ποιητής, να στραφείτε στην πεζογραφία, και µάλιστα µε τεράστια επιτυχία όσον αφορά στις κυκλοφορίες των βιβλίων σας;
Κ.ΓΚ.: Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορεί να ειπωθούν με στίχους, χρειάζεται να τα υποστηρίξει μια ιστορία. Θυμάμαι έναν ποιητή, τον Μιχάλη Κατσαρό, που περπάταγε μέσα στην Αθήνα και τον άκουσα να μου λέει για κάτι κλειδιά που κρατούσε και τα χτύπαγε: «Ελκηθρα, έλκηθρα». Εννοούσε ότι κάποτε όλα ήταν ένα ρόδι, το ρόδι έσπασε, σκορπίστηκαν οι σπόροι κι άλλοι έγιναν ποιήματα κι άλλοι έγιναν μυθιστορήματα. Δεν έχει σημασία αν αυτό το συμπυκνωμένο πράγμα που είναι η ποίηση, αυτό το κύμα με το οποίο θα την παρομοίαζε κανείς, καταλήξει σε ποίηση του δεκαπεντασύλλαβου ή σε ποίηση 350 σελίδων, όσο μπορεί να είναι ένα μυθιστόρημα.
Θ.Ν.: Σε σχέση µε τη γενναιοδωρία παλαιότερων ποιητών και πεζογράφων, όπως για παράδειγµα ο Τ.Κ. Παπατσώνης, ο Γ.Θ. Βαφόπουλος, ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, η Ελλη Αλεξίου, οι οποίοι έστελναν γράµµατα στους νεότερους συγγραφείς, δεν αισθάνεστε ότι σήµερα υπάρχει µια τσιγκουνιά;
Κ.ΓΚ.: Εχουμε γίνει τσιγκούνηδες, έτσι ή αλλιώς, όλοι μας. Μας έχουν υποχρεώσει να γίνουμε τσιγκούνηδες όχι μόνο στην τσέπη μας αλλά και στην ψυχή μας. Και αυτό βγαίνει παντού. Και στα γράμματα, και στις χειραψίες, και στα φιλιά. Αυτή είναι η αλήθεια.
Γ.Κ.: Δεν τους ξεχνάμε ποτέ τους παλαιούς, όχι μόνο γι’ αυτά που έγραψαν αλλά και για τη συμπεριφορά τους. Είναι οι πατεράδες μας, χτίσανε το σπίτι της τέχνης με τρόπο που δεν το ρίξανε οι σεισμοί. Πολλές φορές σκέφτομαι τα εξώφυλλα των βιβλίων τους ή βλέπω τα ίδια τα βιβλία τους, έτσι όπως έχουν ανοίξει οι αποθήκες και έχουν γεμίσει οι δρόμοι, εκεί στη Σόλωνος και στην Ιπποκράτους. Είναι σχεδόν πεταμένα και πουλιούνται με ένα ή, σπανιότερα, με δύο ευρώ. Εχει αλλάξει πάρα πολύ η ζωή. Εμείς προλάβαμε τους ποιητές που δεν ζούνε τώρα πια, να μας καλούν στο σπίτι τους, να τους ακούμε να διαβάζουν. Είχαμε τις ταβέρνες μας, τις συναντήσεις μας, τις συζητήσεις, ώς το πρωί σχεδόν, σ’ έναν κινηματογράφο, ύστερα από μια ταινία του Μπέργκμαν. Αυτά δεν γίνονται τώρα πια.
Κ.ΓΚ.: Μας μάθανε επίσης οι παλαιοί να μη βιαζόμαστε και να περιμένουμε. Σήμερα οι νέοι κεφαλαιοποιούν πολύ γρήγορα την παρουσία τους. Αλλά αν σε μαθαίνει κάτι το γράψιμο, είναι να περιμένεις. Βέβαια τα τελευταία εξήντα χρόνια δεν έχει γίνει πόλεμος, ούτε εδώ στην Ελλάδα ούτε στην Ευρώπη. Ούτε εμείς βέβαια ζήσαμε πόλεμο, εκτός κι αν λογαριάσουμε ως πόλεμο τα απόνερα του Εμφυλίου. Οπως και να το κάνουμε όλα μετράνε.
Γ.Κ.: Επίσης οι πολύ νέοι δεν βλέπουν σήμερα ως μύθο ούτε πεθαμένους ούτε ζωντανούς συγγραφείς. Μην ξεχνάτε ότι η δική μας η γενιά πήγαινε σε ένα βιβλιοπωλείο μόνο και μόνο για να δει από κοντά τον Βάρναλη, τον Ρίτσο ή τον Τσίρκα. Προσωπικά πήγαινα και καθόμουν έξω από το σπίτι του Σεφέρη μη τυχόν και τον δω να ξεπροβάλλει. Δεν τον είδα όμως ποτέ. Τον είδα μόνο μια φορά από μακριά στο Ηρώδειο.
Θ.Ν.: Μια εκ βαθέων εξοµολόγηση µε την οποία θα θέλατε να κλείσει αυτή η συζήτηση;
Κ.ΓΚ.: Οτι η ζωή δεν είναι πρόβα. Είναι κάτι που συμβαίνει για μία και μοναδική φορά και, ανά πάσα στιγμή, είναι σαν να γίνονται όλα από την αρχή. Επομένως δεν υπάρχει λόγος να φυλάγεται κανείς.
Γ.Κ.: Θα επανέλθω στο θέμα της εμμονής στη λογοτεχνία που είναι σαν το αρτεσιανό νερό. Σου δίνει ένα άλλο είδος καθημερινής ζωής, έξω από την τρέχουσα. Επιβεβαιώνεται η ζωή σου και νιώθεις –χωρίς να είναι ύβρις –ένας άνθρωπος ευτυχισμένος.