Δύο κορυφαίες ιατρικές ενώσεις των ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι συνθετικά χημικά που υπάρχουν στο περιβάλλον βλάπτουν την ικανότητα των γυναικών να κάνουν παιδιά.
Το Αμερικανικό Κολέγιο Μαιευτήρων & Γυναικολόγων (ACOG) και η Αμερικανική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής (ASRM) εξέδωσαν κοινή γνωμοδότηση, με την οποία ζητούν αλλαγές στις πολιτικές και περισσότερη ενημέρωση από τους γιατρούς για να αποφευχθεί η έκθεση στα συνθετικά χημικά στη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
«Τα τελευταία 5-7 χρόνια συγκεντρώθηκαν πολλά στοιχεία που συνηγορούν ότι τα περιβαλλοντικά χημικά επηρεάζουν αρνητικά την αναπαραγωγική υγεία», δήλωσε η δρ Λίντα Τζιούντις, καθηγήτρια Αναπαραγωγικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο και πρόεδρος της ASRM που εκπροσωπεί περισσότερους από 7.000 γιατρούς και ερευνητές.
Εάν γιατροί και κοινό ενημερωθούν για τους κινδύνους, υπάρχουν βάσιμες ελπίδες ότι αυτοί θα μπορέσουν να περιορισθούν σημαντικά, πρόσθεσε.
«Η πρόληψη αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό τμήμα της αναπαραγωγικής υγείας», τόνισε, επισημαίνοντας ότι οι τοξικοί παράγοντες μπορούν να περάσουν από τις μητέρες στις επόμενες γενιές.
Ειδικοί από τις δύο ιατρικές ενώσεις επανεξέταζαν επί δύο χρόνια τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία για τα συνθετικά χημικά για να καταλήξουν στα συμπεράσματά τους.
Η γνωμοδότησή τους θα δημοσιευθεί τον Οκτώβριο στις επιθεωρήσεις «Fertility and Sterility» και «Obstetrics and Gynecology».
«Ξέρουμε ότι η εγκυμοσύνη είναι μία καθοριστική περίοδος για την υγεία, στη διάρκεια της οποίας οι γυναίκες πρέπει να είναι εξαιρετικά προσεκτικές», δήλωσε από την πλευρά της η δρ Τζην Κόνραϊ, αναπληρώτρια καθηγήτρια Μαιευτικής-Γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Ντέιβις και πρόεδρος του ACOG που εκπροσωπεί σχεδόν 57.000 γιατρούς.
Χιλιάδες χημικά
Περισσότερα από 84.000 χημικά χρησιμοποιούνται σήμερα στις βιομηχανίες παραγωγής και επεξεργασίας, ενώ ετησίως εισάγονται σχεδόν 700 νέα στις ΗΠΑ, κατά την δρα Κόνραϊ.
Σύμφωνα με τις δύο ιατρικές ενώσεις, τις τελευταίες δεκαετίες αυξάνονται διαρκώς τα κρούσματα προβλημάτων όπως οι γενετικές ανωμαλίες, ο αυτισμός και ο καρκίνος του μαστού.
«Δεν μπορούμε να πούμε ότι τα γονίδιά μας έχουν αλλάξει τα τελευταία 30-40 χρόνια και συνεπώς οι πιθανότερες αιτίες είναι περιβαλλοντικές», εξήγησε η δρ Κόνραϊ. Και πρόσθεσε ότι πολλά από τα χημικά που εισάγονται για χρήση, δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς για τις μακροπρόθεσμες συνέπειές τους στην υγεία.
Επειδή, όμως, τα χημικά αυτά υπάρχουν στον αέρα, το νερό, το χώμα, τα τρόφιμα και τα καταναλωτικά προϊόντα είναι δύσκολο να περιορίσει κάποιος την έκθεσή του σε αυτά.
Επιπλέον, πολλοί άνθρωποι εργάζονται σε επαγγέλματα με ιδιαίτερα αυξημένη έκθεση σε χημικά, όπως τα αγροτικά επαγγέλματα ή τα επαγγέλματα της βιομηχανίας χημικών, ενώ άλλοι ζουν σε περιοχές με υψηλά επίπεδα ρύπανσης στο περιβάλλον αλλά και στο σπίτι τους.
Παρ’ όλα αυτά, οι γυναίκες μπορούν να κάνουν πολλά για να προστατεύσουν την υγεία τους και αυτή των επόμενων γενεών.
Οι ειδικοί συνιστούν, λ.χ., να τρώνε φυτικά προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας για να αποφεύγουν την έκθεση στα φυτοφάρμακα, να μην τρώνε ψάρια του Ατλαντικού διότι συχνά έχουν υψηλά επίπεδα υδραργύρου που είναι τοξικός για τα έμβρυα, καθώς και να αποφεύγουν τις κονσέρβες και τα επεξεργασμένα τρόφιμα.
Σε ανάλογα συμπεράσματα κατέληγε και έκθεσητου Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και του ΟΗΕ που δόθηκε στη δημοσιότητα στις αρχές του χρόνου.