O Ευγένιος Ντελακρουά –ο ζωγράφος της «Σφαγής της Χίου» –συναντά τον γλύπτη τού πιο διάσημου «Φιλιού» στην Ιστορία της Τέχνης, τον Ογκίστ Ροντέν. Λίγο πιο εκεί ο γεννημένος στον Βόλο και από τους διαμορφωτές της μεταφυσικής ζωγραφικής Τζόρτζιο ντε Κίρικο «κλείνει το μάτι» στον ζωγράφο της «Καταγωγής του κόσμου» Γκιστάβ Κουρμπέ, υπό το άγρυπνο βλέμμα του δημιουργού της θρυλικής γλυπτής «Κοιμωμένης» Γιαννούλη Χαλεπά.
Καλεσμένοι στο ίδιο σουαρέ –σε ένα εντυπωσιακό κτίριο 2.000 τ.μ. στην καρδιά της Κηφισιάς, στην Πινακοθήκη Κουβουτσάκη –είναι από τον σπουδαίο κολορίστα και ακαδημαϊκό Παναγιώτη Τέτση έως τον με εξπρεσιονιστική διάθεση Δημήτρη Μυταρά και από τον κοσμοπολίτη Γιάννη Τσαρούχη έως τους δημοφιλείς μαθητές του Λεονάρντο Κρεμονίνι, Στέφανο Δασκαλάκη και Γιώργο Ρόρρη με τις πληθωρικές γυναικείες φιγούρες τους και τις Αννα – Μαρία Τσακάλη και Ειρήνη Ηλιοπούλου με τα πολύχρωμα λουλούδια τους.
Με την πρώτη ματιά ίσως όλοι τούτοι οι καλεσμένοι της εικαστικής αυτής γιορτής να μοιάζουν αταίριαστοι μεταξύ τους. Αν όμως κοιτάξει κάποιος πιο προσεκτικά, θα ανακαλύψει τον κοινό μίτο που τους ενώνει: την εξέλιξη της ελληνικής τέχνης από τον 19ο αι. έως τις ημέρες μας. Και με την κοινή παρουσίασή τους παραδίδουν μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης και μάλιστα με ελεύθερη είσοδο.
«Πρόκεται για 1.500 έργα ζωγραφικής και γλυπτικής από το 1800 έως σήμερα, ελλήνων κυρίως καλλιτεχνών αλλά και ξένων που επηρέασαν την πορεία της ελληνικής τέχνης», δίνει το στίγμα ο συλλέκτης Παναγιώτης Κουβουτσάκης, ιδρυτής της ομώνυμης Πινακοθήκης στην Κηφισιά, η οποία προσφέρει ένα πανόραμα της νεοελληνικής τέχνης αδιάκοπα εδώ και 18 χρόνια που βρίσκεται σε λειτουργία και θεωρείται μοναδική στο είδος της στην Ελλάδα.
«Στην Πινακοθήκη Κουβουτσάκη παρουσιάζεται μια ενότητα, που συνεχώς εμπλουτίζεται, έργων καλλιτεχνών από το 1800 έως σήμερα που επιδίωξαν την οπτική προσέγγιση της αντικειμενικής πραγματικότητας μέσα από διάφορες μορφές ρεαλιστικής ζωγραφικής», επισημαίνεται στους επισκέπτες που φτάνουν ώς το κτίριο της οδού Λεβίδου 11, όπου λειτουργεί ένας τοπικός πολυδύναμος πολιτιστικός χώρος και μουσείο ζωγραφικής.
Επί της υποδοχής οι προτομές του Ελευθέριου Βενιζέλου και Ιωάννη Πεσμαζόγλου διά χειρός Θωμά Θωμόπουλου δίπλα σε πήλινες μάσκες του Θόδωρου Παπαγιάννη.
Η μαρμάρινη σκάλα οδηγεί στον κάτω όροφο και οι δύο λευκοφορεμένοι «Αγγελοι» του Χρήστου Μποκόρου δείχνουν τον δρόμο στους επισκέπτες για να ξεκινήσουν το ταξίδι τους στην τέχνη μέσα από έργα που φέρουν σπουδαίες υπογραφές, αλλά και θέματα οικεία στον καθένα, που συνδέονται με την καθημερινότητά του, όπως τοπία, νεκρές φύσεις, πορτρέτα και παραστάσεις που έχουν ως κύριο άξονα την ανθρώπινη παρουσία ή ακόμη και την απουσία.
Από τους πρωταγωνιστές της Συλλογής Κουβουτσάκη είναι τα δύο προσχέδια του «Μαρτυρίου του Αγίου Στεφάνου», με την υπογραφή του ρομαντικού και φιλέλληνα Ευγένιου Ντελακρουά, ενώ απαραίτητες είναι οι στάσεις μπροστά στις δημιουργίες του σημαντικότερου εκπροσώπου του γερμανικού ακαδημαϊσμού και δασκάλου των Νικηφόρου Λύτρα, Κωνσταντίνου Βολανάκη και Νικολάου Γύζη, Καρλ φον Πιλότι, αλλά και στον τρόπο που ο Γκάμπριελ φον Μαξ επηρέασε σε τέτοιον βαθμό τον Γεώργιο Ιακωβίδη, ώστε να νομίζει κάποιος ότι τα έργα τους έχουν φιλοτεχνηθεί από το ίδιο χέρι.
Μια βεντάλια, που λειτουργούσε ως βιβλίο επισκεπτών στο σπίτι του ζωγράφου Φραντς φον Ντεφρέγκερ –όπου οι καλεσμένοι καλλιτέχνες καλούνταν να υπογράψουν και ένα φύλλο της –είναι ενδεικτική της σχέσης που είχαν μεταξύ τους οι ζωγράφοι της εποχής (ανάμεσά τους και ο Νικόλαος Γύζης που έχει αφήσει την εικαστική του σφραγίδα), ενώ «Το άσπρο πανί» του Γάλλου Γκιστάβ Κουρμπέ που έρχεται από το Παρίσι ανανεώνει το πνεύμα και φέρνει πιο ελεύθερες πινελιές και περισσότερο έντονα χρώματα.
Και ενώ ο Ογκίστ Ροντέν φυλακίζει στον χαλκό την «Αιώνια Ανοιξη», ο Εμμανουήλ Ζαΐρης αποφασίζει πως το Μόναχο δεν είναι αρκετό για εκείνον και δοκιμάζει την τύχη του στο Παρίσι. Εκεί ναι μεν θα τοποθετήσει το φως σε δεύτερο επίπεδο, όμως η παλέτα του θα εξακολουθήσει να έχει το άρωμα της Σχολής του Μονάχου.Επόμενη απαραίτητη στάση είναι το «Γυμνό» του Τζόρτζιο ντε Κίρικο, που δεν μοιάζει με το σουρεαλιστικό ύφος του καλλιτέχνη, καθώς η γυναικεία μορφή που πρωταγωνιστεί μοιάζει να σχετίζεται με τη διάσημη «Αφροδίτη του Ουρμπίνο» του Τιτσιάνο, ενώ λίγο πιο εκεί μπορεί ο επισκέπτης να δει τον άλλο σπουδαίο ζωγράφο που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ελληνική ζωγραφική, τον Γιάννη Τσαρούχη, μαζί με δασκάλους της Σχολής Καλών Τεχνών, όπως οι Γιώργος Μαυροϊδής, Παναγιώτης Τέτσης, Χρόνης Μπότσογλου, Δημήτρης Μυταράς.
Και ενώ ο Μιχάλης Γεωργάς –που συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση του κτιρίου της Πινακοθήκης Κουβουτσάκη –ζωγραφίζει με αυγοτέμπερα, στις επόμενες αίθουσες τον πρώτο λόγο έχουν οι σύγχρονοι νεοπαραστατικοί, όπως οι Στέφανος Δασκαλάκης, Μαρία Φιλοπούλου, Αλέξης Βερούκας, αλλά και εκπρόσωποι του μεταφυσικού ρεαλισμού, όπως ο Σαράντης Καραβούζης,ο Παύλος Σάμιος, ο Μιχάλης Ζησίου, ο Αλέξανδρος Λεβίδης και άλλοι.
Στον κάτω όροφο ανοίγεται ένας διαφορετικός κόσμος στους επισκέπτες μέσα από μια πλούσια συλλογή σχεδίων καμωμένων με μολύβι ή κάρβουνο, παστέλ και ακουαρέλες, που ακολουθούν την ίδια χρονολογική γκάμα με εκείνη της συλλογής των έργων ζωγραφικής και γλυπτικής, ενώ και στο ανώτερο επίπεδο –όπου έχει διαμορφωθεί αίθουσα, η οποία διατίθεται δωρεάν για πολιτιστικές εκδηλώσεις –δεν λείπουν επίσης το χρώμα και η τέχνη μέσα από έργα -ανάμεσα σε άλλων –του Μιχάλη Μακρουλάκη και της Ειρήνης Ηλιοπούλου.
Για όσους επιθυμούν να γνωρίσουν σε βάθος τα μυστικά της Πινακοθήκης Κουβουτσάκη, εξειδικευμένο προσωπικό προσφέρει ξεναγήσεις επεξηγώντας και αναλύοντας την πορεία της νεοελληνικής «παραστατικής» ζωγραφικής από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν και ειδικές προβολές σχετικές με τα εκθέματα της Πινακοθήκης.