Ο Εκτορ Χιου Μάνρο, σκωτσέζικης καταγωγής, γεννήθηκε (1870) στη Βιρμανία, όπου υπηρετούσε ο πατέρας του, αξιωματούχος στα Σώματα Ασφαλείας της βρετανικής αυτοκρατορίας. Είναι μόλις διετής όταν σκοτώνεται η μητέρα του σε τραγικό δυστύχημα και ο ίδιος μαζί με τα δύο αδέλφια του αποστέλλονται πίσω στη Μεγάλη Βρετανία, όπου την κηδεμονία τους αναλαμβάνουν πλέον η γιαγιά και οι θείες, σκληρές, αυταρχικές γυναίκες, υπεύθυνες για τα σκυθρωπά και άχαρα χρόνια της παιδικής του ηλικίας. Μετά το τέλος των εγκύκλιων σπουδών του επιστρέφει στη Βιρμανία για λίγο, επιχειρώντας να ακολουθήσει τα επαγγελματικά βήματα του πατέρα στην Αστυνομία, αλλά το αποικιοκρατικό κλίμα δεν τον σηκώνει και εντός τριετίας επιστρέφει στην Αγγλία (1898) όπου αρχίζει δημοσιογραφική σταδιοδρομία συνεργαζόμενος με διάφορες λονδρέζικες εφημερίδες. Τόσο το διακεκριμένο οικογενειακό υπόβαθρο όσο και η επαγγελματική του ιδιότητα διευκόλυναν τον άνετο συγχρωτισμό του με τα ανώτερα στρώματα της βρετανικής κοινωνίας, της οποίας τον συβαριτισμό παρακολουθεί από προνομιακή θέση. Ως ανταποκριτής της «Μόρνινγκ Ποστ» ταξιδεύει (1902-1908) στα Βαλκάνια, στην Πολωνία, στη Ρωσία, στο Παρίσι, στην Κεντρική Ευρώπη, ενώ ταυτόχρονα έχει αρχίσει να γράφει μυθοπλαστικά κείμενα (νουβέλες, διηγήματα). Υιοθετεί για τις λογοτεχνικές του δραστηριότητες το εξωτικό ψευδώνυμο Σάκι (αμφίσημη αναφορά σε λογοτεχνικό χαρακτήρα του πέρση ποιητή Ομάρ Καγιάμ, αλλά και σε ένα είδος πιθήκου). Γρήγορα διακρίνεται στη μαστορική τού μικρού, ολιγοσέλιδου διηγήματος: σε αυτές τις μικρές εκκεντρικές ιστορίες ασκεί ανελέητη σάτιρα στην εδουαρδιανή κοινωνία και στις συντηρητικές, πουριτανικές της αξίες –δούκισσες, βαρόνες, δεσποτικές θείες ή ανόητες γεροντοκόρες, οι γυναίκες χλευάζονται αγρίως, ενώ εξίσου γελοιογραφούνται και οι αρτηριοσκληρωτικοί γηραιοί κύριοι ή οι νεαροί ποζάτοι δανδήδες, σπουδαιοφανείς και κυνικοί. Αλλη επίλεκτη θεματική περιοχή είναι ο κόσμος των παιδιών και των ζώων –η αμείλικτη παιδική λογική και η σκληρότητα αυτής της υποτιθέμενης τρυφερής και αθώας ηλικίας τον γοητεύουν ως αντισυμβατικές διαθέσεις που δεν έχουν ακόμη τυποποιηθεί στις κοινωνικές νόρμες και στα πρωτόκολλα των ενηλίκων.
Ολες αυτές οι παράδοξες (ενίοτε και μακάβριες) ιστορίες που πρωτοδημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες, όπως ήταν τότε του συρμού, και αργότερα εντάχθηκαν σε συλλογές, χρωματίζονται από ένα ιδιόμορφο μαύρο, βιτριολικό χιούμορ. Η στακάτη, καλοζυγισμένη γραφή του Σάκι είναι σε θέση να περιγράψει έναν εσωτερικό διάκοσμο, ένα φυσικό τοπίο ή να τοποθετήσει σκηνικά τους χαρακτήρες με τις ελάχιστες δυνατές λέξεις. Η καλοσιδερωμένη εθιμοτυπία, οι συζητήσεις των σαλονιών, οι ζηλοτυπίες, τα σκάνδαλα, οι κληρονομικές διαφορές, οι ταξικές αντιθέσεις φοδράρουν τα κείμενά του και του δίνουν αφορμή να υπογραμμίσει τις ανεπάρκειες των χαρακτήρων του. Ετσι προκύπτει μια ευρύτατη πινακοθήκη ηρώων και καταστάσεων περίεργων, αλλόκοτων, ανατρεπτικών, κωμικών. Τα του δράματος πρόσωπα γίνονται τύποι: τα ονόματα μπορεί να αλλάζουν από τη μια στην άλλη ιστορία, αλλά οι χαρακτήρες παραμένουν ίδιοι σε βασικές γραμμές. Δύο από τις επανερχόμενες φιγούρες σε αρκετές ιστορίες του είναι ο Ρέτζιναλντ και ο Κλόβις, νεαροί και ευέλικτοι δανδήδες που ξεχωρίζουν σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα κομφορμισμού και πληκτικής καθημερινότητας: ελεύθερα πλάσματα σε έναν κόσμο στεγανοποιημένο που κανοναρχείται από δεσμεύσεις και επιταγές, αναστατώνουν τους μεσήλικους και λοιδορούν τις παρωχημένες αντιλήψεις τους. Στην παρούσα έκδοση ανθολογούνται κείμενα από τον κύκλο ιστοριών των δύο προσώπων: «Ο Ρέτζιναλντ στη Ρωσία» (1910) περιλαμβάνει εννέα διηγήματα και «Τα χρονικά του Κλόβις» (1911) μετρούν δεκατέσσερα από τα αντιπροσωπευτικότερα αφηγήματα του Σάκι.
Δεξιοτέχνης στη μείξη του ρεαλιστικού και του φανταστικού στα φλεγματικά αυτά κείμενα, κατόρθωσε να αναδείξει την ατμόσφαιρα ενός ιδιότυπου κοσμοπολιτισμού με μικρές εικόνες και σκηνές από όλες τις βαθμίδες της κοινωνικής ζωής σε μια εποχή εξελισσόμενης παρακμής όπου το μειδίαμα της belle époque σβήνει στον σκοτεινό παραλογισμό του πρώτου μεγάλου πολέμου. Αυτή η ανθρώπινη κωμωδία σε μικροκλίμακα εμπεριέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία (η τραυματική παιδική ηλικία, ο υφέρπων μισογυνισμός και η εντέχνως καλυμμένη ομοφυλοφιλία είναι τα κυριότερα).
Οι άλλες δύο ενότητες ιστοριών του παρόντος τόμου («Τα παιχνίδια της ειρήνης» και «Το τετράγωνο αυγό») πρωτοεκδόθηκαν ως αυτόνομες συλλογές μετά τον θάνατο του συγγραφέα –το 1923 και το 1924, αντίστοιχα. Ο Εκτορ Χιου Μάνρο σκοτώθηκε το 1916 στα χαρακώματα του πολέμου, επί γαλλικού εδάφους. Παρά τη μεγάλη του ηλικία (ήδη 44χρονος), στρατεύτηκε εθελοντικά το 1914 ως απλός τυφεκιοφόρος, επιθυμώντας να συμμετάσχει στο «παιχνίδι του πολέμου», στην πρώτη παγκόσμια σύρραξη του 20ού αιώνα που ανέτρεπε τελεσίδικα τον κόσμο του· έναν κόσμο που περιέγραψε με διαύγεια και σατίρισε αμείλικτα –αλλά ήταν μέρος του και τον αγαπούσε με τον τρόπο του.