Ηταν ιδιαίτερα όμορφος, αλλά όταν ετοιμαζόταν για φονικό, το πρόσωπό του γινόταν διαβολικό. Το κεφάλι του στάλθηκε στην Αθήνα για να το δει «ολόκληρος η Γιαγκουλόφιλος πρωτεύουσα»

Κανείς δεν γινόταν δεκτός στη ληστρική συμμορία αν δεν είχε βάψει τα χέρια του με αίμα. Από την άλλη, η καλή συμπεριφορά απέναντι στον αιχμάλωτο αλλά και η τιμή της γυναίκας ήταν κανόνας απαράβατος για τον ληστρικό κώδικα τιμής. Οι ληστές απέφευγαν το αλκοόλ, όμως είχαν αδυναμία στα φθηνά τσιγάρα. Ηταν νέοι και οι πιο πολλοί από αυτούς πέθαναν νέοι. Διάβαζαν το μέλλον με την πλατοσκοπία: έσφαζαν το ζώο κι αφού το έτρωγαν μελετούσαν την πλάτη του. Λένε πως ο Γιαγκούλας, πριν σκοτωθεί, είδε τα τρία μνημούρια που περίμεναν αυτόν και τους συντρόφους του στη ραγισμένη πλάτη ενός ζώου.

Ομορφος, άφοβος, λεβέντης, αλλά και αδίστακτος, εκδικητικός. Αυτός είναι ο Φώτης Γιαγκούλας, όπως παρουσιάζεται μέσα από τις πηγές αλλά και τις μυθικές διηγήσεις που τον περιβάλλουν. Ο ωραίος των ορέων. Τόσο ωραίος μάλιστα, που κάποιος δικαστής είπε: «Δεν σε στέλνω στο εκτελεστικό απόσπασμα για να μη χαλάσουν οι σφαίρες το όμορφο πρόσωπό σου. Φρόντισε όμως να μη σε ξαναδώ στα μάτια μου!». Αυτός ο εντυπωσιακός άντρας μεταβαλλόταν αίφνης. Οταν ετοιμαζόταν για φόνο, το πρόσωπό του άλλαζε: γινόταν διαβολικό, έλεγαν.
Ο Γιαγκούλας βγήκε στο κλαρί, αναφέρει ο συγγραφέας, για τους ίδιους λόγους που έβγαιναν πολλοί: για μια γυναικοδουλειά. Για μια Μαρία. Αγοράζει μαχαίρι και βάζει να γράψουν πάνω του «Μαρία – αίμα – εκδίκηση». Ετσι, ενώ έχει ξεκινήσει από

τον τακτικό στρατό, ο Γιαγκούλας περνάει στην παρανομία.

Ο Φώτης είναι φτιαγμένος από το ανθρώπινο υλικό που δημιουργεί τους μύθους. Είναι ανεξίτηλα ωραίος, λεβέντης και μπεσαλής, όπως αναφέρουν οι μαρτυρίες. Οι αποδράσεις του, το γεγονός ότι παρέμεινε για μεγάλο διάστημα ασύλληπτος εξευτελίζοντας τη Χωροφυλακή αλλά και ο τρόπος εξόντωσής του στον Ολυμπο τον αποθέωσαν. Ο ληστής έπεσε σε μάχη σώμα με σώμα, βροντοφωνάζοντας μια περιφρονητική απάντηση στον επικεφαλής του αποσπάσματος. Δυστυχώς δεν μπορώ να αντιγράψω τη στιχομυθία (οι αναγνώστες έχουν δημιουργική φαντασία και μπορούν να εικάσουν το ύφος), όμως ο Τζανακάρης την παραθέτει αυτούσια.
Του έκοψαν το κεφάλι και το τοποθέτησαν, μαζί με τα κεφάλια των συντρόφων του, σε κασόνια στον σιδηροδρομικό σταθμό της Κατερίνης. Είχε λαϊκή αγορά εκείνη την ημέρα, μας λέει ο συγγραφέας, και ο κόσμος ήταν πολύς. Οι χωροφύλακες που επιτηρούσαν το ωραίο κεφάλι έβριζαν και καταριούνταν μπροστά στους άλλους, αλλά μόλις απομακρύνονταν σταυροκοπιούνταν κι έκλαιγαν. Ισως γι’ αυτό διαδόθηκε ότι νεκραναστήθηκε. Κάποιοι φοβήθηκαν, άλλοι ήλπισαν ότι θα έρθει σαν φάντασμα να εκδικηθεί τον θάνατό του.
Τα σώματα του Γιαγκούλα και των συντρόφων του έμειναν πεταμένα στο βουνό, να τα σπαράξουν οι λύκοι και τα τσακάλια. Τα κεφάλια τους, μετά τη διαπόμπευση, στάλθηκαν στην Αθήνα, σε τενεκέδες με αλάτι «προς μελέτη του εγκεφάλου των ληστών». Εξετάστηκαν τα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά για να συνταχθεί το ψυχολογικό τους προφίλ. Αλλά συμπέρασμα δεν βγήκε. Πάντως τα κεφάλια διαπομπεύτηκαν «διά να παρελάση προ αυτών ολόκληρος η Γιαγκουλόφιλος πρωτεύουσα η οποία τόσον εθέλγετο με την ληστρικήν φιλολογίαν», έγραψαν οι εφημερίδες.
Οι ελάχιστες φωτογραφίες που σώζονται και παρατίθενται στο βιβλίο παριστάνουν τον Γιαγκούλα με φουστανέλα, φλουριά και τσαπράζια, αλλά και με κοστούμι. Ελεγαν ότι ήταν μορφωμένος και είχε το χάρισμα του λόγου. Οι γυναίκες που διάβαζαν τα ηρωικά κατορθώματα του Γιαγκούλα στις φυλλάδες «ένιωθαν τις ωοθήκες τους να κροταλίζουν». Η γιαγκουλογραφία ήταν η μόδα της εποχής. Ο ληστής υπέγραφε τις κάθε είδους επιστολές για λύτρα ή για άλλες χρήσεις ως «ο βασιλεύς των ορέων».