Οκτάωρο, συλλογικές συμβάσεις και άνοιγμα στους δημοτικιστές ήταν μερικά από τα μέτρα που ελήφθησαν από το αυταρχικό, αστυνομικό κράτος του Μεταξά. Στο υβριδικό καθεστώς του, που έτυχε διευρυμένης ανοχής, συμμετείχαν και βενιζελογενείς τεχνοκράτες που θέλησαν με κρατικό παρεμβατισμό να αντιμετωπίσουν την κρίση

Η δεκαετία του 1930 ήταν μια εποχή μεγάλης οικονομικής κρίσης, ήταν όμως και πολύ διαφορετική από ό,τι σήμερα. Από το 1933 ώς το 1939 η Ελλάδα ήταν τρίτη στον κόσμο σε ρυθμούς βιομηχανικής ανάπτυξης, μετά τη Σοβιετική Ενωση και την Ιαπωνία. Ο λόγος είναι ότι οι έλληνες κεφαλαιούχοι είχαν λιγότερες δυνατότητες διακίνησης των κεφαλαίων τους από ό,τι σήμερα, οι εμπορικοί δρόμοι ήταν κλειστοί και με έναν αυθόρμητο, μη σχεδιασμένο τρόπο επένδυσαν στην εγχώρια βιομηχανία.

Οπως επίσης εξηγεί στα «Νέα» ο επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης Νίκος Βαφέας, οι τεχνοκράτες της εποχής αρχίζουν να τάσσονται υπέρ του κρατικού παρεμβατισμού και της διευθυνόμενης οικονομίας, υπέρ δηλαδή της ρύθμισης και όχι της απορρύθμισης, για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Οι τεχνοκράτες δε αυτοί, συχνά βενιζελικής προέλευσης, είχαν σε μεγάλο βαθμό στελεχώσει τις κυβερνήσεις του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Σε πρόσφατο επιστημονικό συνέδριο στο Πάντειο, πριν από δύο μήνες, με θέμα «Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου και η ελληνική κοινωνία. Ενα πείραμα εκφασισμού;», που διοργάνωσε το Φόρουμ Κοινωνικής Ιστορίας, ειπώθηκαν ενδιαφέροντα πράγματα σχετικά.
«Αρκετοί επιφανείς βενιζελικοί τεχνοκράτες θα συμμετάσχουν ενεργά στο καθεστώς καταλαμβάνοντας κομβικές θέσεις στη διοίκηση του κράτους, όπως οι Γεράσιμος Αλιβιζάτος, υφυπουργός Υγιεινής, Εμμανουήλ Τσουδερός, διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Ανδρέας Αποστολίδης, υφυπουργός Οικονομικών, και Αλέξανδρος Διομήδης, αντιπρόεδρος του Ανωτάτου Οικονομικού Συμβουλίου», είπε στο συνέδριο ο Γιώργος Σουβλής. «Η πλέον παραδειγματική περίπτωση βενιζελικού πολιτικού/ ακαδημαϊκού που υποστήριξε το καθεστώς ήταν ο Κυριάκος Βαρβαρέσος, διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποίος ήταν ο αφανής, ωστόσο βασικός, υπεύθυνος των οικονομικών του καθεστώτος».
Κάπως έτσι γενικεύεται το οκτάωρο στην εργασία, καθιερώνονται οι συλλογικές συμβάσεις (αλλά με έλεγχο των συνδικάτων), θεσπίζεται κατώτερο ημερομίσθιο, το οποίο μάλιστα είναι ανώτερο από το μέσο ημερομίσθιο της εποχής, και αρχίζει να λειτουργεί το ΙΚΑ που είχε προηγουμένως ιδρύσει ο Βενιζέλος.
Τι ακριβώς συνέβαινε; «Η 4η Αυγούστου υπήρξε μια μείζων πολιτειακή εκτροπή που έμελλε να οδηγήσει στη συγκρότηση ενός αυταρχικού αστυνομικού κράτους, η οποία όμως είχε προετοιμαστεί τα προηγούμενα χρόνια της κρίσης (1929-1932)», εξηγεί ο Νίκος Βαφέας. «Το φιλελεύθερο μοντέλο ήταν σε κρίση και άρχισε σταδιακά να αρθρώνεται ένας αντικοινοβουλευτικός λόγος, ένας λόγος για διευθυνόμενη οικονομία με επιχειρήματα ανάγκης ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας, κάτι που έκανε πολλούς –και από τα δύο κυρίαρχα στρατόπεδα –δεκτικούς σε αυταρχικές λύσεις». Δεν είναι τυχαίο ότι λίγο πριν από την επιβολή της δικτατορίας, στις 27 Απριλίου, ο Μεταξάς, αρχηγός ενός μικρού κόμματος, εξασφάλισε ψήφο εμπιστοσύνης με 241 ψήφους υπέρ και 16 κατά. Ο μετέπειτα δικτάτορας είχε προηγουμένως εκλεγεί νόμιμα από τη συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνικού Κοινοβουλίου.
Στο συνέδριο (οργανωτική επιτροπή: Νίκος Βαφέας, Πολυμέρης Βόγλης, Κωστής Καρπόζηλος, Δημήτρης Κουσουρής, Αλεξάνδρα Πατρικίου, Μενέλαος Χαραλαμπίδης), το πρώτο με αποκλειστικό θέμα την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας, συμμετείχαν περίπου 30 ιστορικοί και κοινωνικοί επιστήμονες, κυρίως της νεότερης γενιάς, με βασικό στόχο τη μελέτη, επίσης για πρώτη φορά, του κοινωνικού πλαισίου, της στάσης των ελίτ απέναντι στο καθεστώς, το ακριβές περιεχόμενο της πολιτικής του, τους μηχανισμούς παραγωγής ιδεολογίας και πολλά άλλα.
«Την περίοδο αυτή συνέβησαν πράγματα από μια πρώτη ματιά παράδοξα», λέει ο Νίκος Βαφέας. «Ο Μεταξάς έκανε άνοιγμα στους δημοτικιστές, ενώ το αυταρχικό καθεστώς του δεν οδήγησε σε συρρικνούμενη δημόσια σφαίρα. Μόνο ο “Ριζοσπάστης” υποχρεώνεται σε κλείσιμο. Αντίθετα, η παραγωγή γενικά στον χώρο του Τύπου διογκώνεται. Οι διώξεις στα πανεπιστήμια είναι περιορισμένες, ενώ η Πάντειος, που τροφοδοτεί και στελεχικά το καθεστώς, παίρνει τ’ απάνω της. Βλέπουμε, δηλαδή, ότι υπάρχει μια διευρυμένη ανοχή, αν όχι συναίνεση, ότι παράλληλα δηλαδή με τη θεσμοθετημένη καταστολή υπάρχει οικειοθελής ευθυγράμμιση με τις επιταγές του καθεστώτος, εν μέρει λόγω επαγγελματικού οπορτουνισμού των μεσαίων στελεχών. Ο Μεταξάς κατάφερε να πάρει μαζί του μεγάλο κομμάτι των κυρίαρχων πολιτικών παρατάξεων βάζοντας απέναντι μόνο τους ακραιφνείς κομμουνιστές, από τους οποίους διαχώρισε βενιζελικούς και άλλους.
Από την άλλη, αυτό που δεν έχει η Ελλάδα της δεκαετίας του 1930 είναι η ευρύτερη πολιτικοποίηση των μαζών. Οι ψηφοφόροι δεν μετέχουν με άλλον τρόπο στην πολιτική. Την εποχή εκείνη υπάρχει όμως ένα ευρύ προλεταριάτο, σε μεγάλο βαθμό προσφυγικό. Και ενώ στην ύπαιθρο έχουν γίνει προσπάθειες ένταξής του –μέσω, λ.χ., προσφοράς γης -, στις πόλεις έχει αποκτήσει λούμπεν χαρακτηριστικά. Είναι πληβείοι των πόλεων, για τους οποίους υπάρχει παντελής κρατική αδιαφορία. Ο Μεταξάς προτάσσει ένα σχέδιο μαζικής πολιτικοποίησης των κατώτερων τάξεων, μέσω λ.χ. της νεολαίας του, της περίφημης ΕΟΝ, κάτι που είχε επιχειρήσει και παλαιότερα, το 1916, μέσω του δικτύου των επιστράτων, αλλά με αυταρχικούς όρους. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτό ενδέχεται να έπαιξε κάποιον ρόλο, ως πανουργία της Ιστορίας, στο αμέσως επόμενο εγχείρημα πολιτικοποίησης αυτού του προλεταριάτου μέσω του ΕΑΜ. Αυτό που δεν καταφέρνει ο Μεταξάς με αυταρχικούς όρους θα το καταφέρει το ΕΑΜ, που συσσωματώνει και ριζοσπαστικοποιεί τους πληθυσμούς αυτούς με ρυθμούς πρωτοφανείς στην παγκόσμια ιστορία», καταλήγει.