Εχει περάσει περίπου ένας αιώνας από τότε που ο Γκάντι άφηνε πίσω του τη Νότια Αφρική. Η διασταύρωση δύο γιγάντων της αντιαποικιοκρατίας του 20ού αιώνα ήταν σχεδόν αναπόφευκτη στο μυαλό μου, μετά και τον θάνατο του Νέλσον Μαντέλα.
Στα 21 χρόνια που πέρασε στη Νότια Αφρική, ο Γκάντι στιγματίστηκε με τον ρατσιστικό χαρακτηρισμό, «ο χαμάλης δικηγόρος».
Σε διαφορετικούς χρόνους, Γκάντι και Μαντέλα βρέθηκαν στην ίδια φυλακή του Γιοχάνεσμπουργκ· ακολουθώντας διαφορετικούς δρόμους, αλλά αμφότεροι με αφετηρία μια ιδέα την οποία ο Γκάντι διατύπωσε ως εξής στην αυτοβιογραφία του: «Εάν το σκεφτούμε, ο διαχωρισμός ανάμεσα σε ετερογενείς και ομογενείς είναι απλώς ανύπαρκτος. Είμαστε όλοι μία οικογένεια».
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Νότια Αφρική, ο Γκάντι απομακρύνθηκε διά της βίας από τρένο λόγω της πολιτικής τού απαρτχάιντ –παρότι είχε πληρώσει για να ταξιδέψει στην πρώτη θέση. Εκείνος απάντησε με παθητική αντίσταση, τη μέθοδο που υιοθέτησε μετά τη θέσπιση της αντιινδικής νομοθεσίας στο Τρανσβάαλ το 1906.
Ο Γκάντι έγινε ο ελευθερωτής της Ινδίας στη Νότια Αφρική. Σήμερα θεωρείται επίσης ο ιδρυτής του ουράνιου τόξου της Νότιας Αφρικής, το οποίο συμβολίζει τα ίσα δικαιώματα για όλους τους λαούς.
Κοινό σημείο των δύο ηρώων είναι πράγματι ένα μοναδικό γεγονός. Η Νότια Αφρική όμως δεν είναι το κέντρο του κόσμου –έστω και αν παρουσιάζεται έτσι την τελευταία εβδομάδα.
Οπότε και η όποια σύγκλιση δεν θα πρέπει να μας τυφλώσει ώστε να μη διακρίνουμε και τις διαφορές των δύο ηρώων.
Ο Γκάντι, όπως καταγράφεται στο περίφημο βιβλίο του Τζόζεφ Λέλιβελντ, «Η Μεγάλη Ψυχή: ο Μαχάτμα Γκάντι και ο αγώνας του με την Ινδία», χρειάστηκε πολλά χρόνια μέχρι να αγκαλιάσει τον μαύρο σκοπό.
Οι αγώνες του εστιάστηκαν κυρίως στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των Ινδών. Ο Μαντέλα χρησιμοποίησε έως ένα σημείο την παθητική αντίσταση του Γκάντι ως σημείο αναφοράς στη μαζική δράση.
«Απηύθυνα έκκληση για μη βίαιη διαμαρτυρία, εφόσον εξακολουθεί να είναι αποτελεσματική», είχε επισημάνει κάποια στιγμή. Είχε επίσης εκφράσει αμφιβολίες όσον αφορά το κοινό μέτωπο με τους Ινδούς της Νότιας Αφρικής, επειδή πολλοί από τους υποστηρικτές τους «έβλεπαν τους Ινδούς, καταστηματάρχες και εμπόρους, ως εκμεταλλευτές της μαύρης εργασίας».
Σε κάθε περίπτωση, κατέληξαν στην κοινή πεποίθηση ότι οι καταπιεσμένοι όλου του κόσμου, ανεξάρτητα από το αν ανήκουν σε διαφορετικές θρησκείες, εθνικότητες ή κοινωνικές κάστες, πρέπει να παραμείνουν ενωμένοι ενάντια στους καταπιεστές τους και, σύμφωνα με τα λόγια του Γκάντι, «να σταματήσουν να παίζουν τον ρόλο του καταπιεσμένου».
Πρόκειται για μία πεποίθηση που ήρθε μέσα από βαθιά εσωτερικά ταξίδια, τα οποία με τη σειρά τους διεξήχθησαν σε συνθήκες ταπείνωσης ή φυλάκισης· ταξίδια που τους οδήγησαν πιο μακριά από τα ένστικτα της βίαιης αντεπίθεσης, στην εσωτερική γαλήνη. Και στις δύο περιπτώσεις αυτών των ανθρώπων, λάμπει ένα φως· καρπός μιας εσωτερικής αναζήτησης, άγνωστης στο καθεστώς του φόβου. Μέσα από αυτό το φως, ζουν.
Καπετάνιοι της ψυχής τους, Γκάντι και Μαντέλα αρνήθηκαν να παίξουν τον ρόλο του καταπιεσμένου και σαγήνευσαν τη φαντασία των κόσμων που άλλαξαν. Αυτό και μόνο είναι πολύ καλός λόγος ώστε τα έθνη τους να περιλαμβάνονται στα πιο ελπιδοφόρα του πλανήτη.