Ερημοι φοιτητές και έρημη χώρα είναι ο επίλογος του δράματος που παίζεται τους τελευταίους μήνες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι αδιανόητο πώς ένας φορέας, που όφειλε να ταυτίζεται με τα πιο πρωτοπόρα και προοδευτικά πνεύματα της εποχής μας και να αποτελεί θεματοφύλακα αρχών και παρακαταθήκη προόδου για την κοινωνία, ακολούθησε ανενδοίαστα, χωρίς αντιστάσεις και ενοχές, μια πορεία πρωτοφανούς κατάπτωσης προκαλώντας βαθύ ρήγμα στα θεμέλια του θεσμού της εκπαίδευσης.
Οπως και στη χρεοκοπημένη ελληνική κοινωνία, έτσι και στην πανεπιστημιακή κοινότητα, αλλοτριωμένες συνειδήσεις, παγιωμένες αντικοινωνικές συμπεριφορές, στενές αλληλεξαρτήσεις, ατομικά και συντεχνιακά συμφέροντα απεμπόλησαν την αίσθηση του κοινωνικού συμφέροντος και των υποχρεώσεων που αυτό συνεπάγεται. Με αυτά τα δεδομένα, είναι απορίας άξιο πώς δεν έχει γίνει ακόμα αντιληπτό ότι την προδιαγεγραμμένη πορεία της ελληνικής κοινωνίας στην αυτοκαταστροφή ακολουθεί με μικρή καθυστέρηση και το Πανεπιστήμιο, με ταγούς τις απολιθωμένες διοικήσεις του.
Δυστυχώς, έχει εξοβελισθεί από τον κοινό νου η συνείδηση από πού αντλεί την ύπαρξή του το Πανεπιστήμιο, ποιος το συντηρεί, σε ποιον λογοδοτεί. Εχει ξεχαστεί ότι πρόκειται για θεσμό της κοινωνίας και ότι η ύπαρξή του εξαρτάται και κρίνεται, σε τελευταία ανάλυση, από την προσφορά του σε αυτήν, ότι το Πανεπιστήμιο υπηρετεί την κοινωνία και όχι η κοινωνία τους πανεπιστημιακούς. Φεουδαρχικές αντιλήψεις και πρακτικές, σαν αυτές που βιώνουμε επί δεκαετίες, με αποκορύφωμα βέβαια τη σημερινή συγκυρία, είναι ξένες προς τον θεσμό και δημιουργούν μόνο θνησιγενείς και παρακμιακές καταστάσεις.
Αυτό το διάστημα «τα είδαμε όλα». Είδαμε τον πρύτανη να κρατά το Πανεπιστήμιο κλειστό με απίστευτη κυνικότητα και αναλγησία ως προς τις συνέπειες και τις ευθύνες του, να λοιδορεί το Συμβούλιο Ιδρύματος με πρωτόγνωρους χαρακτηρισμούς και να αποφεύγει συστηματικά την εξεύρεση λύσης. Είδαμε τον χορό που στήθηκε με κορυφαίους τους συγκλητικούς και από πίσω να ακολουθούν οι πρόεδροι, σύσσωμο το σώμα των διευθυντών, τα συνδικαλιστικά όργανα και οι γενικές συνελεύσεις. Είδαμε να διαλύεται το Πανεπιστήμιο και οι κύριοι υπεύθυνοι να ανασύρουν ισχνά ιδεολογήματα και σενάρια συνωμοσιολογίας περί κύκλων που απεργάζονται τη διάλυση του δημόσιου Πανεπιστημίου. Είδαμε την ιστορική αίθουσα του Πανεπιστημίου να έχει μετατραπεί σε εμποροπανήγυρη. Βιώσαμε για άλλη μια φορά την αυθαιρεσία των καταλήψεων σαν μέσο εκβιασμού, όταν η πανεπιστημιακή κοινότητα στήριζε τα αιτήματα των διοικητικών. Είδαμε την αντιπολίτευση να εμπλέκεται άγαρμπα σε έναν χώρο, που εκ προοιμίου ο ρόλος του τον κρατάει έξω από κομματικές αντιπαραθέσεις.
Το πιο θλιβερό από όλα είναι η εκμετάλλευση των φοιτητών, εκείνης της μεγάλης σιωπηλής και ανοργάνωτης πλειοψηφίας, της αδύναμης να αντιδράσει και να διεκδικήσει τα δικαιώματά της. Παρά την αρχική ευρεία αποδοχή και υποστήριξη που υπήρξε στο ζήτημα των απολυμένων, η απεργία μετατράπηκε με τη βοήθεια όλων των οργάνων διοίκησης σε εργαλείο εκβιασμού με σύνθλιψη των φοιτητών.
Αυτό που εντυπωσιάζει δεν είναι οι απεργοί, γιατί είθισται οι συντεχνιακές διεκδικήσεις να στρέφονται κατά της κοινωνίας, αλλά η καθολική συμπαράταξη της πανεπιστημιακής κοινότητας με τον πρύτανη και τους απεργούς σε μια πολιτική διάλυσης, με απώτερο στόχο να απαξιωθούν θεσμοί και φορείς που δυνητικά απειλούν το σημερινό καθεστώς της «πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης». Αυτό όμως που δεν αντιλαμβάνεται η πανεπιστημιακή κοινότητα είναι ότι όταν αποσαθρώνεται η βάση, που είναι η εκπαιδευτική λειτουργία με αντικείμενο τους φοιτητές, τότε αίρεται ο λόγος ύπαρξης του όλου οικοδομήματος, το οποίο καταρρέει ή, στην καλύτερη περίπτωση, λαθροβιοί. Αυτή η βάση είναι που συνιστά τον δημόσιο χαρακτήρα του Πανεπιστημίου και η υπονόμευσή της είναι αυτή που πραγματικά τον απειλεί. Η υποβόσκουσα αδιαφορία απέναντι στους φοιτητές, η ανοχή της ομηρείας τους στους εκάστοτε καταληψίες, το χαμηλό επίπεδο της προσφερόμενης εκπαίδευσης, το υποβαθμισμένο περιβάλλον δεν μπορεί να παραμείνουν για πολύ χωρίς συνέπειες και το τίμημα δεν θα το πληρώσουμε μόνον οι πανεπιστημιακοί ως κύριοι υπεύθυνοι, θα το πληρώσει η κοινωνία.
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν το Πανεπιστήμιο μπορεί να ανακτήσει τη χαμένη του τιμή. Η αυτοκάθαρση αποδεικνύεται αδύνατη, ενώ θλιβερή είναι και η διαπίστωση της ένδειας προσώπων που να έχουν αντιληφθεί το μέγεθος και τα αίτια της εκτροπής. Παρότι η αντοχή των νόμων στις συντεχνιακές πιέσεις αποδεικνύεται, με ευθύνη και της πολιτείας, περιορισμένη, η θεσμική θωράκιση του δημόσιου συμφέροντος αποτελεί τη μοναδική λύση: η ελληνική κοινωνία διά της θεσμικής της έκφρασης, του Κοινοβουλίου, οφείλει να επαναφέρει το Πανεπιστήμιο σε τροχιά εξυπηρέτησης της αποστολής του.
Η Ιωάννα Δελλαδέτσιμα είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών