Κρίση – ξεκρίση, ο χορός καλά κρατεί στην ελληνική λογοτεχνία, παρότι τα όργανα έχουν σιγήσει από πολλού και το κοινό της γιορτής (της µυσταγωγίας, όπως θέλουν µερικοί) αραιώνει ολοένα. Η παραγωγή τίτλων διατηρείται σχεδόν αµείωτη, κι ας µιλούν οι εκδότες για στενότητα και περικοπές. Τα περισσότερα γνωστά και λιγότερο γνωστά ονόµατα της εγχώριας πεζογραφίας αξιώσεων (η οποία µοιάζει να έχει όλο και λιγότερες αξιώσεις από τους συγγραφείς της) γεννοβολούν βιβλία µε την ίδια, σταθερή συχνότητα της ανά διετία ή και ανά έτος επανάληψης, κι ας βρίσκουν ολοένα λιγότερους αναγνώστες πρόθυµους να τα αγοράσουν. Από την άλλη, παραµένει δηµοφιλέστατο και ας ακούγεται ότι έχουν έρθει τα πάνω κάτω στην Ελλάδα, το βιοµηχανικό ροµάντζο, µε τις συνταγολογηµένες περιπέτειες του οποίου οι αναγνώστριες ξεχνούν τα βάσανα της κρίσης που µας µαστίζει, όπως πριν από την κρίση ξεχνούσαν τα βάσανα της καλοπέρασης.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, θα μπορούσε κάποιος να σχολιάσει τη γενική εικόνα της ελληνικής πεζογραφίας το 2013 μ’ ένα «business as usual», όπως λένε οι Αγγλοσάξονες, ή «μία από τα ίδια», όπως λέμε εμείς, αν και ο λαός μας διαθέτει και πιο αθυρόστομες εκφράσεις για καταστάσεις σαν αυτή. Ας μη δώσουμε όμως λαβή να μας πουν κυνικούς και ισοπεδωτικούς. Αποτελεί άλλωστε αξίωμα ότι οι λεπτομέρειες σώζουν τέτοιου είδους εικόνες. Ή, αν δεν τις σώζουν, τουλάχιστον μας οδηγούν κάτω από την επιφάνειά τους, όπου συχνά μας περιμένουν πιο ενδιαφέροντα πράγματα.
Υπάρχει ένα θέμα με ολοένα συχνότερη και σκοτεινότερη παρουσία στα μυθιστορήματα, όπως και στον κινηματογράφο μας: η ελληνική αστική οικογένεια. Για την ακρίβεια, η νοσηρότητά της. Οποιο και αν είναι το επίπεδο τέτοιων έργων, όποια και αν είναι η πρόθεση των δημιουργών τους, οι σχέσεις και οι συμπεριφορές που περιγράφονται εκεί είναι προϊόντα καταναγκασμών, υποκρισίας, ψυχρών υπολογισμών, αρρωστημένων αισθημάτων, ψυχικής παραμόρφωσης. Ενα καλό παράδειγμα είναι ένα μυθιστόρημα που θα συζητήσουμε προσεχώς, «Το βιβλίο της Κατερίνας» του Αύγουστου Κορτώ, χαρακτηριστικά το πρώτο μπεστ σέλερ αυτού του πολυγραφότατου νεαρού συγγραφέα. Ενα πιο ιδιόμορφο μυθιστόρημα, το αχανές «Τα τρία μι» του Ντάνη Φώτου, εκθέτει την καταστροφική επίδραση μιας τυπικά ελληνικής μεγαλουσιάνικης οικογένειας στη μοναχοκόρη της, που οι σπασμωδικές προσπάθειές της να λυτρωθεί από τα αόρατα δεσμά της κορυφώνονται με το πέρασμά της στην τυφλή τρομοκρατία. Ξεχωριστή περίπτωση συγγραφέα ο Ντάνης Φώτος, απογοητευμένος από τη μη ανταπόκριση κριτικής, κοινού, αλλά και εκδοτών στην παθιασμένη γραφή του, έκανε σχεδόν είκοσι χρόνια να ξαναβγάλει βιβλίο (και το έβγαλε «ιδίοις αναλώμασι»). Το φιλόδοξο σχέδιό του προσέκρουσε στην ασυμμάζευτη πληθώρα του υλικού του και, προπαντός, στον αυτοηδονισμό της γλώσσας του, οργιαστικής, άκρως ευρηματικής και σε σχετικά μικρές δόσεις συναρπαστικής, αλλά κουραστικής και αποπροσανατολιστικής ακόμα και σε έκταση μικρότερη των πεντακοσίων πυκνοτυπωμένων σελίδων αυτού του βιβλίου.
Το βιβλίο του Ακρίβου µπορεί να θεωρηθεί και δείγµα µιας διαφαινόµενης τάσης να συνδεθεί το µοτίβο της περιήγησης ή περιπλάνησης στο ελληνικό τοπίο µε προβληµατισµούς γύρω από την ελληνική ταυτότητα. Στο ελλειπτικό ή και αποσπασµατικό µυθιστόρηµα του Δηµήτρη Νόλλα «Το ταξίδι στην Ελλάδα» ο ήρωας, ξενιτεµένος στη Γερµανία, περιφέρεται στη Μακεδονία του 1963 αναζητώντας µια αινιγµατική γυναίκα, η οποία φαίνεται να είναι προσωποποίηση των ετερόκλητων πολιτισµικών στοιχείων, των ιστορικών αντιθέσεων και των αντιφατικών συµπεριφορών που παρελαύνουν µπροστά του στη διάρκεια του ταξιδιού του. Στο περισσότερο συνεκτικό, δοµικά και γλωσσικά, «Η άσκηση του Ροτ» της Βασιλικής Ηλιοπούλου, ίσως το αρτιότερο µυθιστόρηµα της χρονιάς, ένας άλλος µέτοικος στη Γερµανία περιπλανιέται στην Αθήνα της Κρίσης προσπαθώντας να συναρµολογήσει τα θραύσµατα της αποδιοργανωµένης µνήµης του, µετέωρος (όπως η Ελλάδα) ανάµεσα σε διαφορετικές κουλτούρες και διαφορετικούς χρόνους.
Αντίθετα, η ελληνική Ιστορία δεν ενέπνευσε στους πεζογράφους μας καινούργιους προβληματισμούς. Στο πολιτικό-αστυνομικό θρίλερ του Νίκου Δαββέτα «Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη» ο συγγραφέας μάλλον παίζει με το ιστορικό υλικό του παρά το παίρνει σοβαρά. Δεν κάνει το ίδιο η Ελενα Χουζούρη στο «Δυο φορές αθώα», συνέχεια του προηγούμενου (πολύ πετυχημένου) μυθιστορήματός της «Πατρίδα από βαμβάκι», αλλά εδώ η εξιστόρηση των μετεμφυλιακών παθών της ελληνικής Αριστεράς αφήνει τη γνώριμη από άλλα, παρόμοιου θέματος βιβλία γεύση θρηνητισμού και αυτολύπησης. Πολύ πιο πίσω στο παρελθόν, συγκεκριμένα στα ενετοκρατούμενα Επτάνησα, γυρίζει η Μαρία Σκιαδαρέση με το «Χάλκινο γένος», καλογραμμένο όπως όλα τα βιβλία αυτής της συγγραφέως, αλλά με χαρακτήρα που θυμίζει μάλλον ταινία εποχής. Ακόμα πιο πίσω, στην αρχαιότητα, ανατρέχει η νεότατη Γεωργία Γαλάνη με το δεύτερο βιβλίο της, «Η κατάρα των Ελλήνων», γλωσσικά και πραγματολογικά πολύ καλά δουλεμένο για μια 22χρονη (έστω και πτυχιούχο αρχαιολόγο), αλλά με ματαιωμένη την επαγγελία του ν’ αφηγηθεί την εκστρατεία του Ξέρξη από περσική σκοπιά, αφού αυτό που προκύπτει είναι στην πραγματικότητα η ελληνική οπτική από περσικά μάτια.
Αξιοπαρατήρητη στην πεζογραφική παραγωγή του 2013 είναι η χλωμή παρουσία της πολύ δραστήριας, τουλάχιστον επικοινωνιακά, γενιάς των σαραντάρηδων, οι περισσότεροι από τους οποίους άλλωστε υπολείπονται σταθερά των πρώτων κατακτήσεών τους. Στο μυθιστόρημά του «Το ελάχιστο ίχνος» ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης ξεκίνησε με μια ωραία ιδέα (τη συντριπτικά συνειδητοποιημένη υστέρηση ενός φιλόδοξου κι εργατικού αλλά μέτριου καλλιτέχνη απέναντι σ’ έναν χαρισματικό, αλλά χωρίς καλλιτεχνικές φιλοδοξίες φίλο του), γρήγορα όμως την εγκατέλειψε για κάτι που είναι μάλλον ένα οικογενειακό μελό. Η Δήμητρα Κολλιάκου, εγκατεστημένη εδώ και χρόνια στη Δυτική Ευρώπη, μοιάζει να επιβεβαιώνει με «Το πρόσωπο του ουρανού» ότι η ζωή της στο εξωτερικό δεν βοηθάει πολύ την έφεσή της στη μαγεία του παραμυθιού και ότι οι εξεζητημένες ή αδιάφορες συλλήψεις έχουν πάρει τη θέση της γοητευτικής αφέλειας των πρώτων βιβλίων της. Στο «Ζούμε τις τελευταίες μας μέρες» του Θανάση Χειμωνά η Αθήνα της Κρίσης γίνεται, χωρίς ουσιαστική οργανική σύνδεση, το φόντο ενός ακόμη από τους παράξενους έρωτες που επινοεί αυτός ο συγγραφέας, με τις προσφιλείς του αιφνίδιες, ανεξήγητες εξαφανίσεις και επανεμφανίσεις του ενός από τα δύο εμπλεκόμενα πρόσωπα.
Σε παράδοξο κοντράστ με την προηγούμενη ομάδα, άφησαν σαφώς ζωηρότερο αποτύπωμα οι κατά πολύ πρεσβύτεροι ζώντες «κλασικοί» της πεζογραφίας μας. Ο αειθαλής Μένης Κουμανταρέας ξάφνιασε (ευχάριστα) με το «Θάνατος στο Βαλπαραΐζο», έναν διαλογικό απολογισμό του ετοιμοθάνατου Εριχ Χόνεκερ για το ιδεολογικό πιστεύω του, τη θητεία του ως ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας, αλλά και για τα αλληλοσυγκρουόμενα ανθρώπινα συναισθήματά του. Οχι λιγότερο ακμαίος ο Βασίλης Αλεξάκης του «Μικρού Ελληνα», ξαναζωντανεύει, στην αναγκαστική μετεγχειρητική ακινησία του στο Παρίσι, τον περιπετειώδη κόσμο της παιδικής φαντασίας του και μας υπενθυμίζει μέσα από την αέρινη ακολουθία συνειρμών που χαρακτηρίζει τη γραφή του ότι τα ωραιότερα όνειρά μας είναι ζυμωμένα με τα υλικά των παραμυθιών και των «ταπεινών» αναγνωσμάτων που μας συντρόφευαν, όταν ήμασταν παιδιά. Στους «Πλανόδιους θεριστές» η Ευγενία Φακίνου στέλνει πάλι την ηρωίδα της σε μια από εκείνες τις ρεαλιστικά παραμυθένιες περιπλανήσεις στην ελληνική ύπαιθρο που σφραγίζουν τα μυθιστορήματά της, γεμάτες παράξενες συναντήσεις, αινιγματικά συμβάντα και ερημωμένους τόπους με μια απόκοσμη, στοιχειωμένη σαγήνη.
Καλές επιδόσεις και από συγγραφείς που εμφανίστηκαν στη λογοτεχνική σκηνή σε σχετικά όψιμη ηλικία. Ο Τηλέμαχος Κώτσιας, έπειτα από μερικές βεβιασμένες απόπειρες να προσαρμόσει τις βορειοηπειρώτικες καταβολές του στη νεοελληνική αστική πραγματικότητα, το κατάφερε επιτέλους με τον «Κώδικα τιμής», όπου η βεντέτα ανάμεσα σε δύο αλβανικά σόγια διεισδύει, με όλη την ανατριχιαστική ακρίβεια του σχετικού εθιμικού κώδικα, σ’ ένα ελληνικό κοινωνικό περιβάλλον που την κάνει να φαίνεται ακόμα πιο παράλογη. Με το «Αγρια Δύση», το πιο οικουμενικό στη σύλληψη και κατά το μεγαλύτερο μέρος του έξοχο στην εκτέλεση μυθιστόρημα της χρονιάς, ο Μιχάλης Μοδινός παρουσιάζει, με συχνά συγκλονιστικό τρόπο, την αποτυχία του δυτικού πολιτισμού, λυδία λίθος του οποίου γίνεται η σχέση του με τη φύση ως ζώσα δύναμη, που περιλαμβάνει και την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη.
Από τις νέες φωνές δεν είχαμε κάτι εντυπωσιακό ή ιδιαίτερα ελπιδοφόρο. Πέρα από εκείνες που μνημονεύσαμε ήδη θα ξεχωρίσουμε την ενδιαφέρουσα για τον προβληματισμό της μελλοντολογική δυστοπία του Νίκου Α. Μάντη «Αγρια Ακρόπολη». Το πρώτο βιβλίο του Λευτέρη Καλοσπύρου, το μυθιστόρημα «Η μοναδική οικογένεια», έχει μερικές από τις τυπικότερες αδυναμίες ενός πρωτόλειου: υπερβολή, επίδειξη λογοτεχνικών και άλλων γνώσεων, σύγχυση στη σύλληψη και την κατασκευή. Τα διηγήματα του Δημοσθένη Παπαμάρκου στη συλλογή «ΜεταΠοίηση» διακρίνονται από μια επιτηδευμένη, ποζάτη θανατολαγνεία. Σε μια άλλη συλλογή διηγημάτων, τα «Γυμνά τρολ» του Στέλιου Παπαγρηγορίου, αφθονούν οι σαδιστικοί φόνοι, το ωμό σεξ, η μαγκιά και η… κλασική μουσική, όλα αυτά κάθε φορά στην ίδια ελαφριά συσκευασία.
Εχουμε ήδη περάσει στη μικρή φόρμα, με την οποία και θα τελειώσουμε. Στα διηγήματα της συλλογής «Το ωραίο ατύχημα» ο Τάσος Γουδέλης συνεχίζει, χωρίς να προσθέτει κάτι καινούργιο, την περιγραφή ρευστών καταστάσεων, όπως τις αντιλαμβάνεται μια μισοναρκωμένη συνείδηση. Στη νουβέλα «360» ο Αχιλλέας Κυριακίδης, ηδονικά εγκλεισμένος στον μπορχεσιανό λαβύρινθο, παρακολουθεί τις τροχιές πολλών διαφορετικών ανθρώπων, που συγκλίνουν και συναντιούνται στη σκηνή ενός τροχαίου ατυχήματος. Ωστόσο έχει κανείς την αίσθηση ότι πρόκειται μάλλον για κατασκευαστική άσκηση παρά για κάτι βαθύτερο. Αντίθετα, έχουν βάθος τα ωραία, σύντομα αφηγήματα του Κώστα Μαυρουδή στον τόμο «Η αθανασία των σκύλων», όπου το συμπαθές, πανταχού παρόν τετράποδο γίνεται με λεπτό τρόπο γεωμετρικός τόπος και μέσο σχολιασμού προσωπικών αναμνήσεων του συγγραφέα, αισθητικών βιωμάτων του, ιστορικών επεισοδίων και των εσωτερικών αλλαγών που φέρνει στον άνθρωπο το πέρασμα του χρόνου.