«Εις το χωρίον Τσαπουρνιά της Ελασσώνος ο ληστής Γιαγκούλας μετά δύο ετέρων, την 1ην τρέχοντος εφόνευσε τον ιδιώτην Αθανάσιον Πάικον, κάτοικον του χωρίου τούτου. Την επομένην εις το ίδιον χωρίον εφόνευσε τον ανθυπομοίραρχον Αποστόλου του αποσπάσματος Ελασσώνος. Εντεύθεν διετάχθησαν τα αποσπάσματα Αικατερίνης και Σερβίων καθώς και αι γειτνιάζουσαι αρχαί χωροφυλακής να λάβωσι τα κατάλληλα μέτρα διά την εξόντωσίν του εάν καταφύγη (!) εις την δικαιοδοσίαν των. Ο υπασπιστής ΑΔΧ Μακεδονίας, Γ. Μαγιάκος, Μοίραρχος».
Το παραπάνω περιστατικό εκτυλίχθηκε το μακρινό 1925. Εβδομήντα εφτά χρόνια μετά το διπλό φονικό ο συγγραφέας Βασίλης Τζανακάρης –εκδότης για 34 χρόνια του σερραϊκού περιοδικού «Γιατί» –επισκέπτεται την Τσαπουρνιά Ελασσόνας στο πλαίσιο έρευνάς του για την κοινωνική ληστεία που μεταπλάστηκε στο βιβλίο «Τα παλικάρια τα καλά συντρόφοι τα σκοτώνουν». «Ζούσε ακόμη ο τότε πιτσιρικάς που οδήγησε τον Γιαγκούλα στο σπίτι όπου στη συνέχεια σκότωσε τον ανθυπομοίραρχο Αποστόλου. Το 2002 ο πιτσιρικάς πια ήταν ένας γέροντας. Η γυναίκα του όμως, με απόλυτο και λακωνικό τρόπο, μου είπε πως ο άνδρας της δεν θέλει να μιλήσει για το περιστατικό. Ενιωσα πως ακόμη φοβόντουσαν τον ληστή Φώτη Γιαγκούλα», σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο Βασίλης Τζανακάρης, τώρα που η απολαυστική μελέτη του «Φώτης Γιαγκούλας: Ο απέθαντος» (573 σελίδων) βρίσκεται ήδη στα βιβλιοπωλεία, και προσθέτει ή απομυθοποιεί στο φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας μέσα από την περίπτωση του Γιαγκούλα (του πλέον «ωραίου των ορέων» που είχε ως βασίλειό του τον Ολυμπο).
Παράλληλα, το μυθιστόρημα «Αετοί και Λύκοι» του ηπειρώτη συγγραφέα Βαγγέλη Κούτα, που επίσης έχει κυκλοφορήσει και πυροδοτήσει τις δικές του ζυμώσεις, έχει ως όχημα την ιστορία των αδελφών Γιάννη και Θύμιου Ρέντζου, θρυλικών κοινωνικών ληστών της Ηπείρου που άφησαν εποχή με την αιματηρή επιχείρησή τους εναντίον της χρηματαποστολής της Εθνικής Τράπεζας (σημειώστε το ποσό για το τότε έτος 1926: 15 εκατομμύρια δραχμές…).
Και μοιραία, το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας επανέρχεται στο προσκήνιο μαζί με όλους τους δορυφόρους του, όπως οι μύθοι και οι υπερβολές που τροφοδότησαν τη λαϊκή φαντασία και δημοσιογραφία της εποχής ή ακόμη και τα μεταγενέστερα ιδεολογήματα («οι κοινωνικοί ληστές ήταν οι Ρομπέν των Δασών της εποχής τους») που συνόδευσαν μεταπολιτευτικά κυρίως την εκάστοτε εγκληματική τους δράση.
ΑΠΟ ΤΟ 1833. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: Με δυο λόγια, η κοινωνική ληστεία αποκρυσταλλώνεται μετά το 1833 και με πρωταγωνιστές τους αδικημένους από τον Οθωνα κλέφτες και αρματολούς. Το φαινόμενο διαγράφει έναν κύκλο αίματος και απίθανων ιστοριών εκατό χρόνων μέχρι και το 1935-1936 και τη δικτατορία Μεταξά και τελευταίες περιπτώσεις θεωρούνται εκείνες του Λιόλιου (που δηλητηριάζεται τρώγοντας ένα καρπούζι) και του εκ Χαλκιδικής Γιάννη Καρατζοβάλη.
Λιόλιος, Γκαντάρας, Μπασμπάνης, Περικλής Παπαγεωργίου (ο πιο αιμοβόρος), Τζατζάς, Ρεντζαίοι είναι μερικά μόνο ονόματα ληστών που δρουν σε μια ανολοκλήρωτη αστικά Ελλάδα και συχνά «φλερτάρουν» ή πριμοδοτούνται ευθέως από τις κρατικές δομές.
Η δράση τους, με το συχνά (και) κοινωνικό πρόσημο, πήρε τη μορφή θρύλου και ενέπνευσε δημοτικά και νεότερα τραγούδια –από το «Οι Ρεντζαίοι» του Βασίλη Σούκα μέχρι το σύγχρονο «Ο φωτογράφος των Τρικάλων» (Α. Μάνθος) του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Εγινε σενάριο για λαϊκά φυλλάδια των αρχών του αιώνα και λαϊκά μυθιστορήματα. Εγινε παράσταση για Καραγκιόζη από τον Σωτήρη Σπαθάρη («Ο Γιαγκούλας») και βέβαια συνέβαλε να γίνουν δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ ψέματος και αλήθειας (η λαϊκή φαντασία και δημοσιογραφία των αρχών του 20ού αιώνα συνέλαβε με τη φαντασία της μέχρι και συνέδριο ληστών ή και πολλούς θανάτους του Φώτη Γιαγκούλα πριν τον έναν και αληθινό ή ακόμη πως και η Μαρία η Πενταγιώτισσα υπήρξε λησταρχίνα).
Υπάρχει όμως κάτι βαθύτερο, που τώρα με τις δύο εκδόσεις για την κοινωνική ληστεία, μπορεί να αποκωδικοποιηθεί σε σχέση με το σήμερα: «Η συχνή αφαίρεση νομιμοποιητικού βάθρου του κράτους συνδέεται και με την παράδοση της κοινωνικής ληστείας. Η σύγχυση ανάμεσα στο δίκαιο και στο “δικό μου” είναι ένα φόντο που τροφοδοτεί αυτά τα φαινόμενα μέσα στη συνέχεια του ελληνικού κράτους», σημειώνει ο σκηνοθέτης του θεάτρου Βασίλης Παπαβασιλείου που έχει επιφορτιστεί αυτές τις ημέρες με την παρουσίαση της μελέτης του Τζανακάρη στον Ιανό και πυρετικά τη διαβάζει.
Οι περιπέτειες του Γιαγκούλα πέρασαν στη σφαίρα του μύθου. Και σήμερα αυτός και οι άλλοι ληστές με τις σπλάτερ ιστορίες τους επανέρχονται από το παράθυρο της λογοτεχνίας και του χρονικού για να «φωτίσουν» ίσως και κάτι από τις συλλογικές μας παθογένειες. Ας μην ξεχνάμε πως η κοινωνική ληστεία και ανομία φούντωσαν σε περιόδους πτώχευσης, ημιαναρχίας και κατάρρευσης ή πρώιμης συγκρότησης των κρατικών δομών.

Ομοιότητες με τη 17Ν

«Από την έρευνά μου έχω βρει δεκάδες ομοιότητες ομάδων των ληστών ακόμη και με σύγχρονες τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως η 17η Νοέμβρη. Συχνά, έπειτα από κάποια δολοφονία, οι ληστές άφηναν συγχωροχάρτι ή επιστολή για τον λόγο που την έκαναν, ενώ δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως επίσης συχνά υπήρχε μια αντιεξουσιαστική χροιά, αφού μάχονταν κατά των οργάνων του κράτους, όπως των φοροεισπρακτόρων. Ο Ελληνας της επαρχίας των τελών του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού στέναζε κάτω από το κνούτο του πλούσιου κτηματία, του φοροεισπράκτορα, του χωροφύλακα», επισημαίνει ο Βασίλης Τζανακάρης.