Τριάντα χρόνια από τον θάνατο του ενός και εκατόν ένα από τη γέννηση του άλλου, οι δύο δημιουργοί παραμένουν πεδία ανοιχτά για νέους ομοτέχνους τους που ανακαλύπτουν το έργο τους και σταθερή αναφορά για το κοινό, τα κέντρα και την έρευνα
Πού βρίσκονται σήµερα οι λαϊκοί δηµιουργοί Γιάννης Παπαϊωάννου και Βασίλης Τσιτσάνης; Εκατόν ένα χρόνια ακριβώς από τη γέννηση του πρώτου στην Κίο της Μικράς Ασίας (18 Ιανουαρίου 1913) και τριάντα από τον θάνατο του δεύτερου στο Λονδίνο (18 Ιανουαρίου 1984), η ερώτηση δεν είναι µεταφυσική.
Εξάλλου το έργο και των δύο, τα δημοφιλή τραγούδια τους (και ταξίμια τους, ειδικά του Παπαϊωάννου) επανέρχονται παρηγορητικά ή ψυχαγωγικά στη σημερινή ρευστή μουσική και πολιτισμική συνθήκη ή και αποτελούν όχημα για διασκευές, μελέτη, επανεκτελέσεις από τους νεότερους καλλιτέχνες όλων των ρευμάτων.
Κρατήστε αυτό το τελευταίο, αφού το πιο πρόσφατο εγχείρημα διασκευής του τσιτσανικού έργου, για παράδειγμα, ήλθε από την άλλη όχθη του τραγουδιού. Ο Vassilikos εξάλλου είναι αυτός που στον δίσκο του «Sunday Cloudy Sunday» επιχειρεί να διασκευάσει δώδεκα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη ή για την ακρίβεια να τα μεταφράσει σε ηλεκτρονικούς ήχους, διατηρώντας τη φόρμα των μελωδιών και πυροδοτώντας ακόμη και αντιδράσεις από μέρους του κοινού.
Με πιο συμβατικά (αλλά όχι λιγότερο ευφάνταστα) μέσα προσεγγίστηκε και ο έτερος δημιουργός από τη νεότερη γενιά, αφού το γκρουπ Café Aman Istanbul διασκεύασε πρόσφατα το «Ανοιξε, άνοιξε» του Παπαϊωάννου παίζοντάς το με πολύ θερμή ανταπόκριση του κοινού και στην Τουρκία.
Οι δύο δημιουργοί (τώρα φαίνεται να αξιολογείται η συμβολή και του Παπαϊωάννου, αν και ακόμη απαιτούνται χιλιόμετρα αποκωδικοποίησης) είναι σαν να μην έφυγαν ποτέ, αφού παραμένουν οι βασικοί πυλώνες για τους φορείς της μαζικής διασκέδασης –από μεγάλα νυχτερινά κέντρα μέχρι τα ουζερί χωρίς μικρόφωνο, όπου δεκάδες νέοι μπουζουξήδες και μουσικοί φτιάχνουν για όλη την αθηναϊκή ή σαλονικιώτικη εβδομάδα μια λαϊκή διασκέδαση μικρής κλίμακας με ψαγμένο ρεπερτόριο (ένα σερφάρισμα στον ιστότοπο aptaliko events που συγκεντρώνει όλα τα λάιβ αρκεί).
Παράλληλα, το Μουσείο Τσιτσάνη στα Τρίκαλα προχωράει και αναμένεται η προκήρυξη τον Μάρτιο που θα επιτρέψει στον εργολάβο να εγκατασταθεί και να ξεκινήσει τα έργα, αφού ο συνθέτης επιστρέφει στη γενέτειρά του και το αρχείο του βρίσκει στέγη στις παλιές φυλακές. Μέχρι τότε το μεγάλο κομμάτι του αρχείου του δημιουργού θα παραμένει στον Μύλο Ματσόπουλου, στη γενέτειρά του.
Και αν ο Τσιτσάνης – που είναι στα πρώτα ονόματα της ΑΕΠΙ σε απόδοση πνευματικών δικαιωμάτων – φαίνεται πως τιμάται και αποτελεί έμπνευση για τολμηρές διασκευές (προσθέστε εδώ το «Ακρογιαλιές – δειλινά» που «πειράχτηκε» από τους σερφ ροκ Dirty Fuse ή την «Αχάριστη» από τους Ελελεύ, τις διασκευές των Ιμάμ Μπαϊλντί, τις επανεκτελέσεις της Ελεωνόρας Ζουγανέλη ή ακόμα πιο πρόσφατα τη συλλογή διασκευών «Ρετρόπολις», που βέβαια περιέχει τον τρικαλινό συνθέτη) ή το στοίχημα για καταξιωμένους και μεγάλους συνθέτες (θυμίζω πως ο Σταύρος Ξαρχάκος συμπράττει προσεχώς στην Ιερά Οδό με την Ελένη Βιτάλη με αφιέρωμα στον Τσιτσάνη), ο Γιάννης Παπαϊωάννου είναι μια υποφωτισμένη περίπτωση.
Πολύ πρόσφατα φαίνεται πως κάπως αποκρυσταλλώνεται η βαθύτατη επιρροή του στα παιξίματα και στη δεξιοτεχνία νεότερων μπουζουξήδων, αφού εκτός από συνθέτης μεγάλων επιτυχιών (όπως το «Πέντε Ελληνες στον Αδη» ή το «Πριν το χάραμα») υπήρξε ένας μεγάλος και επιδραστικός σολίστας (ακούστε το οργανικό «Σούρουπο στις Τζιτζιφιές» για μια πρώτη γεύση).
Παράλληλα, 41 χρόνια από το αιφνίδιο και τραγικό τέλος του (σκοτώθηκε σε τροχαίο το ξημέρωμα της 31ης Αυγούστου του 1972 κι ενώ μετά τη δουλειά του επέστρεφε στο σπίτι του), έμεινε στα σκαριά ένα σχέδιο για σίριαλ με τη ζωή του στην πάλαι ποτέ ΕΡΤ ενώ σήμερα, 101 χρόνια από τη γέννησή του, δεν προγραμματίστηκε ούτε ένα αφιέρωμα.
Η οικογένειά του είναι επίσης πικραμένη για έναν παραπάνω λόγο: «Σήμερα, ενώ ο κόσμος τραγουδάει τις επιτυχίες του πατέρα μου, ενώ αποδίδονται αρκετά χρήματα σε εμάς από τα δικαιώματα στην ΑΕΠΙ, από το υπουργείο Πολιτισμού ποτέ δεν οργανώθηκε κάτι προς τιμήν του ή για τη μνήμη του. Αυτοί οι άνθρωποι που δούλευαν σκληρά στα πάλκα από τις 9 το βράδυ μέχρι τις 6 το πρωί, δεν παρήγαγαν πολιτισμό;» αναρωτιέται η κόρη του Χρύσα Παπαϊωάννου, που επιπροσθέτως αυτό τον καιρό βρίσκεται μαζί με τον αδελφό της Αντώνη σε αντιδικία με την οικογένεια Σπύρου Περιστέρη για την πατρότητα του τραγουδιού «Καραμπιπερίμ».
Αυτό είναι όντως μια άχαρη πλευρά για έναν δημιουργό όπως ο Παπαϊωάννου που, κατά γενική ομολογία, υπήρξε ο πιο καλός και γενναιόδωρος άνθρωπος του λαϊκού τραγουδιού.
Και μπορεί σήμερα ένα μόνο βιβλίο να αποτυπώνει τη δική του προφορικότητα και προσωπικότητα (το «Ντόμπρα και σταράτα» με επιμέλεια του Κώστα Χατζηδουλή), γύρω μας όμως αναπνέουν άνθρωποι που συνεργάστηκαν με τον συνθέτη. Και πάντα τον θυμούνται: «Ο Παπαϊωάννου ξεχώριζε απ’ όλους. Τα έδινε όλα και ήταν κύριος με τους συνεργάτες του. Ακόμη και τα λεφτά του. Ηταν ο πιο δοτικός άνθρωπος. Φώναζε τον σερβιτόρο και έλεγε “πήγαινε εκεί ένα μπουκάλι”. Μετά, ξανά. Προτιμούσε να κερνάει κάποιον που δεν είχε λεφτά παρά να παίρνει το μεροκάματο. Συνεργαστήκαμε μαζί για χρόνια στη Λουζιτάνια στην οδό Συγγρού, που ήταν ιδιοκτησίας Μαργωμένου, και αλλού, σε πολλά μαγαζιά. Πηγαίναμε μαζί και στις γιορτές, στα στρατόπεδα, στα φανταράκια. Βέβαια κάναμε και πλάκες. Εγώ συχνά έβαζα παραμάνες στο μαξιλάρι του στην ψάθινη καρέκλα του πάλκου. Σηκωνόταν και έπαιρνε μαζί του το μαξιλάρι. Μια φορά παρήγγειλε ένα κεφαλοτύρι από κάποιον. Εμείς αντικαταστήσαμε το τυρί με ένα… τούβλο. Κι εκείνος όμως μου έκανε πλάκες. Μια φορά στο κέντρο του Κουλουριώτη που δουλεύαμε έβαλε τον συνεργάτη του κιθαρίστα Ηλία Ποτοσίδη να υποδυθεί κάποιον στο τηλέφωνο που με καλούσε στην Αμερική. Ηταν και η εποχή που ήθελα να πάω σαν τρελή έξω. Πάντα κάναμε πλάκες, χωρίς παρεξήγηση», θυμάται μιλώντας στα «ΝΕΑ» η Καίτη Γκρέυ.
Και συμπληρώνει κάτι για το παίξιμο του Παπαϊωάννου: «Η μουργκάνα που έπαιζε δεν συγκρινόταν με κανενός άλλου. Το στυλ του κανείς δεν το έπιασε. Οταν έκανε ταξίμι αργά τη νύχτα, ανατρίχιαζες. Οταν πήρα τον Γιάννη Παλαιολόγου μπουζούκι μου, του ζήτησα να παίξει κάπως έτσι και όντως ήταν ο μόνος που του έμοιαζε».
Η Καίτη Γκρέυ, θρυλικό πρόσωπο του λαϊκού τραγουδιού, συνεργάστηκε και με τους δύο δημιουργούς (Παπαϊωάννου και Τσιτσάνη). Και αυτοί με τη σειρά τους συνεργάστηκαν σε πολλά κέντρα όπως στο Φαληρικόν. «Οταν έφυγαν αυτοί οι άνθρωποι, δεν ήθελα να ξαναδουλέψω», προσθέτει. Ηταν μάλιστα στο κέντρο Λουζιτάνια όταν δούλευε και με τους δύο για μια σεζόν (μαζί τους και η Ζωή Νάχη, πρώτη γυναίκα του Μανώλη Χιώτη), όταν ο Τσιτσάνης την κάλεσε στο αυτοκίνητό του (ένα Φολκσβάγκεν) και της έβαλε σε κασέτα να ακούσει το «Θέλω να είναι Κυριακή» που είχε γράψει για τη Μαρίκα Νίνου. «Οι ευρωπαϊστές συνθέτες σαν τον Κατσαρό με λάτρεψαν με αυτό το τραγούδι», λέει η Γκρέυ που επίσης έχει πει έναν τσιτσανικό ύμνο, τα «Ξένα χέρια» (ύμνος της υιοθεσίας για πολλούς και φορτισμένο ερμηνευτικά από την ίδια ως παιδί υιοθετημένο). Κάπως έτσι, εξάλλου, γράφονταν τα τρίλεπτα διαμάντια της μεταπολεμικής Ελλάδας, είτε από το υπόγειο της Γλυφάδας όπου εργαζόταν ο Τσιτσάνης είτε από το γραφειάκι στο σπίτι του στις Τζιτζιφιές ο Παπαϊωάννου (όπου στεκόταν κέρβερος απ’ έξω η γυναίκα του Ευδοξία και γνωρίζοντας όλοι πως εκείνη η στιγμή που έγραφε ή έπαιζε ήταν ιερή).
Και νέα στοιχεία σήμερα έρχονται στο φως από ερευνητές ή συλλέκτες, αφού, ας μην ξεχνάμε, στερούμαστε Εθνικού Αρχείου Μουσικής που θα συστηματοποιούσε τα συμπεράσματα. Ο Θεόφιλος Αναστασίου, συγγραφέας των Απάντων του Τσιτσάνη, προσθέτει μέσα από τις 35 συνεντεύξεις που ο μέγας Τρικαλινός έδωσε σε δημοσιογράφους και ο ίδιος συγκέντρωσε και έχει υπό έκδοση: «Αποτυπώνονται η δύναμη, η θέληση, η επιμονή και ο τρόπος που υπερασπίζεται όχι τον εαυτό του αλλά το λαϊκό τραγούδι συνολικά. Επιμένει επίσης, ίσως με μια υπερβολή, αφού παρθενογένεση στην τέχνη δεν υπάρχει, πως το έργο του είναι πρωτογενές. Ισχυρίζεται πως δεν δανείστηκε στοιχεία από πουθενά», δηλώνει στα «ΝΕΑ» ο Αναστασίου, ενώ μας ενημερώνει ότι κι άλλα τραγούδια πρόσφατα ταυτοποιήθηκαν ότι ανήκουν στον Τσιτσάνη, όπως το «Χρόνια πολλά σε λάτρευα» με τη Μαρίκα Νίνου, επιβεβαιώνοντας ότι το πεδίο δημιουργίας των λαϊκών συνθετών παραμένει άγνωστο, η μνήμη τους ζώσα, αλλά και η γόνιμη αναμέτρηση με το έργο τους ανοιχτή.