Η επικήρυξη διατρέχει τον συλλογικό βίο από τα τέλη του 19ου αιώνα. Μιλώντας πάντα για ποινική εγκληματική δράση, το νεοσύστατο νεοελληνικό κράτος επικήρυσσε συχνά τους λήσταρχους της μετεπαναστατικής εποχής (μετά το 1833 ειδικότερα). Ο τελευταίος, για παράδειγμα, λήσταρχος που καταγράφεται είναι ο Γιάννης Καρατζοβάλης που δρούσε στην ευρύτερη περιοχή της Χαλκιδικής. Γεννήθηκε το 1888 και επικηρύχθηκε το 1918 με 2.000 δραχμές για τη σύλληψή ή την εξόντωσή του και 1.000 για όποιον βοηθούσε σε αυτήν, όπως αλιεύουμε από τη μελέτη του Βασίλη Τζανακάρη «Φώτης Γιαγκούλας, ο Απέθαντος». Βεβαίως όλοι οι λήσταρχοι ήταν επικηρυγμένοι, όπως ο Γιαγκούλας (φωτογραφία) ή ο Περικλής Παπαγεωργίου ή ο Θωμάς Γκαντάρας ή ο καπετάν Λιόλιος. Κρατήστε όμως μια λεπτομέρεια για τον Καρατζοβάλη: το καθεστώς Μεταξά αύξησε την επικήρυξη, που είχε ανέλθει σε 30.000 δραχμές, σε 450.000 δραχμές. Πολύ γρήγορα –και δεν είναι τυχαίο –ο ίδιος θα χάσει τη ζωή του έπειτα από ανθρωποκυνηγητό και το κεφάλι του θα κοπεί ως μακάβριο τρόπαιο.
Λίγο νωρίτερα, το 1926, είχαν επικηρυχθεί οι αδελφοί Γιάννης και Θύμιος Ρέτζος με το μυθικό ποσό των 2 εκατ. δραχμών ως «εγκέφαλοι» της αιματηρής ληστείας της χρηματαποστολής της Εθνικής Τράπεζας στην Πέτρα της Πρέβεζας. Και αν η περίοδος που επικηρύττονταν οι λήσταρχοι ολοκληρώνεται το 1936, υπάρχουν και περιπτώσεις μεταγενέστερα. Ετσι, το 1973 και έπειτα από δύο ληστείες τραπεζών και μία απόδραση, η Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών επικήρυξε τον Θεόδωρο Βενάρδο (τον «ληστή με τις γλαδιόλες») για 200.000 δραχμές («διά την αποτελεσματικήν κατάδοσιν εις τα Αρχάς») και 300.000 για τη σύλληψή του. Η Αστυνομία πρόλαβε να τον συλλάβει χωρίς να μεσολαβήσει πληροφοριοδότης.
Δημήτρης Ν. Μανιάτης