Στέκουν εδώ και 26 αιώνες επί της υποδοχής του Ιερού Βράχου. Κίονες από πεντελικό μάρμαρο τους οποίους οι περισσότεροι από το ένα εκατομμύριο επισκέπτες που φθάνουν ώς την Ακρόπολη κάθε χρόνο στη χειρότερη περίπτωση τους προσπερνούν και στην καλύτερη τους κοιτάζουν με θαυμασμό και τους εντάσσουν ως φόντο στις αναμνηστικές τους φωτογραφίες.

Αν όμως στέκονταν για λίγα λεπτά μπροστά στους κίονες της μνημειακής εισόδου της Ακρόπολης –των Προπυλαίων –ίσως τους «άκουγαν» να «διηγούνται» ιστορίες από το παρελθόν και να προσθέτουν πολύτιμες πληροφορίες στο ιστορικό παζλ της Αθήνας.

«Είναι αποσπάσματα έναρθρου λόγου, μαρτυρίες ανθρώπινης παρουσίας και δράσεις» λέει στα «ΝΕΑ» ο δρ αρχιτέκτων και τέως υπεύθυνος των αναστηλωτικών εργασιών στα Προπύλαια Τάσος Τανούλας, ο οποίος κατέγραψε με υπομονή περισσότερα από 100 γκραφίτι, χαράγματα δηλαδή, στους κίονες των Προπυλαίων. Και τα παρουσίασε χθες σε ομιλία του στην Ακαδημία Αθηνών στη μνήμη του ιδρυτή του Κέντρου Ερευνας της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Τέχνης της Ακαδημίας Αθηνών Μανόλη Χατζηδάκη.

Στρατιωτικοί, αξιωματούχοι –σπαθάριοι και δρουγγάριοι -, προσωπικότητες με πολιτικά αξιώματα –σχολάριοι, οψικιανοί, χαρτουλάριοι και νοτάριοι –ή και εκκλησιαστικά, όπως πρεσβύτεροι και πρωτοψάλτες, έχουν αφήσει το στίγμα τους πάνω στους κίονες, δίπλα σε απλούς σταυρούς, επικλήσεις, ιδεογράμματα πλοίου – σύμβολα της Εκκλησίας, αλλά και απλοί πολίτες, όπως ο «Ιωάννης Ταπηνός κε αμαρτολός», έχουν αφήσει το στίγμα τους πάνω στους κίονες των Προπυλαίων. Κάποια είναι σύντομα αφηρημένα αποτυπώματα περαστικών που τα χάραξαν μόνοι τους με ευκολία. Και άλλα –κυρίως αυτά με μνείες θανάτων που ήταν και τα μεγαλύτερα σε μέγεθος –χαράχθηκαν από επαγγελματίες.

Τα αρχαιότερα από τα σωζόμενα χαράγματα ανάγονται στη ρωμαϊκή ή υστερορρωμαϊκή περίοδο, αλλά το κύριο σώμα είναι γραμμένο στα ελληνικά και χρονολογείται πριν από τη Λατινοκρατία, κάπου μεταξύ των ετών 1064 και 1171. Και αν με την πρώτη ματιά μοιάζουν ως απλή παράθεση ονομάτων, αξιωμάτων ή επικλήσεων, η αξία τους είναι πολύτιμη για τη μελέτη της μεσαιωνικής Αθήνας, σύμφωνα με τον ερευνητή, διότι από την εποχή που εντοπίστηκαν τα πρώτα –στα τέλη του 19ου αιώνα –«αποτέλεσαν ικανά τεκμήρια της συνεχούς παρουσίας ελληνόφωνων στην Αττική κατά τον Μεσαίωνα και ισχυρό όπλο ενάντια στις θεωρίες του Φαλμεράιερ που υποστήριζε ότι η Αττική είχε παραμείνει ακατοίκητη επί αιώνες» εξηγεί ο Τάσος Τανούλας.

Ανάμεσά τους υπάρχουν και κάποια διαφορετικά. Το χάραγμα που άφησε «ένας αγωνιστής του 1821» με το όνομά του –Γεώργιος Θωμόπουλος -, δύο ιταλικές αναφορές από την περίοδο της Κατοχής (Remo 14-8-42) και μια λαϊκή ζωγραφιά που δείχνει μια γυναίκα με κεφαλόδεσμο να κρατά καράφα και ποτήρι και πίσω της ένα άλογο.

Γιατί όμως δεν τα βλέπουμε με την πρώτη ματιά; «Επειδή είναι χαραγμένα με λεπτό αιχμηρό εργαλείο και ο ανυποψίαστος θεατής αντιλαμβάνεται την αρχική επιφάνεια ως άθικτη».