Η ελληνική παρουσία στις βόρειες και δυτικές ακτές του Ευξείνου Πόντου, στη Χερσόνησο της Κριμαίας και γύρω από την Αζοφική Θάλασσα χρονολογείται ήδη από τον 8ο π.Χ. αιώνα. Η Ηράκλεια Ποντική ή Χερσώνα Ταυρίας (σημερινή Σεβαστούπολη) και η Ολβία ήταν μερικές μόνο από τις πόλεις και τους οικισμούς που ίδρυσαν οι έλληνες άποικοι από τη Μικρά Ασία και ιδίως τη Μίλητο. Σιτηρά, ψάρια, ξυλεία και δέρματα προμηθεύονταν κυρίως οι Ελληνες από τους ντόπιους, ενώ πουλούσαν συνήθως κρασί, ακριβά υφάσματα και πολύτιμα κοσμήματα.
Δίπλα στις αρχαίες εγκαταστάσεις από τους Δωριείς και τους Ιωνες προστέθηκαν νέες την περίοδο του Βυζαντίου, όταν καλλιεργήθηκαν στενές πολιτιστικές και εκκλησιαστικές σχέσεις ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και το Κίεβο. Η πόλη της Χερσώνας εξελίχθηκε τότε στο πιο σημαντικό εμπορικό και πολιτισμικό σημείο επαφής ντόπιων και Βυζαντινών έως και την καταστροφή της από τους Τατάρους, τον 15ο αιώνα. Ουσιαστικά, το μεταναστευτικό ρεύμα από την ελληνική χερσόνησο προς την περιοχή του Ευξείνου – με εμπορικό κυρίως περιεχόμενο – δεν ανακόπηκε ποτέ.
Από το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα η περιοχή της Κριμαίας – η Ταυρική των αρχαίων – όπως και γενικότερα η γύρω περιοχή, αναβαθμίστηκε σημαντικά ως τελικός προορισμός ελλήνων πραματευτάδων και ναυτικών. Οι πόλεις Νέζιν και Λβοφ εξελίχθηκαν σε σημαντικά κέντρα ελληνικής παιδείας αλλά και εμπορικής δραστηριότητας. Στη Νέζιν ήταν μάλιστα εγκατεστημένη η οικογένεια των Ζωσιμάδων από τα Γιάννενα, οι οποίοι έγιναν γνωστοί για τις μεγάλες δωρεές τους αλλά και το εν γένει φιλανθρωπικό τους έργο τόσο στον τόπο διαμονής τους όσο και στη γενέτειρά τους. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, μόνο στη Νότια Κριμαία ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός έφτασε στις αρχές του 16ου αιώνα τις 19.000 σε σύνολο 36.000. Ωστόσο, τις επόμενες δεκαετίες άρχισε σταδιακά η συρρίκνωσή του, καθώς πολλοί ορθόδοξοι Ελληνες εγκατέλειψαν μαζικά την περιοχή για να προφυλαχθούν από τους μουσουλμάνους. Αμεση απόρροια στάθηκε η ανάπτυξη νέων αστικών κέντρων προς την ενδοχώρα.
Η «πριγκίπισσα Οδησσός»
Την άνοιξη του 1780 ξεκίνησε η οικοδόμηση της Μαριούπολης. Εναν χρόνο αργότερα οι Ελληνες της πόλης και των γειτονικών είκοσι χωριών ξεπέρασαν τις 15.000. Αρκετοί από αυτούς είχαν έρθει από τις περιοχές της Σινώπης και της Τραπεζούντας. Το 1794 ιδρύθηκε η «πριγκίπισσα Οντέσσα», η Οδησσός. Ηταν η εποχή της αυτοκράτειρας Αικατερίνης Β’ της Μεγάλης, η οποία προώθησε με συνέπεια τη ρωσική διείσδυση προς τις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας και τη Χερσόνησο της Κριμαίας. Η πληθωρική τσαρίνα υπήρξε γενναιόδωρη προς τους Ελληνες, αφού φρόντισε για την εγκατάσταση στην Οδησσό εκατοντάδων προσφύγων από την Πελοπόννησο και τον Μοριά μετά την αποτυχία των Ορλωφικών και του Λάμπρου Κατσώνη, παραχωρώντας τους σειρά προνομίων. Τουλάχιστον 15.000 Ελληνες εγκαταστάθηκαν μέσα στην επόμενη δεκαπενταετία. Σύντομα η πόλη εξελίχθηκε στο σπουδαιότερο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο του Ελληνισμού της περιοχής. Οι Θεόδωρος Ροδοκανάκης, Στέφανος Ράλλης, Αλέξανδος Ζαρίφης, Γρηγόριος Μαρασλής, Νικόλαος Μαυροκορδάτος, Δημήτριος Βικέλας και Γιάννης Ψυχάρης υπήρξαν ορισμένοι μόνο από τους Ελληνες που δραστηριοποιήθηκαν στην Οδησσό. Η κορυφαία, ωστόσο, στιγμή του Ελληνισμού της πόλης αποτέλεσε η σύσταση το 1814 της Φιλικής Εταιρείας, η οποία προετοίμασε ιδεολογικά την Επανάσταση του 1821. Η περίοδος της Ελληνικής Επανάστασης υπήρξε χρονικά η τελευταία, κατά την οποία διατηρήθηκε το μεταναστευτικό ρεύμα από την ελληνική χερσόνησο προς τα βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου. Μάλιστα ο 20ός αιώνας εγκαινίασε μία περίοδο σταδιακής συρρίκνωσης των ελληνικών ερεισμάτων.
Ο Κριμαϊκός Πόλεμος
Το 1854 ο νεαρός ιρλανδός δημοσιογράφος Sir William Howard Russel στάλθηκε από τους Times του Λονδίνου ως πολεμικός ανταποκριτής στη Χερσόνησο της Κριμαίας όπου μαίνονταν οι συγκρούσεις ανάμεσα σε Ρώσους από τη μια μεριά και Αγγλους και Γάλλους από την άλλη. Για είκοσι δύο ολόκληρους μήνες ο Russel παρακολούθησε εκ του σύνεγγυς τις εχθροπραξίες, καταγράφοντας στις ανταποκρίσεις του τα δεινοπαθήματα του βρετανικού στρατού καθώς και το δράμα των στρατιωτών που πέθαιναν μαζικά από χολέρα. Οι ανταποκρίσεις του νεαρού Ιρλανδού συζητήθηκαν και στο βρετανικό Κοινοβούλιο, προκαλώντας ένταση ανάμεσα στους βουλευτές και οξεία κριτική εναντίον της κυβέρνησης. Συνετέλεσαν επίσης στην αποστολή στην Κριμαία μερικών δεκάδων βρετανίδων νοσοκόμων με επικεφαλής την Florence Nightingale.
Ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853-1856) υπήρξε επακόλουθο του Ανατολικού Ζητήματος, της διαμάχης δηλαδή των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής –κυρίως των Αγγλων, των Γάλλων, των Ρώσων και των Αυστριακών –για την τύχη του «μεγάλου ασθενούς», της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία είχε ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα εισέλθει σε μία προϊούσα παρακμή, μη αναστρέψιμη, όπως εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε. Αν και ο πόλεμος ξεκίνησε με αφορμή τη διαμάχη ορθοδόξων και καθολικών για τα θρησκευτικά προσκυνήματα στους Αγίους Τόπους, τα αίτιά του θα πρέπει να αναζητηθούν στο επίπεδο της γεωστρατηγικής, αφού οι Ρώσοι ήδη από την εποχή της Μεγάλης Αικατερίνης καταλαμβάνοντας την Κριμαία και οχυρώνοντας τη Σεβαστούπολη είχαν την πρόθεση να μετατρέψουν τον Εύξεινο Πόντο σε σφαίρα ρωσικής επιρροής και από εκεί, διαμέσου του ελέγχου των Στενών, να διεισδύσουν στη Μεσόγειο. Ενα τέτοιο ενδεχόμενο, όμως, υπονόμευε τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της Αγγλίας στον χώρο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, αλλά και της Γαλλίας που παραδοσιακά διατηρούσε προνομιακές οικονομικές σχέσεις με την Υψηλή Πύλη. Ετσι ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος όσο και μοιραίος.
Τα μέτωπα του πολέμου υπήρξαν πολλά, ωστόσο η εκστρατεία των αγγλογαλλικών στρατευμάτων στην Κριμαία, η οποία ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1854, με αντικειμενικό στόχο την κατάληψη της Σεβαστούπολης όπου βρισκόταν ελλιμενισμένος ο ρωσικός στόλος, έλαβε τη μεγαλύτερη δημοσιότητα. Η πολιορκία της Σεβαστούπολης διήρκεσε έναν περίπου χρόνο.. Αγγλοι και Γάλλοι στρατιώτες, παρά την ηρωική αντίσταση των Ρώσων, κατέλαβαν τελικά την πόλη. Ωστόσο οι απώλειές τους υπήρξαν τεράστιες, προσεγγίζοντας τους 130.000 άνδρες. Αξίζει επίσης να αναφερθεί πως στη διάρκεια της πολιορκίας της Σεβαστούπολης αρκετοί Ελληνες αλλά και εθελοντές, με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Πάνο Κορωναίο, πολέμησαν στο πλευρό των Ρώσων.
Παρόμοια δράση ανέπτυξε και το ελληνικό Τάγμα της Μπαλακλάβα, που ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα προσέφερε στρατιωτικές και αστυνομικές υπηρεσίες στους Ρώσους. Ιστορική έχει μείνει και η Μάχη της Μπαλακλάβα, τον Οκτώβριο του 1854. Η μάχη συγκλόνισε τη βρετανική κοινή γνώμη λόγω του αποδεκατισμού της βρετανικής ταξιαρχίας ελαφρού ιππικού, πιθανόν εξαιτίας παρερμηνείας των διαταγών που της είχαν δοθεί. Παρ’ όλο που η εκστρατεία στην Κριμαία έληξε χωρίς ουσιαστικό νικητή, η Ρωσία εξήλθε διπλωματικά ηττημένη καθώς με τη Συνθήκη των Παρισίων που υπεγράφη το 1856 η Μαύρη Θάλασσα ανακηρύχθηκε ουδέτερη περιοχή.
Οι συνολικές απώλειες των αντιμαχομένων μόνο στα μέτωπα της Κριμαίας υπήρξαν τεράστιες. Αγγλοι και Γάλλοι έχασαν περίπου 350.000 άνδρες, ενώ οι Ρώσοι άλλους 230.000. Πολλά από τα θύματα όμως δεν έπεσαν στα πεδία των μαχών, έχασαν τη ζωή τους από μολυσματικές ασθένειες και την έλλειψη επαρκούς νοσοκομειακής περίθαλψης. Η χρήση του τηλέγραφου –για πρώτη φορά σε τόσο ευρεία κλίμακα στην ευρωπαϊκή ιστορία -, η αποστολή πολεμικών ανταποκριτών καθώς και η προσπάθεια συγκρότησης έστω και υποτυπωδών νοσοκομείων δικαιολογημένα έχουν αναδείξει την εκστρατεία στην Κριμαία ως τον πρώτο σύγχρονο πόλεμο, με τους όρους βέβαια του 19ου αιώνα.
Οι Ελληνες της Νότιας Ουκρανίας και της Κριμαίας υπέστησαν τις συνέπειες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και της Επανάστασης των Μπολσεβίκων, όταν ο Λένιν με τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ παραχώρησε τις συγκεκριμένες περιοχές στους Γερμανούς. Με το τέλος του πολέμου τα εδάφη αυτά κατακτήθηκαν από τους Μπολσεβίκους και ενσωματώθηκαν στην ΕΣΣΔ. Τον Ιανουάριο του 1919, κατόπιν εντολής του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, ελληνικό εκστρατευτικό σώμα συνολικής δύναμης 23.551 ανδρών αποτελούμενο από τρεις μεραρχίες του Α’ Σώματος Στρατού με επικεφαλής τον υποστράτηγο Κωνσταντίνο Νίδερ αποβιβάστηκε στην Οδησσό έπειτα από αίτημα των Γάλλων με σκοπό να εμπλακεί στον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο συνδράμοντας τις αντικομμουνιστικές και πιστές στον τσάρο δυνάμεις που πολεμούσαν εναντίον των Μπολσεβίκων.
Η παραπάνω απόφαση του Βενιζέλου στόχευε στην εξασφάλιση της γαλλικής υποστήριξης στις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις στο Συνέδριο της Ειρήνης στο Παρίσι, που θα επαναχάραζε τον εδαφικό και συνοριακό χάρτη της Ευρώπης μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Το δέλεαρ υπήρξε αναμφίβολα μεγάλο, ωστόσο οι εξελίξεις στο μέτωπο δεν δικαίωσαν τις ελληνικές προσδοκίες. Οι σχετικές μελέτες έχουν καταδείξει την προχειρότητα στον σχεδιασμό αλλά και στην εκτέλεση της εκστρατείας. Οι Μπολσεβίκοι απέστειλαν ισχυρές δυνάμεις εναντίον των συμμαχικών στρατευμάτων, οι οποίες παρά την ηρωική αντίσταση που προέβαλαν γύρω από την Οδησσό και τη Χερσόνησο της Κριμαίας υποχρεώθηκαν να αναδιπλωθούν.
Τελικά, τον Απρίλιο του 1919 υπεγράφη ανακωχή ανάμεσα στους αντιμαχόμενους και δόθηκε στις στρατιωτικές δυνάμεις Ελλήνων και Γάλλων η εντολή απαγκίστρωσης. 398 νεκροί και 657 τραυματίες στάθηκε ο βαρύς φόρος αίματος που πλήρωσαν οι Ελληνες. Ομως το τίμημα αποδείχθηκε τελικά πολύ μεγαλύτερο. Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, όταν ο Μουσταφά Κεμάλ προσέγγισε τους Σοβιετικούς αναζητώντας βοήθεια, οι τελευταίοι ανταποκρίθηκαν παρέχοντάς του όπλα και πυρομαχικά. Προσέθεσαν έτσι κι αυτοί με τον τρόπο τους ένα λιθαράκι στην καταστροφή του μικρασιατικού Ελληνισμού.
Οι σταλινικές διώξεις
Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου οι ελληνικές κοινότητες παρουσίασαν μία αξιοσημείωτη πολιτιστική ανάπτυξη. Πέτυχαν ακόμη και την ανακήρυξη αυτόνομων σοβιετικών ελληνικών περιοχών (τρεις στην περιοχή της Μαριούπολης και μία στη Νότια Ρωσία). Ομως η πλήρης επικράτηση του σταλινισμού ανέτρεψε τις θετικές κατακτήσεις. Ιδιαίτερα τη διετία 1937-1938 οι Ελληνες αποτέλεσαν στόχο της αντιμειονοτικής πολιτικής του καθεστώτος, ενώ η ελληνική παιδεία τέθηκε εκτός νόμου και οι αυτόνομες περιοχές καταργήθηκαν. Υπολογίζεται ότι περίπου 20.000 Ελληνες από όλη την ΕΣΣΔ έχασαν τη ζωή τους την περίοδο αυτή. Οι διώξεις συνεχίστηκαν και στη δεκαετία του 1940. Το 1944 εκτοπίστηκαν στην Κεντρική Ασία μαζί με τους Βουλγάρους, τους Αρμενίους και τους Τατάρους 28.000 Ελληνες της Κριμαίας. Σήμερα τουλάχιστον 100.000 Ελληνες εξακολουθούν σε πείσμα των σειρήνων να πορεύονται στις ίδιες σχεδόν λεωφόρους που είχαν ακολουθήσει οι αρχαίοι και οι βυζαντινοί πρόγονοί τους. Ας ελπίσουμε ότι το ταξίδι τους στο εξής θα είναι ανέφελο και ειρηνικό.
Ο Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ