Ο Αλέξανδρος Ασλά δεν είναι Πόντιος. Δεν τους καταλαβαίνει, ούτε εκείνοι αυτόν. Γεννήθηκε πριν από επτά δεκαετίες στο Σαρτανά, ένα από τα ελληνόφωνα χωριά στις βόρειες ακτές της Αζοφικής Θάλασσας. Στα επίσημα έγγραφα των Σοβιετικών ήταν Γραικός. Στην κοινότητά του αυτοαποκαλούνταν Ρουμέις ή Γραικοέλληνετς. Αλλες μειονότητες τους φώναζαν Πινδός. Ο ίδιος ξέρει ότι κατάγεται από τη Χερσόνησο της Κριμαίας, το πεδίο γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων των τελευταίων εβδομάδων. Για χρόνια όμως αγνοούσε, όπως και πολλοί συντοπίτες του, τις ρίζες του. Χαμένοι στις ονομασίες, τους εκτοπισμούς και τις απόπειρες εκρωσισμού, οι Ελληνες της Κριμαίας πασχίζουν επί αιώνες να διασώσουν την ταυτότητά τους.
Ο Αλέξανδρος Ασλά είναι ένας εξ αυτών που για χρόνια προσπαθούσαν μόνοι τους, σιωπηλά και αθόρυβα, να μάθουν πώς βρέθηκαν σε εκείνο τον τόπο. Εχει λευκά μαλλιά και γωνίες στο πρόσωπο. Ζει εδώ και χρόνια στην Ελλάδα ως μουσικός. «Ο πατέρας μου δεν μιλούσε ποτέ για την ιστορία μας και στο σχολείο μάς απαγόρευαν να μιλάμε ρουμαίικα» λέει. Οι πρόγονοί του βρίσκονταν στην Κριμαία από τα βυζαντινά χρόνια μέχρι και το 1778, όταν μετακινήθηκαν με πρωτοβουλία της Μεγάλης Αικατερίνης βορειότερα, σε μια έκταση όση η Κρήτη. Το τραχύ κλίμα στην αφιλόξενη νέα γη κόστισε πολλούς θανάτους στην κοινότητα. Με τα χρόνια όμως στέριωσαν ιδρύοντας τη Μαριούπολη στις όχθες του ποταμού Κάλμιους και δεκάδες άλλα χωριά ολόγυρά της.
Ο Ασλά φοίτησε στην Κρατική Μουσική Σχολή του Αρτέμοβσκ και διορίστηκε δάσκαλος στο χωριό Σουσένσκογε της Σιβηρίας. Αργότερα εργάστηκε στη Μαριούπολη. Το 1981 ξεκίνησε το μεγάλο του έργο. «Ηθελα να δείξω ποιοι είμαστε» λέει. Ταξίδεψε σε 36 ελληνόφωνα χωριά της Ουκρανίας, χτύπησε πόρτες αγνώστων και κατέγραψε σε μαγνητόφωνο τα τραγούδια και τα παραμύθια τους. Συγκέντρωσε το υλικό στο βιβλίο του «Μαριουπολίτικα» και σε δύο δίσκους. Στο βιβλίο του περιγράφει αυτή την αναζήτηση ως εξής: «Είναι παράξενο πράγμα να είσαι Ελληνας και να μην ξέρεις την ελληνική γλώσσα. Είναι άσχημο να μην ξέρεις πώς βρέθηκες σ’ αυτόν τον τόπο. Ομως πόσο πικρό είναι ν’ ακούς να σου λένε: “Εντάξει, ίσως και να είσαι Ελληνας… όχι όμως πραγματικός. Οι γνήσιοι υπάρχουν μόνο στην Ελλάδα”».
Ο μόνος αποσπασμένος στη Συμφερόπολη
Ο Αλέξανδρος Ασλά ήταν ένας από τους 100 εκπαιδευτικούς που συμμετείχαν στο πρόγραμμα εκμάθησης των ελληνικών στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Από το 1992 έχει εγκατασταθεί στην Αθήνα, αλλά δεν παύει να επισκέπτεται την πατρική του γη. Ενώ αυτός έφυγε, ένας άλλος Ελληνας εγκαταστάθηκε στην Κριμαία. Ο Παύλος Παπαδόπουλος (φωτογραφία) είναι ο μοναδικός αποσπασμένος εκπαιδευτικός στη Συμφερόπολη. «Πριν από την κρίση ήμασταν τέσσερις. Διδάσκω σε πολυπολιτισμικό σχολείο και στο Ταυρικό Εθνικό Πανεπιστήμιο» είπε σε τηλεφωνική μας επικοινωνία.
Σήμερα οι Ελληνες της Κριμαίας, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, φθάνουν τις 3.500 και, κατά άλλες, τις 6.000. Επέστρεψαν εκεί σταδιακά τη δεκαετία του ’80 από τη Γεωργία και το Καζακστάν, όπου ζούσαν εξόριστοι. Από τη Γεωργία έφυγε και ο Σωκράτης Λαζαρίδης, επίκουρος καθηγητής Νεοελληνικών στη Συμφερόπολη. Αρκετοί ήταν εκείνοι που επέλεξαν μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης να έρθουν στην Ελλάδα, όπου τους υποδέχθηκαν ως Ρωσοπόντιους.
Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών εκτιμά τον αριθμό των Ελλήνων της Ουκρανίας στις 91.000, ενώ η Ομοσπονδία Ελληνικών Κοινοτήτων Μαριούπολης τους ανεβάζει σε περισσότερους από 100.000.
Ο Παύλος Παπαδόπουλος ζει εδώ και εννιά χρόνια στη Συμφερόπολη μαζί με την ουκρανή σύζυγό του. Οπως λέει, οι περισσότεροι ομογενείς εκεί είναι ιδιωτικοί υπάλληλοι, αρτοποιοί, οδοντίατροι ή καθηγητές. Μέχρι την ημέρα που μιλήσαμε τηλεφωνικά, η καθημερινότητά του δεν είχε ανατραπεί από τις εξελίξεις στην περιοχή. «Εάν δεν είχε κάποιος πρόσβαση στο ραδιόφωνο, την τηλεόραση ή το Ιντερνετ και δεν περνούσε από το κέντρο της πόλης, δεν θα καταλάβαινε τι συμβαίνει εδώ» είπε. «Η ζωή σε κάθε γειτονιά συνεχίζεται με κανονικούς ρυθμούς. Βλέπω όμως ότι αρκετοί ντόπιοι και ομογενείς τάσσονται υπέρ της ρωσικής πλευράς. Οταν ρωτάω τους φοιτητές μου τι γλώσσα μιλάνε, οι περισσότεροι απαντούν “ρωσικά”».