Ο Αλέξανδρος Ασλά δεν είναι Πόντιος. Δεν τους καταλαβαίνει, ούτε εκείνοι αυτόν. Γεννήθηκε πριν από επτά δεκαετίες στο Σαρτανά, ένα από τα ελληνόφωνα χωριά στις βόρειες ακτές της Αζοφικής Θάλασσας. Στα επίσημα έγγραφα των Σοβιετικών ήταν Γραικός. Στην κοινότητά του αυτοαποκαλούνταν Ρουμέις ή Γραικοέλληνετς. Αλλες μειονότητες τους φώναζαν Πινδός. Ο ίδιος ξέρει ότι κατάγεται από τη Χερσόνησο της Κριμαίας, το πεδίο γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων των τελευταίων εβδομάδων. Για χρόνια όμως αγνοούσε, όπως και πολλοί συντοπίτες του, τις ρίζες του. Χαμένοι στις ονομασίες, τους εκτοπισμούς και τις απόπειρες εκρωσισμού, οι Ελληνες της Κριμαίας πασχίζουν επί αιώνες να διασώσουν την ταυτότητά τους.

Με το ξέσπασμα της κρίσης στην Ουκρανία κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα μη διασταυρωμένες –και ψευδείς, όπως αποδείχθηκε αργότερα –ειδήσεις για κλίμα εκφοβισμού και εθνικιστικές επιθέσεις κατά των ελλήνων ομογενών. Η τύχη τους έγινε στη χώρα μας αφορμή αντιπαράθεσης μεταξύ αντιπολίτευσης και κυβέρνησης και οι περίπου 100.000 ομογενείς της Ουκρανίας βρέθηκαν από τη λήθη στο επίκεντρο της επικαιρότητας.

Ο Αλέξανδρος Ασλά είναι ένας εξ αυτών που για χρόνια προσπαθούσαν μόνοι τους, σιωπηλά και αθόρυβα, να μάθουν πώς βρέθηκαν σε εκείνο τον τόπο. Εχει λευκά μαλλιά και γωνίες στο πρόσωπο. Ζει εδώ και χρόνια στην Ελλάδα ως μουσικός. «Ο πατέρας μου δεν μιλούσε ποτέ για την ιστορία μας και στο σχολείο μάς απαγόρευαν να μιλάμε ρουμαίικα» λέει. Οι πρόγονοί του βρίσκονταν στην Κριμαία από τα βυζαντινά χρόνια μέχρι και το 1778, όταν μετακινήθηκαν με πρωτοβουλία της Μεγάλης Αικατερίνης βορειότερα, σε μια έκταση όση η Κρήτη. Το τραχύ κλίμα στην αφιλόξενη νέα γη κόστισε πολλούς θανάτους στην κοινότητα. Με τα χρόνια όμως στέριωσαν ιδρύοντας τη Μαριούπολη στις όχθες του ποταμού Κάλμιους και δεκάδες άλλα χωριά ολόγυρά της.

ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ. Το 1859 καταργήθηκε η αυτονομία της Μαριούπολης και δέκα χρόνια αργότερα έκλεισε και το ελληνικό δικαστήριο στα πλαίσια των ρωσικών πολιτικών αφομοίωσης του πληθυσμού. Το 1937 επί Στάλιν εκτελέστηκαν 3.470 Ελληνες και εκδιώχθηκαν άλλοι 158. Αυτές ήταν οι απώλειες της «ελληνικής επιχείρησης» που σχεδίασε τότε το υπουργείο Εσωτερικών Υποθέσεων της Σοβιετικής Ενωσης.
Τότε χάθηκαν και τα ίχνη του παππού του Αλέξανδρου Ασλά. «Δεν ξέρουμε τι απέγινε. Τον συκοφάντησαν μάλλον και μπορεί να τον εξόρισαν. Χάθηκε» λέει. «Τα χρόνια εκείνα ήταν δύσκολο να ψάξεις. Δεν μπορούσες να κοιτάξεις στα αρχεία του κράτους. Δεν μπορούσες να αποδείξεις ότι έγινε κάποιο έγκλημα» προσθέτει.
Ο,τι σχετιζόταν με τις μειονότητες επιχειρήθηκε να διαγραφεί. Ονόματα χωριών άλλαξαν, σχολεία έκλεισαν, μειονοτικά έντυπα απαγορεύτηκαν. Οι ελληνικές οργανώσεις χαρακτηρίστηκαν «κατασκοπευτικές». Ακόμα και τα μεταλλικά τυπογραφικά στοιχεία του ελληνικού εκδοτικού οίκου βυθίστηκαν στη θάλασσα. Χιλιάδες Ελληνες επέλεξαν να κρύψουν την καταγωγή τους. Κάποιοι άλλαξαν και τα επώνυμά τους. Ωσπου το ελληνικό στοιχείο αναγεννήθηκε σταδιακά στις αρχές του 1960 και η διδασκαλία της γλώσσας επετράπη και πάλι στην περεστρόικα, την περίοδο διακυβέρνησης του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Το 1989 γιορτάστηκε για πρώτη φορά στη Μαριούπολη και η 25η Μαρτίου.
Σε αυτή τη δίνη πολιτικών και πολιτισμικών αλλαγών ο Ασλά προσπαθούσε να χτίσει τη ζωή του. Οταν ήταν επτά ετών, πέθανε η μητέρα του. Ο μυλωνάς πατέρας του έφυγε σε άλλη πόλη για δουλειά και ο Ασλά μεγάλωσε με τους τρεις αδελφούς του και την οικογένεια του θείου του σε ένα πέτρινο σπίτι με τέσσερα δωμάτια. «Σκεφτόμουν ελληνικά και μετέφραζα στα ρωσικά. Οταν άρχισαν να λειτουργούν βιομηχανίες στη Μαριούπολη, εγκαταστάθηκαν στην πόλη πολλοί Ρώσοι και Ουκρανοί. Το 1960 ήταν ντροπή κάποιος Ελληνας να παντρευτεί Ρωσίδα. Με τα χρόνια άλλαξε και αυτό» λέει.

Ο Ασλά φοίτησε στην Κρατική Μουσική Σχολή του Αρτέμοβσκ και διορίστηκε δάσκαλος στο χωριό Σουσένσκογε της Σιβηρίας. Αργότερα εργάστηκε στη Μαριούπολη. Το 1981 ξεκίνησε το μεγάλο του έργο. «Ηθελα να δείξω ποιοι είμαστε» λέει. Ταξίδεψε σε 36 ελληνόφωνα χωριά της Ουκρανίας, χτύπησε πόρτες αγνώστων και κατέγραψε σε μαγνητόφωνο τα τραγούδια και τα παραμύθια τους. Συγκέντρωσε το υλικό στο βιβλίο του «Μαριουπολίτικα» και σε δύο δίσκους. Στο βιβλίο του περιγράφει αυτή την αναζήτηση ως εξής: «Είναι παράξενο πράγμα να είσαι Ελληνας και να μην ξέρεις την ελληνική γλώσσα. Είναι άσχημο να μην ξέρεις πώς βρέθηκες σ’ αυτόν τον τόπο. Ομως πόσο πικρό είναι ν’ ακούς να σου λένε: “Εντάξει, ίσως και να είσαι Ελληνας… όχι όμως πραγματικός. Οι γνήσιοι υπάρχουν μόνο στην Ελλάδα”».

Η διδασκαλία των ελληνικών. Η κυκλοφορία του δεύτερου δίσκου του συνέπεσε με την επίσκεψη του Βασίλειου Κύρκου, ομότιμου καθηγητή σήμερα του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. «Ημουν ο πρώτος έλληνας καθηγητής μετά το 1940 που βρέθηκε στη Μαριούπολη, με αφορμή τότε το συνέδριο της Σοβιετικής Ακαδημίας Επιστημών» λέει ο κ. Κύρκος. Για τα επόμενα έξι χρόνια ανέλαβε την επίβλεψη της εκπαίδευσης δασκάλων από την ομογένεια. Συνολικά 100 εκπαιδευτικοί ελληνικής καταγωγής συμμετείχαν στο πρόγραμμα και επιμορφώθηκαν ο καθένας για ένα έτος στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Μία εξ αυτών ήταν και η Αλεξάνδρα Προτσένκο, η τωρινή πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων Ουκρανίας.
Ο κ. Κύρκος έχει ξεκαθαρίσει ότι οι ομογενείς που ζουν στον βόρειο μυχό του Εύξεινου Πόντου δεν είναι Πόντιοι, αλλά μιλούν άλλες διαλέκτους. «Οι Ελληνες εκεί αισθάνονται φορείς της παράδοσής μας. Θυμάμαι κάποιον ηλικιωμένο σε ένα γλέντι όπου είχα παρευρεθεί να σηκώνεται και να φωνάζει με καμάρι “εγώ είμαι Ρωμαίος”» λέει.

Ο μόνος αποσπασμένος στη Συμφερόπολη

Ο Αλέξανδρος Ασλά ήταν ένας από τους 100 εκπαιδευτικούς που συμμετείχαν στο πρόγραμμα εκμάθησης των ελληνικών στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Από το 1992 έχει εγκατασταθεί στην Αθήνα, αλλά δεν παύει να επισκέπτεται την πατρική του γη. Ενώ αυτός έφυγε, ένας άλλος Ελληνας εγκαταστάθηκε στην Κριμαία. Ο Παύλος Παπαδόπουλος (φωτογραφία) είναι ο μοναδικός αποσπασμένος εκπαιδευτικός στη Συμφερόπολη. «Πριν από την κρίση ήμασταν τέσσερις. Διδάσκω σε πολυπολιτισμικό σχολείο και στο Ταυρικό Εθνικό Πανεπιστήμιο» είπε σε τηλεφωνική μας επικοινωνία.

Σήμερα οι Ελληνες της Κριμαίας, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, φθάνουν τις 3.500 και, κατά άλλες, τις 6.000. Επέστρεψαν εκεί σταδιακά τη δεκαετία του ’80 από τη Γεωργία και το Καζακστάν, όπου ζούσαν εξόριστοι. Από τη Γεωργία έφυγε και ο Σωκράτης Λαζαρίδης, επίκουρος καθηγητής Νεοελληνικών στη Συμφερόπολη. Αρκετοί ήταν εκείνοι που επέλεξαν μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης να έρθουν στην Ελλάδα, όπου τους υποδέχθηκαν ως Ρωσοπόντιους.

Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών εκτιμά τον αριθμό των Ελλήνων της Ουκρανίας στις 91.000, ενώ η Ομοσπονδία Ελληνικών Κοινοτήτων Μαριούπολης τους ανεβάζει σε περισσότερους από 100.000.

Ο Παύλος Παπαδόπουλος ζει εδώ και εννιά χρόνια στη Συμφερόπολη μαζί με την ουκρανή σύζυγό του. Οπως λέει, οι περισσότεροι ομογενείς εκεί είναι ιδιωτικοί υπάλληλοι, αρτοποιοί, οδοντίατροι ή καθηγητές. Μέχρι την ημέρα που μιλήσαμε τηλεφωνικά, η καθημερινότητά του δεν είχε ανατραπεί από τις εξελίξεις στην περιοχή. «Εάν δεν είχε κάποιος πρόσβαση στο ραδιόφωνο, την τηλεόραση ή το Ιντερνετ και δεν περνούσε από το κέντρο της πόλης, δεν θα καταλάβαινε τι συμβαίνει εδώ» είπε. «Η ζωή σε κάθε γειτονιά συνεχίζεται με κανονικούς ρυθμούς. Βλέπω όμως ότι αρκετοί ντόπιοι και ομογενείς τάσσονται υπέρ της ρωσικής πλευράς. Οταν ρωτάω τους φοιτητές μου τι γλώσσα μιλάνε, οι περισσότεροι απαντούν “ρωσικά”».