«Αν δεν υπήρχαν οι γυναίκες, όλα τα λεφτά του κόσμου δεν θα είχαν σημασία». Η φράση αυτή αποδίδεται στον Αριστοτέλη Ωνάση που σήμερα, 15 Μαρτίου, συμπληρώνονται 39 χρόνια από την ημέρα του θανάτου του από μυοπάθεια. Είναι προσφιλές σπορ των μίντια να «παρασημοφορούν» τεθνεώτες με φράσεις-αποφθέγματα που μπορεί, στην πραγματικότητα, να μην τις έχουν εκστομίσει ποτέ. Αλλά ακόμη και αν ο έλληνας μεγιστάνας δεν είχε πει ποτέ κάτι τέτοιο, φρόντισε με τα έργα και τις ημέρες του να το υποστηρίξει όσο λίγοι.

«Ο άνδρας που αγαπούσε τις γυναίκες». Ο τίτλος της ταινίας του Φρανσουά Τριφό θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της ζωή του Αριστοτέλη Ωνάση αφού το πάθος του για τις γυναίκες ίσως να ήταν και μεγαλύτερο από αυτό για τη συσσώρευση πλούτου. Και γύρω από αυτούς τους δύο άξονες της ζωής του κινούνταν με τον ίδιο τρόπο. Με οδηγό τον εγωκεντρισμό και την απληστία του και με μέσα τις ίντριγκες, τις δολοπλοκίες, τα χτυπήματα κάτω από τη μέση.

Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση του φαινομένου Ωνάση θα τοποθετούσε την απαρχή αυτής της εξάρτησής του από τις γυναίκες στην παιδική του ηλικία. Ο μικροκαμωμένος πεισματάρης, φασαριόζος και με ροπή στην παραβατικότητα από τα παιδικά του κιόλας χρόνια Αριστοτέλης που γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1906 στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, έχασε σε τρυφερή ηλικία τη μητέρα του Πηνελόπη Δολόγλου όταν εκείνη ήταν μόλις 33 ετών. Ο πατέρας του Σωκράτης έξι μήνες μετά ξαναπαντρεύτηκε και ο Αρίστος λάτρεψε τη μητριά του και αργότερα, όταν απέκτησε τα πρώτα του χρήματα τής αγόρασε σπίτι στη Γλυφάδα. Παράλληλα όμως διατηρούσε και άριστες σχέσεις με τη γιαγιά του από την πλευρά της μητέρας του, που ήθελε ο εγγονός της να γίνει παπάς και προσπαθούσε να τον μάθει ψαλμούς και απολυτίκια. Ωστόσο, στο πρώτο πλοίο του στόλου του έδωσε το όνομα της μητέρας του!

Ηταν όμως και οι τρεις αδελφές του που υπήρξαν σε όλη του τη ζωή διακριτικές αλλά σημαντικές παρουσίες. Η μεγαλύτερή του Αρτεμις (Γαροφαλλίδη) και οι δύο ετεροθαλείς μικρότερες, η Μερόπη (Κονιαλίδη) και η Καλλιρρόη (Πατρονικόλα). Η Αρτεμις πήρε κατά κάποιον τρόπο τον ρόλο της μάνας. Και τον κράτησε μέχρι το τέλος. Στο βιβλίο της «Οι γυναίκες του Ωνάση» η γραμματέας του Κική Φερούδη-Μουτσάτσου την περιγράφει ως μία πολύ δυναμική, παρά τα 45 της κιλά, γυναίκα που τηλεφωνούσε στο γραφείο του δυο – τρεις φορές την ημέρα μόνο και μόνο για να μάθει αν είναι καλά, αναφερόταν σε αυτόν με απέραντη τρυφερότητα και αγωνιούσε μήπως και τον τάραξε κάποια φιλενάδα. Μεταφέρει δε χαρακτηριστικούς καθημερινούς διάλογους όπως αυτός:

– «Τον αναστάτωσε Κική σήμερα κανένα προσωπικό τηλεφώνημα από κάποια γυναίκα;».

– «Ω, όχι. Καμιά γυναίκα δεν τηλεφώνησε κυρία Αρτεμις».

– «Αυτά είναι μάλλον καλά νέα».

Για να βρει τις γυναίκες της οικογένειας πέρασε, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, στη Λέσβο αν και, όπως αναφέρουν οι βιογράφοι του, είχε βρει τις άκρες του με τους Τούρκους. Μια έντονη σύγκρουση με τον πατέρα του (το μοναδικό, εκτός του ιδίου, αρσενικό μέλος της οικογένειας) τον έκανε να πάρει την απόφαση και να σαλπάρει για την Αργεντινή. Με τις ευχές πέντε γυναικών (γιαγιά, μητριά και τρεις αδελφές) και με τη μνήμη μίας έκτης, της μάνας του.

Στο προπολεμικό κοσμοπολίτικο Μπουένος Αϊρες ο Ωνάσης εμφανίστηκε ως ένας άξεστος στους τρόπους και ελαφρώς γλοιώδης στην εμφάνιση νεαρός. Αποφασισμένος να πλουτίσει, προσπαθούσε να αποκτήσει στυλιστική ταυτότητα μιμούμενος στο ντύσιμο και στο χτένισμα τους επαγγελματίες χορευτές του τάνγκο. Ως κλαρινογαμπρό θα τον περιγράφαμε σήμερα. Δράμα! Ηταν όμως αρσενικό στην ούγια. Και οι νεαροί μπρουτάλ μετανάστες, όταν μάλιστα είναι και παμπόνηροι, γοητεύουν τις κυρίες της υψηλής κοινωνίας και της καλλιτεχνικής ελίτ. Είτε οι ίδιες το ομολογούν είτε όχι. Και τους βοηθούν να ανελιχθούν ώστε να καμαρώνουν γι’ αυτούς. Και ο Αρίστος, γνωρίζοντάς το από ένστικτο, έβαλε πλώρη συγχρόνως για την απόκτηση του πρώτου του καραβιού και την κατάκτηση της Κλάουντια Μούτζο, μιας σταρ σοπράνο στην Οπερα του Μπουένος Αϊρες.

Η Κλάουντια τον αναβάθμισε ως προς το ντύσιμο και το στυλ. Εμαθε, έστω και κατ’ επίφαση, «ευρωπαϊκούς» τρόπους στον πληθωρικό Ανατολίτη και τον έμπασε στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας. Τότε απέκτησε το πρώτο του εκατομμύριο από το καπνεμπόριο. Οταν απέκτησε και το πρώτο του πλοίο (το οποίο βούλιαξε για να επενδύσει το ποσόν της αποζημίωσης) εγκατέλειψε τη Μούτζο.

Το 1934, ο νεοφώτιστος ακόμη τότε εφοπλιστής γνωρίζει σε ένα ταξίδι του με υπερωκεάνιο από την Αργεντινή στην Ευρώπη τη Νορβηγίδα Ινγκεμποργκ Ντέντιχεν. Και ας πούμε ότι την ερωτεύεται. Ηταν από τους μεγαλύτερους δεσμούς της ζωής του αφού έμεινε μαζί της για περισσότερα από 12 χρόνια. Το γεγονός ότι ο πατέρας της ήταν μεγαλοεφοπλιστής με ισχυρούς φίλους στον χώρο της ναυτιλίας, ας το ερμηνεύσει ο καθένας όπως θέλει… Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 ο Αριστοτέλης Ωνάσης ζει περισσότερο στην Ευρώπη παρά στην Αργεντινή. Και όταν ξεσπά ο Β’ Παγκόσμιος εγκαθίσταται στη Νέα Υόρκη, όπου σχεδιάζει πώς θα επωφεληθεί επιχειρηματικά από τις ριζικές ανακατατάξεις που θα επιφέρει στην παγκόσμια οικονομία το τέλος του πολέμου.

Εκεί, την άνοιξη του 1943 συναντά τη 16χρονη τότε Τίνα, κόρη του εφοπλιστή Σταύρου Λιβανού. Ο νεαρός επιχειρηματίας, που το λούστρο του πρώτου πλούτου δεν ήταν ικανό να κρύψει τις θαμπές και άγαρμπες συμπεριφορές του, ερωτεύεται σφόδρα τη λεπτεπίλεπτη κληρονόμο. Οπως κι εκείνη εκείνον. Τρία χρόνια αργότερα παντρεύονται. Εγκαθίστανται στο Παρίσι και αποκτούν το 1948 τον γιο τους Αλέξανδρο και το 1950 την κόρη τους Χριστίνα. Η απατηλή λάμψη της ευτυχισμένης οικογένειας δεν κρατάει όμως πολύ. Ο Αρίστος είναι ασυγκράτητος στα ερωτικά του. Πληθωρικός, αχόρταγος και με ένα αίσθημα ανικανοποίητου στη σεξουαλική του ζωή. Οταν, δηλαδή, κατακτά το αντικείμενο του πόθου του, του είναι πλέον αδιάφορο. Και περνά στο επόμενο… Από την άλλη, όσο αυξάνεται η περιουσία του τόσο μειώνεται ο έρωτάς του για την Τίνα. Μέχρι που του τελειώνει εντελώς.