Τα οστά του βασιλικού τάφου της Βεργίνας «μιλούν» 37 χρόνια μετά την ανακάλυψή τους από τον Μανόλη Ανδρόνικο και επιβεβαιώνουν πως ο νεκρός δεν ήταν άλλος από τον πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Φιλίππου Β’. Αυτό τουλάχιστον υποστήριξε η διευθύντρια της πανεπιστημιακής ανασκαφής στη Βεργίνα, καθηγήτρια Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Χρυσούλα Παλιαδέλη, η οποία και επανεξέτασε το σκελετικό υλικό από τον τάφο ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας αξιοποιώντας ιατρικές και φυσικοχημικές εξετάσεις.
Την ώρα που ο χρυσός από πέντε νέους βασιλικούς τάφους που ανασκάφηκαν στη Βεργίνα και οι οποίοι αποδίδονται σε μέλη της δυναστείας των Τημενιδών – ακόμα και στον ίδιο τον βασιλιά Κάσσανδρο ή σ’ έναν από τους γιους του – προστίθεται στα σημαντικά νέα ευρήματα της περιοχής. Τα παρουσίασε η προϊσταμένη της ΙΖ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Αγγελική Κοτταρίδη στο πλαίσιο του 27ου Αρχαιολογικού Συνεδρίου για τις ανασκαφές του 2013 στη Μακεδονία και τη Θράκη, το οποίο ξεκίνησε χθες στην Αίθουσα Τελετών του παλαιού κτιρίου της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Η αρχαιολόγος σημείωσε ότι, παρά το γεγονός ότι όλοι οι τάφοι είναι συλημένοι, η παρουσία καταλοίπων εντυπωσιακών ταφικών πυρών με πλούσια αφιερώματα θυμίζει περιγραφές που συναντάμε στα ομηρικά έπη και το μέγεθός τους παραπέμπει στους Τημενίδες.
Παράλληλα, η νέα έρευνα της κυρίας Παλιαδέλη στον κυριότερο βασιλικό τάφο της Βεργίνας δείχνει με περισσότερη ακρίβεια την ηλικία του νεκρού – μεταξύ 41 και 49 ετών – όπως και ότι ο άνδρας είχε έντονη ιππευτική και πολεμική δραστηριότητα. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με άλλες αλλοιώσεις αποδεικνύει ότι ο νεκρός κάηκε αμέσως μετά τον θάνατό του, ενισχύοντας τη θεωρία πως ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο Β’ (όπως είχε πρωτοανακοινώσει ο αείμνηστος καθηγητής Μανόλης Ανδρόνικος), μακεδόνα βασιλιά που δολοφονήθηκε σε ηλικία 46 ετών, και όχι στον Φίλιππο Γ’ Αρριδαίο, του οποίου τα οστά μεταφέρθηκαν μετά θάνατον στις Αιγές.
Νέα στοιχεία προέκυψαν και για τη «νεκρή του προθαλάμου», καθώς οι νέες μελέτες προσδιορίζουν την ηλικία της με ακρίβεια (30-34 ετών), κάτι που αποκλείει τα τρία πρόσωπα που είχαν προταθεί για την ταυτότητά της: Κλεοπάτρα και Μήδα, σύζυγοι του Φιλίππου Β’, και Αδέα/Ευρυδίκη, σύζυγος του Φιλίππου Γ΄ Αρριδαίου. Οι αλλοιώσεις αποδεικνύουν ότι η νεκρή κάηκε αμέσως μετά τον θάνατό της, ενώ επίσης διαπιστώθηκε ότι αγαπούσε την ιππασία.
Οσο για το κάταγμα στο άνω άκρο της αριστερής κνήμης της, προκάλεσε βράχυνση, ατροφία και χωλότητα στο αριστερό της πόδι, κάτι που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ζεύγος των άνισων κνημίδων του προθαλάμου ήταν δικό της, όπως και το μεγαλύτερο μέρος του ανδρικού οπλισμού. Το πιθανότερο είναι λοιπόν να πρόκειται για την ταύτιση της νεκρής με μια άγνωστη Σκύθισσα, ίσως κόρη του βασιλιά Ατέα, χωρίς βεβαίως να αποκλείεται και η Αυδάτα, σύζυγος του Φιλίππου Β’ από την Ιλλυρία.
Στην ίδια περιοχή, συνολικά – σύμφωνα με την ανακοίνωση της κ. Κοτταρίδη στο Αρχαιολογικό Συνέδριο της Θεσσαλονίκης – έχουν βρεθεί από το 1996 είκοσι τάφοι που χρονολογούνται από τα αρχαϊκά μέχρι τα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια.