Οταν τον Μάρτιο του 1999 το ΝΑΤΟ ξεκίνησε τον βομβαρδισμό της Σερβίας ο κόσμος διχάστηκε. Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων εναντιώθηκε σφόδρα στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, ενώ μια μικρή μειοψηφία θεώρησε επιβεβλημένο τον πόλεμο προκειμένου οι Σέρβοι να μην ολοκληρώσουν την εθνοκάθαρση των Αλβανών στο Κόσοβο. Γνωστά πράγματα. Οι συσχετισμοί στη Δύση ήταν, όπως θυμόμαστε, οι εντελώς αντίστροφοι: η δυτική κοινή γνώμη ήθελε με κάθε τρόπο βομβαρδισμούς και ήταν λιγοστές οι εξαιρέσεις που αντιστέκονταν, διότι έβλεπαν το κακό και τις σκοπιμότητες με την υπαγωγή του ανθρωπισμού και των δικαιωμάτων στη φαρέτρα μιας στρατιωτικής επιχείρησης.
Εκείνο τον καιρό, λοιπόν, ζητούμενο για κάποιους από εμάς ήταν η έξοδος από τον φαύλο κύκλο της τυφλής υποστήριξης του φονικού σερβικού εθνικισμού ή της άκριτης συναίνεσης στη νέα τάξη της «ανθρωπιστικής» στρατιωτικής επέμβασης.Κάτι, δηλαδή, που στους περισσότερους έμοιαζε αδύνατο: ή με τον έναν ή με τον άλλον, έλεγαν, πρέπει να διαλέξουμε μεταξύ Μιλόσεβιτς και ΝΑΤΟ. Ελάχιστες ήταν οι φωνές που κατάφεραν να χαράξουν έναν δρόμο που απέρριπτε και τα δύο κακά. Μια τέτοια φωνή κατάφερε να ακουστεί στο βιβλίο Κόσοβο: Η διττή ύβρις του Στέφανου Πεσμαζόγλου (2001) ή στον κύκλο του περιοδικού Ο Πολίτης στην Ελλάδα, αλλά και από λιγοστούς ευρωπαίους διανοουμένους που δεν γλίστρησαν ούτε προς τον απολογητισμό των βομβαρδισμών ούτε προς τη συγκατάβαση ενώπιον της εθνοκάθαρσης (Πιερ Βιντάλ-Νακέ, Ετιέν Μπαλιμπάρ κ.ά.).
Ενώπιον της ουκρανικής κρίσης, σήμερα, πιστεύω ότι χρειάζεται μια τέτοιου είδους στάθμιση. Μια θέση, δηλαδή, που διαβαίνει με προσοχή ανάμεσα στις συμπληγάδες της τόσο κοινής στην Ελλάδα ρωσολαγνείας και της εξίσου κοινής στα βερολινέζικα –και άλλα ευρωπαϊκά –σαλόνια ρωσοφοβίας. Ε, λοιπόν, ναι: μεταξύ των ουκρανών εξεγερθέντων υπάρχουν πολλοί και πολύ φασίστες –ακόμη και όταν δεν ήταν πολλοί ήταν δυναμικοί κι έτσι συχνά πήραν το πάνω χέρι. Ομως είναι άδικο και βλακώδες να χαρίσουμε όλη την εξέγερση του Μαϊντάν στα ματωμένα χέρια και μυαλά τους. Και αυτό διότι, μέσα στους εξεγερθέντες, υπάρχουν ουκρανοί εθνικιστές που δεν είναι φασίστες, «Αγανακτισμένοι» σαν και αυτούς της Πλατείας Συντάγματος του 2011, «απολίτικα» μετασοβιετικά υποκείμενα που ασφυκτιούν στην οδύνη των καιρών της διάλυσης, αριστεροί, άνθρωποι που προσβλέπουν σε μια «παραδείσια» –και ανύπαρκτη, βέβαια –Ευρώπη ως σωτηρία από την ανέχεια και την ανελευθερία, άσχετοι νεολαίοι, νέοι και μεγαλύτεροι που ασφυκτιούσαν στο καθεστώς Γιανουκόβιτς. Ακούω στην Ελλάδα να λέγεται κατά κόρον ότι «μπροστά σ’ αυτούς, καλύτερα ο Πούτιν» –και μου δημιουργεί τρόμο η ιδέα της ανάδειξης του πιο φανατικού και δολοφονικού κρατικού αυταρχισμού στην Ευρώπη σε σωτήρα των γειτόνων του το 2014.
Ταυτόχρονα,ο κάθε εχέφρων άνθρωπος δεν μπορεί να μην εξεγείρεται με τον τρόπο με τον οποίο η ΕΕ και οι ΗΠΑ λειτούργησαν στην Ουκρανία. Πώς με τυχοδιωκτικό και αγοραίο τρόπο ενίσχυσαν την αντιπολίτευση, γνωρίζοντας τους πολιτικούς προσανατολισμούς μείζονος κομματιού της. Πώς πορεύτηκαν με εξαιρετική ανευθυνότητα και εγκληματική αμέλεια ενώπιον του ορατού ενδεχομένου της ρωσικής επέμβασης, οδηγώντας ή αφήνοντας ακόμη μία φορά την Ευρώπη στο αδιέξοδο. Πώς, τέλος, η Ευρώπη απλώς κατέληξε να παρακολουθεί ανήμπορη ένα θρίλερ συμπαραγωγής της. Τώρα που η Ουκρανία φλερτάρει με την προοπτική του διχασμού όμως είναι αργά για ευρωπαϊκά δάκρυα. Ακόμη μία φορά η Ευρώπη έκανε επίδειξη πολιτικής ασημαντότητας. Η δε Γερμανία, ακόμη μία φορά με τη σειρά της, απέδειξε πόσο στεγνά ιδιοτελώς και κοντόθωρα κάνει εξωτερική πολιτική. Ουσιαστικά, δηλαδή, δεν κάνει τίποτε. Μόνο από τα state budgets των άλλων (κάνει πως) ξέρει…
Είναι αναγκαία λοιπόν, στο μυαλό μας τουλάχιστον, μια διέξοδος στην ουκρανική διττή ύβρη των ημερών. Το «ουκρανικό» είναι πολιτικό ζήτημα που δεν προσφέρεται για να διαλέξουμε στρατόπεδο αλλά για να αποφύγουμε τον πόλεμο. Οι σταθμίσεις λοιπόν αυτές είναι, πιστεύω, ιδιαίτερα δύσκολες αλλά και αναγκαίες. Αν δεν γίνουν, δικαιώνουμε τον Μπους ο οποίος μετά την 11/9 είπε με τη γνωστή καουμπόικη αφέλεια: «Ή με μας ή εναντίον μας». Χρειάζεται λοιπόν να τις κάνουμε σήμερα στην Ουκρανία, όπως τότε, το 1999, στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας και των νατοϊκών βομβαρδισμών.
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου