Το 1898 η πτωχευμένη Ελλάδα ετέθη υπό τον Διεθνή Οικονομικό Ελεγχο (ΔΟΕ). Η πειθαρχία που επέβαλε ο ΔΟΕ, κατά τον καθηγητή Γιώργο Δερτιλή («Ιστορία του Ελληνικού Κράτους»), «μπορεί να ήταν ταπεινωτική, αλλά ήταν τουλάχιστον ορθολογική και σταθερή. Ηταν άλλωστε, δυστυχώς, αναγκαία». Μέσα στην ατυχία των χρόνων εκείνων, συνεχίζει ο Γ. Δερτιλής, «η Ελλάδα ευτύχησε τουλάχιστον ως προς την επιλογή του προσώπου που ανέλαβε τη διεύθυνση του ΔΟΕ. Ο Εδουάρδος Λω δεν ήταν μόνο ένας νοήμων και ευρυμαθής Βρετανός. Είχε και την εντιμότητα, την πείρα, τον κοινό νου και την ευθυκρισία του βρετανού δημοσίου υπαλλήλου».
Ο Εδουάρδος Λω το 1892, και ενώ βρισκόταν με άδεια αναψυχής στην Ισλανδία, έλαβε ένα τηλεγράφημα από το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών που τον διέταζε να μεταβεί εσπευσμένα στην Ελλάδα: «Να με πάρουν απ’ εδώ για την Ελλάδα! Πώς να μεταβή κανείς εις αυτήν την χώραν; Ουδέποτε εσκέφθην της υπάρξεώς της» ήταν η πρώτη αντίδρασή του.
Εναν χρόνο αργότερα όχι μόνο είχε αντιληφθεί τα πάντα για την ελληνική οικονομία, αλλά συνέταξε και μία από τις σημαντικότερες εκθέσεις στην οικονομική ιστορία της χώρας. Αναφερόμενος στην αστάθεια της ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος αποφάνθηκε πως είναι «εύκολο να την εξηγήσει κανείς. Μισή δωδεκάδα κερδοσκόποι είναι σε θέση να ελέγχουν αυθαιρέτως τις ισοτιμίες και να αρπάζουν και την παραμικρή ευκαιρία για να κινήσουν την αγορά προς όφελός τους και εις βάρος του Δημοσίου».
Στην ίδια έκθεση υπογράμμιζε ότι το ελληνικό Δημόσιο δαπανά χρήματα τα οποία δεν διαθέτει, ότι οι αιτίες της κρίσης έγκεινται στις στρατιωτικές δαπάνες και στην κακή διαχείριση του Δημοσίου, ενώ πρότεινε την αύξηση της φορολογίας και τη λήψη δανείου. Ωστόσο δήλωνε πεπεισμένος ότι «θα λάβη την καλλιτέραν όψιν η μέλλουσα ευμάρεια της Ελλάδος. Η τελευταία διαπίστωση μάλλον οφείλεται στη «ρομαντική κοσμικότητα» (Ε. Σκιαδάς, «Μικρός Ρωμιός») των Αθηνών της εποχής και στον έρωτά του για την Αικατερίνη Χατζοπούλου, την οποία παντρεύτηκε σχεδόν κρυφά ώστε να αποφύγει την κατηγορία ότι μερολήπτησε υπέρ της Ελλάδος. Ο Λω πέθανε το 1908 και σύμφωνα με την επιθυμία του μεταφέρθηκε για να ταφεί με μεγάλες τιμές στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.