Το ότι ο εκρηκτικός χαρακτήρας ή το ψυχολογικό στρες σχετίζονται με εκδήλωση ενός εμφράγματος του μυοκαρδίου ή ενός εγκεφαλικού επεισοδίου είναι ευρύτατα επιστημονικά αποδεκτό. Ακόμα και από αναφορές στα αρχαία κείμενα αποδεικνύεται ότι η συσχέτιση αυτή ήταν γνωστή από την αρχαιότητα.
Από πλευράς παθοφυσιολογίας, παρατηρείται απότομη αύξηση της αρτηριακής πίεσης σε κάθε έκρηξη θυμού ή αιφνιδίου έντονου στρες. Η υπερτασική αυτή κρίση έχει ενοχοποιηθεί σε πολλές περιπτώσεις για θανατηφόρες ρήξεις ανευρύσματος της αορτής ή εγκεφαλικές αιμορραγίες, που είτε προκαλούν μεγάλη σωματική αναπηρία είτε απειλούν άμεσα ακόμα και την ανθρώπινη ζωή.
Ομως μέχρι σήμερα δεν είχε προσμετρηθεί αριθμητικά η επικινδυνότητα του εκρηκτικού χαρακτήρα στρες.
Πρόσφατα προσδιορίστηκε το αποκαλούμενο γονίδιο του στρες. Πρόκειται για μια μεταβολή (μετάλλαξη) στην αλυσίδα του DNA, που έχει ως συνέπεια την αυξημένη πιθανότητα ενός εμφράγματος μυοκαρδίου κατά 38% συγκριτικά με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Με απλά λόγια, όσοι έχουν αυτή τη μετάλλαξη είναι επίφοβοι για έμφραγμα ή εγκεφαλικό επεισόδιο για δεδομένο στρες, το οποίο στην ίδια ένταση δεν επηρεάζει καθόλου τον υπόλοιπο πληθυσμό.
Ειδικότερα, σε μία μελέτη από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ντιουκ, που περιέλαβε 6.000 καρδιοπαθείς, αποδείχθηκε ότι το 10% των ανδρών και 3% των γυναικών είχαν την παθολογική επιβάρυνση του γονιδίου του στρες.
Τώρα, όσον αφορά τα ευέξαπτα άτομα με εκρηκτικό χαρακτήρα, φαίνεται ότι και τα άτομα αυτά είναι επιρρεπή σε καρδιακά και εγκεφαλικά επεισόδια.
Πρόσφατα, μία μελέτη που δημοσιεύθηκε στο «European Heart Journal» (επίσημο επιστημονικό περιοδικό της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας), έδειξε ότι δύο ώρες έπειτα από έκρηξη του θυμικού (π.χ. έντονου καβγά) η πιθανότητα για καρδιαγγειακό επεισόδιο πενταπλασιάζεται, ενώ για εγκεφαλικό επεισόδιο η πιθανότητα τριπλασιάζεται.
Ανάλογα αποτελέσματα έδειξαν μελέτες και από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, στις οποίες τονίστηκε ότι όχι μόνο ο αριθμός των ψυχολογικών εκρήξεων αλλά και η συνύπαρξη των παραγόντων κινδύνου αυξάνουν τα καρδιαγγειακά επεισόδια στον γενικό πληθυσμό.
Με απλά λόγια, για δεδομένο αριθμό ψυχικών εκρήξεων ημερησίως εκείνο το άτομο που έχει σαν πρόσθετους επιβαρυντικούς παράγοντες το κάπνισμα, την υπερχοληστεριναιμία, την υπέρταση, τον σακχαρώδη διαβήτη, την παχυσαρκία με ακινησία, είναι πλέον πέντε φορές περισσότερο επίφοβο να υποστεί καρδιακή προσβολή.
Τέλος, το κρίσιμο επιστημονικό ερώτημα που τίθεται είναι το κατά πόσο μπορεί μια φαρμακευτική ή ψυχοσωματική θεραπεία να ανατρέψει ή να βελτιώσει αυτά τα δεδομένα. Στο ερώτημα αυτό θα απαντήσουν προσεχείς επιστημονικές πολυκεντρικές μελέτες, γιατί πράγματι, εάν με ειδικές θεραπείες θα μπορούν να προφυλάσσονται και τα άτομα που γονιδιακά είναι απροστάτευτα θα έχουμε κάνει ένα σημαντικό βήμα για την καταπολέμηση των καρδιοπαθειών.