(απο)συναρμογή και (ανα)σύνθεση του «οικογενειακού μυθιστορήματος». Ενα διασπορικό ποιητικό εγώ, «χωρίς οικογένεια», ή με περισσότερες από τη μία και μοναδική, αναζητεί κάθε φορά τα ίχνη της αφανισμένης σύνθετης καταγωγής του με οδηγό τις ποιητικές του συγγένειες και τις αναγνωστικές του σχέσεις.
Ετσι και σήμερα, ο ποιητής επιστρέφει με μια διπλή αυτο(βιο)γραφική κίνηση: αφενός, συγκροτεί αναδρομικά την ποιητική του διαδρομή υπό το πρίσμα της εξέλιξής της με την πρόσφατη, στην εκπνοή του 2013, επανέκδοση τεσσάρων εξαντλημένων ποιητικών συλλογών του [Η νοσταλγία των ουρανών (1991), Adieu (1996), Ο άγγελος της ιστορίας (1999) και Μετά το τέλος της ομορφιάς (2003)] με τον συγκαλυμμένα αυτοαναφορικό τίτλο Η εύθραυστη επικράτεια των λέξεων (Νεφέλη 2013). και αφετέρου, με την αποσπασματική αφήγηση, Το αίμα νερό, που μόλις κυκλοφόρησε, δοκιμάζει ξανά να αναμετρηθεί με το παρελθόν, να ξαναζήσει την πρωταρχική εγκατάλειψη, να αναβιώσει τη ματαίωση μέσα από διαδοχικές και τραυματικές απουσίες, που τον σημαδεύουν από τον χωρισμό μέχρι τον θάνατο των γονιών. Χωρίς μελοδραματισμούς και επιτήδευση, κάποτε και με μια δόση αυτοπροστατευτικού χιούμορ: «Πάλι κουδουνίζει ενοχλητικά στο μυαλό σου η λέξη αυτή: ματαίωση. Φρόντιζε να απέχει από κάθε σημαντικό γεγονός στη ζωή σου. Πάντα με καλή δικαιολογία εννοείται –ήταν πολύ έξυπνος στο να επινοεί περίτεχνα σενάρια. Στην αποφοίτησή σου ήσουν ο μοναδικός φοιτητής στον κήπο του κολεγίου που γιόρτασε τη μέρα εκείνη σαν ορφανό του Ντίκενς. […]».
«Μυθιστόρημα σε σαράντα πέντε πράξεις» είναι ο υπότιτλος του νέου βιβλίου στο οποίο ο Βλαβιανός δοκιμάζει τη μνημονική ανασκαφή με νέα εκφραστικά μέσα. Και πράγματι, το περιεχόμενό του είναι εξόχως μυθιστορηματικό: Ρώμη, Αθήνα, Σάο Πάολο, Οξφόρδη, Σπέτσες, Μύκονος… Γονείς σαρκοβόροι, ετεροθαλή αδέλφια, ταξίδια και «ξεριζωμοί», υπερωκεάνια πλοία, πολυτελή ξενοδοχεία, σχολικοί κοιτώνες, ευγενικές καταγωγές, βασιλόφρονες και βενιζελικοί πρόγονοι, διασημότητες, ιταλίδες σταρ και ιταλοί μαφιόζοι, έρωτες, γάμοι, απιστίες, χρέη, φυλακές, αυτοκαταστροφικές επιλογές, όλα αποτυπώνονται σε μια θραυσματική εξιστόρηση, όπου η ρευστότητα της εποχής διηθείται από τις μικροαφηγήσεις και όπου το δύσκολο προσωπικό παρελθόν εμπερικλείεται ωστόσο τρυφερά σε χρόνο μέλλοντα, ήδη από την αφιέρωση: «Στην Ειρήνη και στον Αλέξανδρο, γιατί την τεσσαρακοστή έκτη πράξη αυτού του έργου θα τη γράψουν οι ίδιοι».
Σαράντα πέντε «πράξεις». Στην πραγματικότητα πρόκειται, θα λέγαμε, για«στιγμές», όταν τα πρόσωπα έρχονται στη σκηνή της γραφής και ο λόγος τους αναμειγνύεται με εκείνον του αφηγητή. Αφηγηματικός, σκηνικός και εξομολογητικός τρόπος συμπλέκονται σε αυτά τα αταξινόμητα, εντέλει, κείμενα που απαντούν α-γενώς, με παιδική αυθάδεια, στη γονική αυθαιρεσία και παντοδυναμία: «Θυμάσαι τον καβγά τους πριν από τον οριστικό χωρισμό. Το δυνατό χαστούκι και τον πατέρα σου να πετάει ένα καρπούζι στο πάτωμα. Εσύ κάθησες χάμω κι άρχισες να τρως ένα κομμάτι μπροστά τους». Ημερολόγιο ή αναμνήσεις σε δεύτερο πρόσωπο, εγγαστρίμυθοι μονόλογοι στον καθρέφτη, κι όμως με την οικονομία ενός κινηματογραφικού σεναρίου. Ο ποιητικός λόγος, γιατί ποιητικός παραμένει και αυτή τη φορά, γίνεται ακόμη πιο πολύτροπος, ώστε να συμπεριλάβει όλους τους χρόνους και τους συναισθηματικούς τόνους που μεσολαβούν και συγκροτούν το ποιητικό υποκείμενο όπως είναι. «Είμαστε οι πληγές μας», διαβάζουμε άλλωστε στο δεύτερο μότο που προτάσσεται στην έκδοση.
INFO
Το βιβλίο του Χάρη Βλαβιανού «Αίμα νερό» θα παρουσιαστεί την Πέμπτη 3 Απριλίου στις 20.30 στο βιβλιοπωλείο Ιανός (Σταδίου 24). Ομιλητές: Θανάσης Βαλτινός, Δήμητρα Χριστοδούλου, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Ιωάννα Ναούμ
Ενα σκληρό σενάριο ζωής
Με την τεχνική του ντεκουπάζ και του μοντάζ ο ποιητής ξετυλίγει μπροστά μας ένα συναρπαστικό όσο και σκληρό σενάριο ζωής. Αυτοβιογραφικό κατά μία έννοια, αλλά χωρίς το συστατικό ζητούμενο της δικαίωσης του βίου. Τότε, προς τι όλος ο αγώνας και η αγωνία «την ανοιχτή να δείξ[ει] μάταιη πληγή στον ήλιο», όπως έγραφε ένας άλλος λυρικός εικονογραφώντας χρόνια πριν την ουσία του ποιητικού δονκιχωτισμού; Να συγχωρείς και να ξεχνάς, λέει το ρητό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως τίποτε από τα δύο δεν είναι εφικτό. Η αναμέτρηση γίνεται με το ανέκκλητο, αφού ο ποιητής-αφηγητής δεν μπορεί να ξεχάσει, γιατί θα είναι σαν να απομαθαίνει τον ίδιο του τον εαυτό, αλλά ούτε και να συγχωρήσει, αφού κανένα από τα πρόσωπα δεν είναι πια «εδώ», αλλά και κανένας δεν είναι πια «ο ίδιος», ώστε να συγχωρήσει ή να συγχωρηθεί. Μέρος μιας εσαεί ανολοκλήρωτης διεργασίας πένθους, μόνο η αποδοχή μπορεί να αναζητηθεί μέσα από την αφήγηση. Οχι ως μια ναρκισσιστική επίδειξη, όχι το αίμα νερό, αλλά ως λυτρωτική έκθεση μέσα από το μελάνι της γραφής. Μια ριζικά αδύνατη συγχώρηση του εαυτού και των άλλων, μια απόπειρα συνάντησης στην εύθραυστη επικράτεια των λέξεων, μια οιονεί συγγνώμη, και γι’ αυτό ποιητικά αληθινή.