Η αντιμετώπιση της κρίσης αποκλειστικά με οικονομικούς όρους αφήνει την ελληνική κοινωνία καθημερινά φτωχότερη. Ακόμη και αν οι μακροοικονομικοί δείκτες του Μνημονίου αρχίσουν να ευημερούν, η ελληνική κοινωνία, και κυρίως η νευραλγική μεσαία τάξη, θα συνεχίσει να υποφέρει και να στερείται τους καρπούς της ανάκαμψης για πολλά ακόμη χρόνια. Για να σχεδιάσουμε ένα καλύτερο αύριο πρέπει πρώτα να αποφασίσουμε το πού θέλουμε να βρίσκεται η κοινωνία σε 10 χρόνια και στη συνέχεια να δημιουργήσουμε ένα οικονομικό σχέδιο που θα υποστηρίζει το κοινωνικό.
Ενα σχέδιο για την οικονομία αποκτά νόημα και προοπτική όταν θεμελιώνεται από ένα σχέδιο για την κοινωνία. Ενα οικονομικό σχέδιο χωρίς κοινωνικές αναφορές αφήνει καθέναν εκτεθειμένο διότι σε μια κοινωνία χωρίς στόχους δεν μπορούμε να δούμε και να διαγράψουμε τη δική μας προοπτική. Αν μέχρι σήμερα η πίεση του χρόνου και της τρόικας δεν μας επέτρεψαν να χτίσουμε ένα τέτοιο σχέδιο, αυτό δεν δικαιολογεί γιατί δεν το κάνουμε τώρα.
Η ανάγκη για κοινωνικό σχέδιο που χτίζει σχέσεις εμπιστοσύνης ισχύει τόσο σε ένα πρόγραμμα συρρίκνωσης της οικονομίας όσο και σε ένα πρόγραμμα ανάπτυξής της. Η κρίση αξιών, που ξέσπασε πολύ πριν από την οικονομική, δεν ήταν αποτέλεσμα συρρίκνωσης αλλά ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Σε είκοσι μόλις χρόνια, παρά τον πλούτο που δημιουργήσαμε, πήγαμε από μια κοινωνία που δούλευε για να επενδύσει σπουδάζοντας τα παιδιά της σε μια κοινωνία που αγωνιά για το πώς θα τα ξεχρεώσει. Τα κόστος της ανυπαρξίας κοινωνικού σχεδίου την εποχή της ευημερίας αναδεικνύεται σήμερα.
Η ευθύνη για τη διαδικασία δημιουργίας ενός τέτοιου σχεδίου ανήκει στην πολιτική ηγεσία του τόπου και πρέπει να ξεκινήσει από ένα σύγχρονο ΠαΣοΚ που εκφράζει σοσιαλιστικές αξίες και συνθέτει τα κινήματα της Κεντροαριστεράς. Από μια συντηρητική κυβέρνηση δεν μπορούμε να περιμένουμε κοινωνικό σχέδιο, μιας που κάτι τέτοιο αντιβαίνει το αξιακό πλαίσιο που ασπάζεται. Ούτε από την Αριστερά μπορούμε να περιμένουμε κάτι, ειδικά όσο παραμένει παραδομένη στη δίψα της για εξουσία. Εμείς όμως γνωρίζουμε τα προβλήματα, όπως γνωρίζουμε και τις αστοχίες της δικής μας διακυβέρνησης.
Τι μας κρατάει λοιπόν από το να ξεκινήσουμε έναν πολιτικό διάλογο που θα οδηγήσει σε ένα σχέδιο για την Ελλάδα του μέλλοντός μας; Η εμμονή μας να βάζουμε τα προσωπικά μας συμφέροντα πάνω από το συλλογικό καλό. Με απλά λόγια, οι προσωπικές μας ατζέντες.
Μακάρι η διαμάχη στο ΠαΣοΚ να είχε ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά. Δεν έχει. Μακάρι η συστράτευση των δυνάμεων κάτω από την Ελιά να ήταν δημιούργημα πολιτικού διαλόγου, αντιπαράθεσης και σύνθεσης. Δεν είναι. Τόσο η αντιπαράθεση όσο και η σύνθεση έχουν προσωπικά χαρακτηριστικά, γι’ αυτό δεν αφορούν την κοινωνία. Η κοινωνία κοιτάζει και δεν βλέπει ανθρώπους που μπορούν να αναδείξουν ό,τι καλύτερο εκπροσωπούμε ως Ελληνες αλλά προσωπικότητες που αναδεικνύουν ό,τι χειρότερο είμαστε.
Αν θέλουμε να ανατρέψουμε την καταστροφική μας πορεία οφείλουμε να βάλουμε τον πολιτικό διάλογο πάνω από την πολιτική μας σταδιοδρομία. Οφείλουμε να ξεκινήσουμε μια ουσιαστική διαδικασία σχεδιασμού για την ελληνική κοινωνία που θέλουμε 10 χρόνια από σήμερα και να μη φοβηθούμε τις εντάσεις που ένας τέτοιος διάλογος θα δημιουργήσει. Κυρίως οφείλουμε, μέσα από μια τέτοια διαδικασία, να αρχίσουμε και πάλι να δημιουργούμε σχέσεις εμπιστοσύνης με την κοινωνία. Αυτός ο ρόλος ανήκει στον πρόεδρο του ΠαΣοΚ. Αυτός είναι σήμερα που έχει να κερδίσει τα περισσότερα από μια διαδικασία που θα μας φέρει όλους μαζί.
Σίγουρα θα βρεθούν φωνές που πρεσβεύουν το αντίθετο. Φωνές που πιστεύουν ότι τα νέα σύμβολα και οι παλιές προσωπικότητες θα μας φέρουν κόσμο. Φωνές που πιστεύουν ότι αν αποπολιτικοποιήσουμε την πολιτική περισσότεροι πολίτες θα ταυτιστούν μαζί μας. Αυτές οι φωνές έχουν καταστρέψει το ΠαΣοΚ στην Ελλάδα και τα σοσιαλιστικά κινήματα στην Ευρώπη.
Ο Παύλος Γερουλάνος είναι μέλος της ΚΕ του ΠαΣοΚ, πρώην υπουργός