Πέρυσι τέτοιες ημέρες ο Δημοσθένης Κούρτοβικ έγραφε στις σελίδες αυτής της εφημερίδας πόσο λίγοι είναι οι Ελληνες ή ξένοι, άθρησκοι και άθεοι, που μένουν ασυγκίνητοι από τον ελληνικό εορτασμό του ορθόδοξου Πάσχα. Αναφερόταν δε στη γοητεία που ασκεί ακόμα και στον «μορφωμένο παρατηρητή» η ατμόσφαιρα της κατάνυξης και επιχειρηματολογούσε υπέρ της μεγαλύτερης υπαρξιακής έντασης που φαίνεται να προσφέρει η ορθόδοξη μυσταγωγία σε αντίθεση με αυτή των αντίστοιχων καθολικών λιτανειών σε άλλες χώρες. Η θέση αυτή του Κούρτοβικ δεν είναι καινούργια. Πλήθος λαογράφων, δοκιμιογράφων και ταξιδιωτών τονίζουν κατ’ επανάληψη την εξαίρεση της ελληνικής εμπειρίας και δηλώνουν εντυπωσιασμένοι με το πώς μία θρησκευτική γιορτή ανθίσταται στον χρόνο παραμένοντας μαζική ακόμα και στα αστικά κέντρα της ευρωπαϊκής χώρας μας. Η αλήθεια βέβαια αυτής της «εξαίρεσης» απέχει πολύ από την εξήγηση της κατάνυξης και της μοναδικότητας της μυσταγωγίας που προτείνεται με τόση ευκολία. Στην πραγματικότητα, οποιαδήποτε γιορτή σε οποιοδήποτε μέρος μπορεί να συνεπάρει οποιονδήποτε «παρατηρητή» αν αυτός είναι διατεθειμένος να επενδύσει συναισθηματικά και ψυχολογικά στις κοσμολογικές αναπαραστάσεις που του προσφέρονται. Το ελληνικό Πάσχα δεν αποτελεί εξαίρεση λόγω της κατάνυξής του αλλά εξαιτίας της πρωτοφανούς για δυτική χώρα μαζικότητας του εορτασμού του. Πώς να μείνει κάποιος ασυγκίνητος βλέποντας έναν ολόκληρο λαό να γιορτάζει με τόση προσήλωση μια θρησκευτική γιορτή;
Δεν χρειάζεται κάποιος να είναι ειδικός για να καταλάβει ότι ο εορτασμός του ορθόδοξου Πάσχα ξεπερνά κατά πολύ την απλή υπόθεση της πίστης. Δεν είναι γιορτή που αφορά μόνο τους πιστούς, οι οποίοι παραμένουν οι αποκλειστικοί θεματοφύλακες της δικής τους ατομικής εμπειρίας. Δεν αφορά ούτε μεμονωμένες ομάδες που βρίσκουν στα μυστήρια ιδιαίτερο ενδιαφέρον όπως οι γραφικοί τυπολάτρες, οι αναστοχαστικοί πιστοί ή οι μαγεμένοι τουρίστες. Πρόκειται για μια γιορτή λαϊκή που αφορά το σύνολο του πληθυσμού της χώρας, οφείλοντας τον μαζικό χαρακτήρα της στους κοινούς συμμετέχοντες.
Ο κοινός συμμετέχων δεν έχει τίποτα το εξαιρετικό. Είναι ο ελεύθερος επαγγελματίας που δεν κόβει αποδείξεις, ο δημόσιος υπάλληλος που δεν πολυεκτιμά το κράτος που ενσαρκώνει, ο επιχειρηματίας που δυσανασχετεί με τους υπαλλήλους του και κοιτάζει να γλιτώσει τους φόρους που πρέπει να πληρώσει. Τη Μεγάλη Παρασκευή φοράει τα καλά του και πάει στην εκκλησία συνοδευόμενος από την οικογένειά του. Ο κοινός συμμετέχων είναι ο δάσκαλος που πηδάει την ύλη, ο μαθητής που αμφισβητεί τον δάσκαλο, ο γονιός που επιδιώκει προνομιακή μεταχείριση για το παιδί του. Τη Μεγάλη Πέμπτη πηγαίνει στεφάνι με λουλούδια στην εκκλησία και το Μεγάλο Σάββατο δίνει με τη λαμπάδα του το Φως στην Ανάσταση. Ο κοινός συμμετέχων είναι εκείνος που παρκάρει το αυτοκίνητό του πάνω στο πεζοδρόμιο για ευκολία, παίρνει τη σειρά από τον μπροστινό του γιατί βιάζεται, παρακάμπτει την ουρά στην τράπεζα γιατί έχει κάποιο γνωστό και με την πρώτη ευκαιρία κινητοποιεί ένα μηχανισμό γνωριμιών για να γίνει η δουλειά του, όποια και αν είναι αυτή. Στην καθημερινότητά του είναι μάλλον ανυπάκουος, αρνείται να δεχτεί εντολές και δυσκολεύεται να αντιληφθεί ότι ο νόμος τον αφορά και αυτόν όσο και τους «άλλους». Δεν υποτάσσεται στην κοινωνική νόρμα των πολιτειακών υποχρεώσεών του γιατί είναι «μάγκας», τη Μεγάλη Εβδομάδα όμως νηστεύει και δεν τρώει κρέας τουλάχιστον μέχρι τον Επιτάφιο.
Η Χαριτίνη Καρακωστάκη είναι πολιτική επιστήμων, υποψήφια διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στο EHESS (Paris)