Στα βιβλιοπωλεία τα βιβλία αυτά υπάρχουν ίσως –αν υπάρχουν –σε κάποια ράφια, ποτέ όμως στους πάγκους σε πρώτο πλάνο. Στις εφημερίδες προβάλλονται ελάχιστα.
Κι όμως, ο χώρος του θρησκευτικού βιβλίου αποτελεί έναν παράλληλο, παρότι άγνωστο στους μη μυημένους, κόσμο με τους εκδότες του, τα βιβλιοπωλεία του, ακριβέστερα τα δικά του σημεία πώλησης, τα μεγάλα του μπεστ σέλερ. Τα οποία ελάχιστοι γνωρίζουν και κανείς δεν τα περιλαμβάνει στις σχετικές λίστες.
Στην πραγματικότητα όμως ήταν πολύ περισσότερα, λένε οι γνωρίζοντες. Διότι ενώ στις περισσότερες άλλες κατηγορίες τα στοιχεία του ΕΚΕΒΙ ήταν αρκετά ακριβή, στο θρησκευτικό βιβλίο κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον. «Πλέον δεν υπάρχει μοναστήρι, μητρόπολη, σύλλογος πιστών που να μην εκδίδει βιβλία ή να μην πουλά βιβλία στο πωλητήριό του» λέει άνθρωπος του βιβλίου με γνώση του χώρου.
Βιβλία μάλιστα που συνήθως δεν έχουν καν ISBN, αφού ο εκδότης (που μπορεί να είναι και ο ίδιος ο συγγραφέας) δεν γνωρίζει ότι πρέπει να δηλώσει την έκδοση, βιβλία δηλαδή μη καταχωρισμένα σε ασύλληπτο αριθμό. Βιβλία επίσης που συνήθως πωλούνται σε πωλητήρια μοναστηριών χωρίς απόδειξη, άρα κανείς δεν έχει ασφαλείς πληροφορίες ούτε για τον αριθμό των αντιτύπων που πωλούνται στους επισκέπτες που καταφθάνουν σε αυτά με αυτοκίνητο ή με οργανωμένες εκδρομές και πούλμαν.
Διαπιστώνοντας ωστόσο τη μεγάλη εκδοτική επιτυχία, ο κ. Νικόλαος κυκλοφόρησε το τελευταίο του βιβλίο «Αν υπάρχει ζωή, θέλω να ζήσω» με εκδότη την ίδια τη Μητρόπολη, ώστε αυτή να αξιοποιήσει τα σχετικά έσοδα για το έργο της.
Ενας άλλος δημοφιλέστατος συγγραφέας στον χώρο αυτόν είναι ο μητροπολίτης Αργολίδος Νεκτάριος (Αντωνόπουλος). Τα βιβλία του λ.χ. για τον Αγιο Λουκά (εκδ. Ακρίτας και Πορφύρα), έναν νεότερο ρώσο άγιο από την Κριμαία που υπήρξε ζωγράφος, γιατρός και αργότερα ιερέας και έζησε τον 20ό αιώνα, στα χρόνια του κομμουνισμού, έχουν πουλήσει 50.000 αντίτυπα.
Ο Κάλλιστος Γουέαρ έχει γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Η δύναμη του ονόματος» (εκδ. Ακρίτας) που αναφέρεται στην «προσευχή του Ιησού ως πνευματικό όπλο που προσφέρει ψυχική τροφή και τόνωση», το οποίο έχει πουλήσει 33.000 αντίτυπα.
Γύρω στα 20.000 αντίτυπα τουλάχιστον διατίθενται από κάθε τίτλο του νομικού, θεολόγου, κληρικού, ειδικού στην ποιμαντική ψυχολογία Φιλόθεου Φάρου, ο οποίος έχει γράψει περί τα είκοσι βιβλία (κυρίως στις εκδ. Αρμός. Ενα από αυτά, γραμμένο το 1997, είναι των ημερών: λέγεται «Πριν και μετά το Πάσχα»). Οπως λέει ο εκδότης του Γιώργος Χατζηιακώβου, τα βιβλία του προκαλούν μάλιστα αντιδράσεις σε κάποιους αυστηρούς θρησκευτικούς κύκλους (το εξηγεί με τη φράση «υπάρχει φόβος μπροστά στην ελευθερία») και τα βιβλία του Φιλόθεου Φάρου αγοράζονται έξω από τους κύκλους αυτούς, σε πιο διευρυμένο κοινό.
Διαχρονική είναι η τεράστια εμπορική επιτυχία βιβλίων για γέροντες της Ορθοδοξίας, όπως ο Παΐσιος και ο Πορφύριος, αρκετοί είναι ωστόσο οι εκδότες που αρνούνται να εκδώσουν αυτού του τύπου τα βιβλία, παρά τις σίγουρες εισπράξεις, θεωρώντας τα ως λαϊκά αναγνώσματα χωρίς θεολογικό ή άλλο βάθος.
Ενα άλλου τύπου βιβλίο που έχει σχέση με τη χριστιανική ζωή και αποτέλεσε τεράστιο μπεστ σέλερ είναι τα «Σαρακοστιανά» (Ακρίτας), βιβλίο που βγήκε πριν από τριάντα περίπου χρόνια και έχει πουλήσει 180.000 αντίτυπα. Σύμφωνα με τη Μαρία Κοκκίνου, κόρη του ιδρυτή του Ακρίτα και σήμερα επικεφαλής των εκδόσεων Πορφύρα, εκείνο το βιβλίο (το οποίο έγραψαν η μητέρα της Μαριγούλα Κοκκίνου και η Γεωργία Κοφινά και που θα κυκλοφορήσει ξανά εμπλουτισμένο) έφερε κάτι εντελώς νέο όταν εκδόθηκε: «Βοήθησε την οικογένεια να νηστέψει προσθέτοντας νηστίσιμες συνταγές όλου του φάσματος, μέχρι και για γλυκά».
Το θρησκευτικό βιβλίο έχει πάντως διαγράψει μια αξιοσημείωτη τροχιά, ιδίως μετά τη χούντα. Τα παλιότερα χρόνια υπήρχαν κυρίως οι εκδόσεις Αστήρ – Παπαδημητρίου που ασχολούνταν με το αντικείμενο αυτό, όπου έβγαιναν και τα βιβλία του Φώτη Κόντογλου. Ηταν οι μόνες που είχαν και μια στοιχειώδη αισθητική, αφού ώς τότε στην πλειονότητά τους τα θρησκευτικά βιβλία ήταν κακοσχεδιασμένα και κακοτυπωμένα.
«Ο πρώτος εκδοτικός οίκος που δεν θεωρεί ότι η ευλάβεια είναι συνώνυμη της κακογουστιάς είναι ο Δόμος» λέει χαρακτηριστικά άνθρωπος του χώρου για τον εκδοτικό οίκο που ίδρυσε ο Δημήτρης Μαυρόπουλος το 1978 (σταθμός υπήρξε και η έκδοση από τον Δόμο των Απάντων του Παπαδιαμάντη) και που μαζί με τον Ακρίτα του Δημήτρη Κόκκινου και κάποιους ακόμα άλλαξαν το τοπίο των θρησκευτικών εκδόσεων.
Από τους πρωτοπόρους ήταν και ο Μιχαήλ Γρηγόρης των ομώνυμων εκδόσεων, ο οποίος είχε ξεκινήσει πανεπιστημιακή καριέρα στον χώρο της θεολογίας, αλλά απολύθηκε από τη χούντα λόγω φρονημάτων και ξεκίνησε την εκδοτική του περιπέτεια με ένα καρότσι με βιβλία. Για να γίνει πρωταγωνιστής στον εκδοτικό χώρο (και στο εκπαιδευτικό βιβλίο) τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80. Από ανθρώπους που ξεκίνησαν στον Γρηγόρη γεννήθηκαν αργότερα και άλλοι εκδοτικοί οίκοι που ασχολήθηκαν με το θρησκευτικό βιβλίο, όπως η Παρουσία του Βασίλη Χατζηιακώβου (με τίτλους όπως ο δημοφιλής «Η ουσία της Ορθοδοξίας» του Ανδρέα Θεοδώρου και «Οι υψηλόπνοοι υμνογράφοι της Μεγάλης Εβδομάδας» του Ιωάννη Χατζηφώτη).
Αργότερα εμφανίστηκαν και άλλοι αξιόλογοι εκδοτικοί οίκοι που ασχολήθηκαν, συνήθως όχι αποκλειστικά, και με το θρησκευτικό βιβλίο, όπως οι Αρμός, Εν Πλω, Μαΐστρος, Σταμούλης, ο Πουρναράς στη Θεσσαλονίκη κ.ά. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην Ινδικτο που πρόσφατα εξέδωσε και τον δωδεκάτομο «Νέο Συναξαριστή», όπως και στον Αρτο Ζωής που τελευταία ιδίως, υπό τη διεύθυνση του Σταύρου Ζουμπουλάκη, έχει εκδώσει εξαιρετικά σε ποιότητα και αισθητική βιβλία.
Από τον χώρο δεν έλειψαν και τα παρατράγουδα των χρόνων της ασυδοσίας. Ο όμιλος Κυριακίδη αγόρασε (και) τις εκδόσεις Ακρίτας, τις οποίες λίγο αργότερα έκλεισε. Πρόκειται για τον πολυπράγμονα επιχειρηματία που ενεπλάκη στην υπόθεση της Proton Bank και για τον οποίο γράφτηκε ότι έφυγε από την Ελλάδα μεταμφιεσμένος σε… παπά.
Η κόρη όμως του ιδρυτή του Ακρίτα, Μαρία Κοκκίνου, ενεπλάκη ξανά στα εκδοτικά ιδρύοντας τις εκδόσεις Πορφύρα και τολμώντας αξιοσημείωτες καινοτομίες στο πεδίο αυτό. Πρόσφατα εξέδωσε τον Ακάθιστο Υμνο σε έκδοση περιπτέρου 20.000 αντιτύπων και τιμή 4,90 ευρώ. Η έκδοση τυπώθηκε με μαλακό χαρτί και μεγάλη γραμματοσειρά για ηλικιωμένους αλλά και για τον ημιφωτισμένο χώρο της εκκλησίας, έχοντας στην άκρη κάθε σελίδας ειδικό χώρο για την επεξήγηση των πιο δύσκολων λέξεων του κειμένου.
Ταυτόχρονα, κυκλοφόρησε βιβλίο με χαρτόνι δραστηριοτήτων, επιτραπέζιο παιχνίδι δηλαδή, που εξοικειώνει τα παιδιά με τα μέρη του ναού μέσα από το παιχνίδι. Λέγεται «Ενας θησαυρός καλά κρυμμένος» (συγγραφέας Πηνελόπη Μωραΐτου, εικονογράφηση Πέγκυ Φούρκα).
Ενας ακόμη εκδοτικός οίκος που προστέθηκε τα τελευταία χρόνια στον χώρο του θρησκευτικού βιβλίου είναι οι εκδόσεις Ουρανός, που είναι συνδεδεμένες με τις εκδόσεις Ψυχογιός. Θέλουν να συμβάλουν σε έναν ευρύτερο θρησκευτικό προβληματισμό και έτσι βγάζουν και βιβλία μη ορθοδόξων – παράδειγμα το δίτομο έργο του προηγούμενου Πάπα, το οποίο υπήρξε ένα παγκόσμιο εκδοτικό γεγονός.
Στις εκδόσεις Αρμός – που τα τελευταία χρόνια έχουν ανοιχτεί και στον τομέα του βιβλίου ψυχολογίας με πολύ καλά αποτελέσματα – εκδόθηκε ο κύκλος των λεγόμενων «Νεορθοδόξων», ενώ εκεί εκδίδονται πια όλα τα βιβλία του φιλόσοφου Στέλιου Ράμφου, που έχει ιδιαίτερα ασχοληθεί και με την ορθόδοξη παράδοση.
Γενική πάντως είναι η παραδοχή ότι τα πιο σοβαρά θρησκευτικά βιβλία που προωθούν τους σύγχρονους προβληματισμούς γύρω από θεολογικά ζητήματα – και τα οποία βρίσκει κανείς λιγότερο σε εξειδικευμένα βιβλιοπωλεία (Νεκτάριος Παναγόπουλος, Αποστολική Διακονία, Φως, Το Περιβόλι της Παναγίας κ.ά.), και περισσότερο σε καλά γενικά βιβλιοπωλεία, όπως ο Ιανός, η Πολιτεία, ο Ναυτίλος – στην Ελλάδα δεν είναι ευπώλητα, καθώς το πλατύ κοινό των πιστών προτιμά την εκλαϊκευμένη θεολογία (βιβλία «ψυχωφελή») ενώ οι αναγνώστες φιλοσοφικών δοκιμίων σπάνια ασχολούνται με τη θεολογία και τα της Εκκλησίας.
Σε κάθε περίπτωση, οι σοβαροί εκδότες θρησκευτικών βιβλίων έχουν και ένα είδος φιλοδοξίας να συμβάλουν στον εκσυγχρονισμό του χώρου και σε έναν επωφελή διάλογο, χωρίς να αποβλέπουν αποκλειστικά στο εμπορικό κέρδος. Η Μαρία Κοκκίνου μιλάει για «ιδεολογική φόρτιση». «Αυτό που με κάνει ευτυχισμένη να κάνει και άλλους» λέει. Ενώ ο Γιώργος Χατζηιακώβου του Αρμού δεν διστάζει να πει: «Εχω πρόβλημα με τη μόδα των γεροντάδων. Είναι βιβλία που αντί να ανοίγουν τα μάτια του ανθρώπου τα κλείνουν». Παλιότερα, προσπαθούσε να συμβάλει στον σχετικό διάλογο μέσα από στήλες περιοδικών και εκδηλώσεις. Αλλά αφού «στην Ελλάδα είναι δύσκολο να γίνει συζήτηση» και οι άνθρωποι δεν ξέρουν να κάνουν διάλογο μεταξύ τους, «το κάναμε μέσα από ογκώδη βιβλία που το ένα ασκεί κριτική στο άλλο».