Μία μόνο φράση μπορεί να συμπυκνώσει την πολιτική του ΚΚΕ στις διπλές εκλογές του Μαΐου: «Θέλουμε να είμαστε μια ενισχυμένη εκλογικά αντιπολίτευση». Για τις ευρωεκλογές αυτό θα μπορούσε να κατανοηθεί, υπό το πρίσμα ότι αυτές αφορούν μόνο την εκλογή των μελών του Ευρωκοινοβουλίου και ο Περισσός όσους ευρωβουλευτές κι αν εκλέξει δεν μπορεί και δεν θέλει να επηρεάσει την εκλογή του προέδρου της Κομισιόν από τη νέα Ευρωβουλή. «Καμιά αλλαγή προέδρου στην Κομισιόν δεν μπορεί να αλλάξει τον αντιδραστικό – αντιλαϊκό χαρακτήρα της ΕΕ» είπε ο Δ. Κουτσούμπας την Πέμπτη 11 Απριλίου παρουσιάζοντας το ευρωψηφοδέλτιο του κόμματος του.
Τι γίνεται όμως με τις αυτοδιοικητικές εκλογές; Στο παρελθόν ήταν πεδίον δόξης λαμπρό για το αρχαιότερο ελληνικό κόμμα. Εκεί πρωτοδοκίμαζε πολιτικές συμμαχίες με ευρύτερη πολιτική στόχευση και σε κάθε περίπτωση φρόντιζε μέσα από την Τοπική Αυτοδιοίκηση να παρεμβαίνει στην κεντρική πολιτική σκηνή. Εδώ και μερικά χρόνια, όμως, έχει αλλάξει εντελώς ρότα, με αποτέλεσμα στις τωρινές αυτοδιοικητικές εκλογές να μην επιδιώκει και να μην επιθυμεί να κερδίσει κανέναν δήμο και καμία περιφέρεια. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα από την περίπτωση του Δήμου Πετρόπουλης, όπου ο απερχόμενος δήμαρχος Θωμάς Κοτσαμπάς είναι μεν «κόκκινος», δεν θεωρείται, όπως λένε οι γνωρίζοντες, αποτυχημένος για το κόμμα του, αλλά και δεν θα είναι ξανά υποψήφιος για τη θέση του δημάρχου στην αναμέτρηση του Μαΐου.
Η ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ. Το ΚΚΕ άρχισε να αδιαφορεί για την εκλογή ανθρώπων της επιλογής του στη θέση των αυτοδιοικητικών αρχόντων, τουλάχιστον, από τις αρχές του νέου αιώνα. Σιγά αλλά σταθερά διατύπωνε τη θέση ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση όλο και περισσότερο ταυτίζεται με την κεντρική εξουσία κι ότι οι τοπικοί άρχοντες μετατρέπονται σε υπαλλήλους του κράτους. Οπότε και δεν έχει αξία η διεκδίκηση ενός δήμου, μιας νομαρχίας παλιότερα ή μιας περιφέρειας με τα δεδομένα του «Καλλικράτη». Από τις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2010 η θέση αυτή κυριάρχησε απόλυτα στην κομματική πολιτική πρακτική και συνοδεύτηκε από δύο ακόμη βήματα. Το ένα ήταν ότι εγκαταλείφθηκε εντελώς η πολιτική συμμαχιών. Το δεύτερο ότι διαλύθηκαν οι παλιές ευρείες αυτοδιοικητικές παρατάξεις που στήριζε το ΚΚΕ. Στη θέση τους δημιουργήθηκε μια νέα αυτοδιοικητική «παράταξη» η οποία εμφανίζεται σε όλους τους δήμους και σε όλες τις περιφέρειες με το όνομα Λαϊκή Συσπείρωση. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για παράταξη αλλά για το ενιαίο πανελλαδικά όνομα των –κατά τόπους –κομματικών αυτοδιοικητικών ψηφοδελτίων, στα οποία περιλαμβάνονται ως υποψήφιοι μόνο κομματικά στελέχη και μέλη –και κάποιοι άνθρωποι της στενής κομματικής επιρροής. Με αυτά τα δεδομένα, εκείνο που επιδιώκει το ΚΚΕ στις αυτοδιοικητικές εκλογές είναι το πολύ μια καλή εκπροσώπηση στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια για να ασκεί αντιπολίτευση στην εκάστοτε κυβερνητική πολιτική ή, όπως λέει το ίδιο, να προασπίζει τα λαϊκά συμφέροντα από καλύτερες θέσεις και για να γίνει ένα ακόμη βήμα προς τη λαϊκή χειραφέτηση.
ΟΙ ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ. Με τον ίδιο στόχο, της ενισχυμένης εκλογικά παρουσίας του, κατέρχεται το ΚΚΕ και στις ευρωεκλογές. Ειδικά για τις ευρωεκλογές έχει κυριαρχήσει η εντύπωση πως είναι το μόνο αντιευρωπαϊκό κόμμα. Ζητάει την αποδέσμευση από την ΕΕ και την ευρωζώνη και προτάσσει, λόγω της κρίσης, τη μονομερή διαγραφή του χρέους. Αν προσεχθούν όμως καλύτερα οι θέσεις του, οι στόχοι αυτοί δεν είναι άμεσοι και δεν συνδέονται με καμία από τις κοινώς λεγόμενες ευρωσκεπτικιστικές λογικές άλλων πολιτικών χώρων. Το ΚΚΕ ταυτίζει με σαφήνεια τον στόχο της εξόδου από την ΕΕ και την ευρωζώνη –κι εκείνον της μονομερούς διαγραφής του χρέους –με την προϋπόθεση ότι στην Ελλάδα δεν θα υπάρχει καπιταλισμός αλλά σοσιαλισμός όπως τον εννοούν οι ιθύνοντες του Περισσού. Ετσι η ψήφος που ζητεί στις ευρωεκλογές είναι μόνο συμβολή και ενίσχυση προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού. «Οι ευρωεκλογές», λέει η εκλογική του διακήρυξη, «μπορούν να συμβάλουν σε μια στροφή στον συσχετισμό προς όφελος του λαού. Με ισχυρό ΚΚΕ για μια πραγματικά ισχυρή εργατική – λαϊκή αντιπολίτευση, μια ισχυρή αντιμονοπωλιακή – αντικαπιταλιστική λαϊκή συμμαχία για την εργατική – λαϊκή εξουσία».