Είχε γράψει το «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» –είχε πράγματι έρθει σε επαφή με τον θάνατο πολλές φορές μετά τα εβδομήντα του χρόνια.
Το 1999 διαγνώστηκε με καρκίνο στους λεμφαδένες, που αντιμετωπίστηκε με χημειοθεραπεία στο Λος Αντζελες, δίνοντάς του μεγάλη παράταση ζωής.
Παρ’ όλα αυτά έναν χρόνο αργότερα κάποιοι προανήγγειλαν τον θάνατό του: η περουβιανή εφημερίδα «Λα Ρεπούμπλικα» έγραψε λανθασμένα ότι όπου να ‘ναι επέρχεται το μοιραίο. Την επομένη μάλιστα πολλές εφημερίδες και ιστοσελίδες δημοσίευσαν ένα κείμενο με τον τίτλο «La Marioneta», που παρουσιάστηκε ως ποίημα με το οποίο ο ίδιος ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες αποχαιρετά τους αναγνώστες του και τον κόσμο.
Αλλά όλα αυτά διαψεύστηκαν από την πραγματικότητα. Αυτό που αλήθεια συνέβη είναι ότι ο νομπελίστας συγγραφέας ταράχθηκε από την ασθένεια και ταυτόχρονα κινητοποιήθηκε συγγραφικά: άρχισε να δουλεύει καθημερινά συντάσσοντας τα απομνημονεύματά του. «Μείωσα τις επαφές με τους φίλους μου στο ελάχιστο, κατάργησα την τηλεφωνική μου σύνδεση και ακύρωσα ταξίδια και κάθε άλλου είδους συμμετοχές σε εκδηλώσεις» είπε στην κολομβιανή «Ελ Τιέμπο».
Και πράγματι, το 2002 δημοσίευσε τον πρώτο τόμο των απομνημονευμάτων του με τον τίτλο «Ζω για να τη διηγούμαι». Εναν χρόνο αργότερα δημοσίευσε και μια νουβέλα 115 σελίδων με τον προκλητικό τίτλο «Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου», βιβλίο στη μνήμη ενός άλλου σπουδαίου συγγραφέα –του Ιάπωνα Γιασουνάρι Καβαμπάτα –το οποίο εξερευνά το θέμα της σεξουαλικότητας στα γηρατειά. Το βιβλιαράκι, που τυπώθηκε στα ισπανικά κατευθείαν σε ένα εκατομμύριο αντίτυπα, μεταφράστηκε σε όλο τον κόσμο σκανδαλίζοντας μάλιστα κάποιους –λ.χ. στο Ιράν, όπου απαγορεύθηκε αρκετά γρήγορα.
Παρ’ όλα αυτά ο θάνατος ήδη καραδοκούσε σε μία ίσως πιο οδυνηρή από την κανονική εκδοχή του. Τα επόμενα χρόνια διάφορες φήμες εναλλάσσονταν για την κατάσταση της υγείας του, ο μεγάλος συγγραφέας δεν εμφανιζόταν πουθενά, κάτι μεταξύ ανησυχίας και καχυποψίας αιωρούνταν στην μπλογκόσφαιρα των αναρίθμητων οπαδών του. Μέχρι που ο αδελφός του Χάιμε Γκαρσία Μάρκες αποκάλυψε το μυστικό. Ο Γκαμπριέλ «έχει προβλήματα με τη μνήμη του». Δηλαδή επρόκειτο για έναν αργό πνευματικό θάνατο. Ο συγγραφέας έπασχε από γεροντική άνοια. «Η οικογένειά μας έχει ιστορικό άνοιας» είπε ο Χάιμε. «Ο Γκαμπριέλ εμφάνισε πρόωρα τα συμπτώματά της λόγω του καρκίνου που τον έφερε σχεδόν στο κατώφλι του θανάτου. Η χημειοθεραπεία τού έσωσε τη ζωή, ωστόσο κατέστρεψε πολλούς νευρώνες και κύτταρα επιταχύνοντας τη διαδικασία».
Χαρακτηριστική είναι η ιστορία της δύσκολης σχέσης του με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οταν ήταν νέος είχε καταχωρισθεί από τις Αρχές των ΗΠΑ ως ανατρεπτικό στοιχείο και οι υπηρεσίες μετανάστευσης του αρνούνταν τη βίζα εισόδου. Το 1961 είχε υπάρξει επίσημη απαγόρευση επίσκεψης εκεί, λόγω των φιλοκουβανικών του θέσεων. Ηταν όμως ένας πρόεδρος των ΗΠΑ που ήρε τις απαγορεύσεις. Ο λόγος για τον Μπιλ Κλίντον, ο οποίος δήλωσε μάλιστα την ώρα που αναλάμβανε αυτήν την πρωτοβουλία ότι το «Εκατό χρόνια μοναξιά» ήταν το αγαπημένο του βιβλίο.
Η λατρεία για τον «Γκάμπο» δεν είχε σύνορα. Στην άλλη άκρη της Γης, στη Μόσχα, ένας άλλος πρόεδρος δηλώνει τον θαυμασμό του για εκείνον. Στις 6 Μαρτίου, την ημέρα των 85ων γενεθλίων του κολομβιανού συγγραφέα, ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ του απένειμε το παράσημο του Τάγματος της Τιμής «για τη συμβολή του στην ενίσχυση της φιλίας ανάμεσα στους λαούς της Ρωσίας και της Λατινικής Αμερικής». Τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς ένας συρμός του μετρό της Μόσχας με οκτώ βαγόνια διακοσμείται για έξι μήνες με φωτογραφίες του συγγραφέα και αποσπάσματα του έργου του στα ρωσικά και τα ισπανικά.
Αλλά πώς έφτασε αυτός ο πρωτότοκος γιος μιας οικογένειας με έντεκα παιδιά, από την άσημη Αρακατάκα της Κολομβίας, να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφικούς θρύλους του 20ού αιώνα; Αν κάποιος στα παιδικά του χρόνια του ενέπνευσε το πάθος της αφήγησης, αυτός σίγουρα δεν ήταν ο πατέρας του, ο συντηρητικός πρώην τηλεγραφιστής που ελάχιστα μετά τη γέννηση του Γκαμπριέλ αποφάσισε να αλλάξει επάγγελμα, να γίνει φαρμακοποιός σε άλλη πόλη, παίρνοντας μαζί του τη γυναίκα του αλλά όχι και τον μικρό, που μεγάλωσε με τον παππού και τη γιαγιά. Ηταν λοιπόν ο παππούς του από τη μητέρα του που σημάδεψε τα παιδικά του χρόνια.
Ενας φιλελεύθερος συνταγματάρχης, που έχαιρε μεγάλου σεβασμού και αντιμετωπιζόταν ως ήρωας στο στρατόπεδο των φιλελευθέρων, καθώς είχε συμμετάσχει στον πόλεμο των Χιλίων Ημερών (τον πιο άγριο από τους εμφυλίους της Κολομβίας, που ξέσπασε το 1899) και, επίσης, είχε αρνηθεί να σιωπήσει όταν έγινε η σφαγή των επαναστατημένων αγροτών στις μπανανοφυτείες, έναν χρόνο μετά τη γέννηση του Γκαμπριέλ.
Ο Νικολάς Ρικάρντο Μάρκες, που τον φώναζαν χαϊδευτικά Πάπα Λέλο, ήταν εξαιρετικός αφηγητής. Ανέλαβε ο ίδιος την εκπαίδευση του Γκαμπριέλ, τον πήγαινε στο τσίρκο, του έδωσε το πρώτο παγωτό, μια ανακάλυψη της εποχής που μόλις είχε εμφανιστεί στα μαγαζιά της αμφιλεγόμενης United Fruit Company. Ηταν αυτός που του έδωσε να καταλάβει τι μεγάλο φορτίο είναι να έχεις σκοτώσει άνθρωπο, ήταν αυτός που ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες θα αποκαλέσει αργότερα «ομφάλιο λώρο που συνδέει την ιστορία με την πραγματικότητα».
Αλλά εξίσου μεγάλη επιρροή στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του νεαρού Γκαμπριέλ είχε και η γιαγιά του Τρανκουιλίνα Ιγκουαράν Κοτές, σύζυγος του Πάπα Λέλο. «Πράγματα ασυνήθιστα τα μεταχειριζόταν σαν να ήταν εντελώς φυσικά» είχε πει ο εγγονός της. Φαντάσματα, προφητείες, προμηνύματα, προαισθήματα ανήκαν στον κόσμο των καθημερινών της αφηγήσεων ως πράγματα που ανήκαν στην καθημερινή ζωή –ίσως αυτά, εντέλει, βρίσκονται στη βάση αυτού που αργότερα αποκλήθηκε «μαγικός ρεαλισμός», το λογοτεχνικό είδος που δημιούργησε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
Κομμάτι αυτών των οικογενειακών ιστοριών αποτύπωσε ο Μάρκες σε μία από τις μεγαλύτερες εκδοτικές επιτυχίες του, το μυθιστόρημα «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας», που μάλιστα το έγραψε μετά το Νομπέλ.
Ο αγαπημένος του παππούς πέθανε από πνευμονία όταν ο Γκαμπριέλ ήταν δέκα ετών.
Εγκαταστάθηκε τότε στην πόλη όπου ζούσαν οι γονείς του και είχε ο πατέρας του το φαρμακείο, στην Μπαρανκίγια. Τελειώνει εκεί το Δημοτικό, ενώ ταυτόχρονα διανέμει διαφημιστικά προσπέκτους για να βοηθήσει οικονομικά τους γονείς του. Στο Γυμνάσιο έδειξε για πρώτη φορά τις ικανότητές του στη γραφή, φτιάχνοντας σατιρικά ποιήματα. Ο γυμνασιάρχης τον γνώρισε σε δύο γνωστούς ποιητές, ενώ στα 17 του η εφημερίδα «Ελ Τιέμπο», στην οποία αργότερα θα έδινε συνεντεύξεις, δημοσίευσε ποίημά του με ψευδώνυμο.
Αργότερα ο πατέρας του τον υποχρεώνει να εγγραφεί στη Νομική Σχολή την οποία δεν θα τελειώσει ποτέ. Αντίθετα, μπαίνει αρκετά γρήγορα στη δημοσιογραφία που έπαιξε και στη ζωή και στη γραφή του πολύ σημαντικό ρόλο. Για πολλά χρόνια έγραφε σε διάφορες εφημερίδες –και όχι μόνο της Κολομβίας –από χρονογραφήματα μέχρι πολιτικά ρεπορτάζ και από κινηματογραφικές κριτικές μέχρι ταξιδιωτικά κείμενα.
Η δημοσιογραφία τον έφερε για πρώτη φορά σε επαφή με την Ευρώπη, όπου δούλεψε ως ανταποκριτής, και τον έθρεψε μέχρι περίπου το 1965. Αυτή η χρονιά είναι από πολλές απόψεις σημαντική στην καριέρα του. Ενώ έχει ήδη πίσω του δύο-τρία βιβλία, γίνεται το μεγάλο βήμα και υπογράφει με το λογοτεχνικό πρακτορείο της Βαρκελώνης Carmen Balcells σύμβαση εκπροσώπησης σε όλες τις γλώσσες και όλες τις χώρες για… 150 χρόνια!
Τον Μάρτιο του 1966 η ταινία «Tiempo de morir», της οποίας έχει γράψει το σενάριο, παίρνει το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ της Καρθαγένης. Παράλληλα, από τον Ιούλιο του 1965 μέχρι τον Αύγουστο του 1966 αφήνει τη δημοσιογραφία και αφοσιώνεται στη συγγραφή του μυθιστορήματος που εκδόθηκε το 1967 (στα σαράντα του χρόνια, δηλαδή) και έμελλε να τον κάνει διάσημο σε όλο τον κόσμο: το «Εκατό χρόνια μοναξιά».
1927: Γέννηση του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες στην Αρακατάκα της Κολομβίας
1967: Δημοσιεύει το «Εκατό χρόνια μοναξιά»
1981: Δημοσιεύει το «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου»
1982: Τιμάται με το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας
1985: Δημοσιεύει τον «Ερωτα στα χρόνια της χολέρας»