Με τη διάλυση του Ευρωκοινοβουλίου πριν από το Πάσχα ολοκληρώθηκε ο κοινοβουλευτικός χρόνος της ελληνικής προεδρίας. Εναν μήνα πριν από τις ευρωεκλογές και δύο πριν από τη λήξη του εξαμήνου κατά το οποίο η χώρα μας ηγείται της Ενωσης, δύο συμπεράσματα επιβάλλονται: ότι το έργο της προεδρίας ήταν εξαιρετικά γόνιμο, ειδικά στον οικονομικό (μηχανισμός διάσωσης τραπεζών) και στον χρηματοοικονομικό τομέα (κλείσιμο όλων των βασικών οδηγιών και κανονισμών για τις ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές). Kαι ότι μιλήσαμε ελάχιστα γι’ αυτό το έργο, όπως γενικώς μιλάμε ελάχιστα για την Ευρώπη, για τα πραγματικά προβλήματα και τις μεγάλες προκλήσεις της, ακόμη και όταν καμωνόμαστε πως μιλάμε, και ετοιμαζόμαστε να ψηφίσουμε, για όλα αυτά.

Ειδικά στην Ελλάδα θα είχαμε έναν λόγο παραπάνω να εντρυφήσουμε στα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και να προβληματιστούμε σε βάθος για τις προοπτικές της: η χώρα μας και ο τρόπος που θα πορευθεί, εντός και ελπίζουμε και εκτός κρίσης, είναι άρρηκτα δεμένος με τις εξελίξεις στην Ενωση. Οχι μόνο γιατί και μετά το τέλος του Μνημονίου η επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας, ακόμη και η ανάμειξη στις βασικές αποφάσεις, θα συνεχιστεί –πλέον όμως με τη δυνατότητα να έχουμε και εμείς αποφασιστικό λόγο. Αλλά και γιατί από την κατεύθυνση που θα πάρει το κεντρικό δίλημμα –οικονομική εξυγίανση μέσα από ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης και συνύπαρξης ή συνέχιση μιας δήθεν ενάρετης λιτότητας που οδηγεί στην πολιτική διάλυση –θα εξαρτηθεί ο χρόνος και η φορά της ελληνικής «σωτηρίας».

Να λοιπόν τα μεγάλα ζητήματα γύρω από τα οποία, αμέσως μετά τις ευρωεκλογές, θα παιχτούν και θα κριθούν τα πάντα: η πολιτικοποίηση που πρόσκαιρα έφερε η πρόβλεψη της Συνθήκης της Λισαβόνας για την εκλογή του νέου προέδρου της Επιτροπής, καθώς και η επιμονή του Μάρτιν Σουλτς σε μια απόλυτη αντιστοίχηση με το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, θα συνεχιστεί και θα γενικευτεί άραγε και θα γεμίσει με πολιτικό περιεχόμενο και κυρίως με πολιτικό δυναμισμό και τους θεσμούς (πιλοτάρισμα της Ευρώπης και του ευρώ, οικονομική διακυβέρνηση, Επιτροπή – πραγματική κυβέρνηση, εξισορρόπηση υπέρ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου); Το μέχρι στιγμής «τραπεζοκεντρικό» μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης θα συνοδευτεί και θα συμπληρωθεί και από παρεμβάσεις με αμεσότερο αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία (αλλαγή λογικής και προτεραιοτήτων κοινοτικού προϋπολογισμού, «οριζόντια» και όχι μέσω των εθνικών προϋπολογισμών κοινά έργα, άντληση ρευστότητας από τις κεφαλαιαγορές και από τα σύγχρονα επενδυτικά εργαλεία, στήριξη μέσω ποιοτικής αναβάθμισης του μικρομεσαίου τομέα, της νέας αγροτικής πολιτικής, της παιδείας και της έρευνας); Τα διδάγματα από την ώς τώρα αντιμετώπιση της κρίσης θα σπρώξουν για τις αναγκαίες αλλαγές σε πρόσωπα και ιδέες ή θα ευνοήσουν τους αμήχανους (για τους οποίους Ευρώπη σημαίνει ακινησία), τους δογματικούς (που επιμένουν, κόντρα στην πραγματικότητα, ότι η συνταγή είναι σωστή) και τους αντιευρωπαίους (με τα χίλια κεφάλια αλλά τη μία και μοναδική ατζέντα); Και αν επιθυμούμε τις αλλαγές που μόνες μπορούν να σώσουν την Ευρώπη, πώς εμείς οι πολίτες να τις εκφράσουμε και σε ποια πολιτικά πρόσωπα και φορείς να τις αναθέσουμε;

Αυτά έπρεπε να μας απασχολούν και, ήδη, να μας παθιάζουν. Στη θέση τους, η ελληνική πολιτική σκηνή, στη διπλή μέγκενη του ελληνοκεντρισμού που εξαφανίζει τη «μεγάλη εικόνα» και του σταυρού προτίμησης που υπερπροβάλλει τα πρόσωπα εις βάρος των ιδεών, καταπιάνεται με το άνοιγμα και το κλείσιμο λιστών, τις πιθανότητες επιτυχίας τηλεοπτικών και άλλων αστέρων και με τον εσωτερικό συσχετισμό δυνάμεων την επαύριον των ευρωεκλογών. Σαν μην ήταν οι εκλογές αυτές οι πιο σημαντικές για την Ευρώπη και σαν να είχαμε την πολυτέλεια να παίξουμε στην καμπούρα της το μέλλον μας.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς