Το βράδυ της Παρασκευής, 22 Ιουνίου 1990, ο Πάνος Σόμπολος, έγραφε στο «Εθνος»: «Εξιχνιάζεται η υπόθεση της απαγωγής και δολοφονίας του δεκαεπτάχρονου ποδοσφαιριστή Γιάννη Τσατσάνη, γνωστού με το ψευδώνυμο Μαρσελίνο, η οποία συγκλόνισε την κοινή γνώμη. Εξακριβωμένες πληροφορίες αναφέρουν ότι οι αστυνομικοί εκμεταλλεύτηκαν ορισμένες πληροφορίες που συγκέντρωσαν και χθες το βράδυ βρήκαν την άκρη της πολύκροτης υπόθεσης. Οι απαγωγείς είναι πέντε ή έξι…».
Την υπόθεση της απαγωγής του νεαρού ποδοσφαιριστή για λύτρα είχε παρουσιάσει κατ’ αποκλειστικότητα ο Πάνος Σόμπολος ήδη από τις πρώτες μέρες μετά την απαγωγή, που είχε γίνει το Μάρτιο του 1990. Το πτώμα, όμως, του 17χρονου βρέθηκε τρεις μήνες μετά σε μια στάνη στα Σκούρτα Βοιωτίας. Ο Π. Σόμπολος κάνει στο βιβλίο του μια ανθρώπινη εξομολόγηση: «Εδώ θα πρέπει να σας εξομολογηθώ και τη βαθιά ανησυχία που βίωσα για το πρωτοσέλιδο αποκλειστικό δημοσίευμα. Είναι κάτι ανθρώπινο που εμείς οι δημοσιογράφοι το έχουμε ζήσει κι άλλες φορές. Οταν βρέθηκε το πτώμα του άτυχου Μαρσελίνο και αναγνωρίστηκε από τους οικείους του, με βασάνιζε μια ημερομηνία: πότε σκότωσαν το παιδί οι απαγωγείς; Και με βασάνιζε επειδή ήθελα να μάθω αν τον είχαν σκοτώσει πριν ή μετά το δημοσίευμα.
Γιατί αν είχε συμβεί μετά, τότε ίσως να είχα συμβάλει κι εγώ με τον τρόπο μου στη δολοφονία, επειδή, όπως έμαθα αργότερα, οι απαγωγείς απειλούσαν τον πατέρα του απαχθέντα για να μη μιλήσει στην αστυνομία. Η αγωνία μου συνεχίστηκε έως την ημέρα που διαπιστώθηκε επίσημα ότι ο Μαρσελίνο είχε δολοφονηθεί την Πέμπτη, 22 Μαρτίου, τότε πήγε η ψυχή μου στη θέση της και ηρέμησα. Εγώ είχα βγάλει το θέμα στις 29 Μαρτίου».