Οπως συνήθως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, οι περισσότεροι τη γνώρισαν από τηλεοπτικές σειρές όπως οι «Είσαι το ταίρι μου», «Ευτυχισμένοι μαζί», «Το Νησί». Εκείνη, στο μεταξύ, απόφοιτος του Θεάτρου Τέχνης, σφυρηλατούσε αργά και σταθερά και την παρουσία της στο σανίδι, επιλέγοντας ρόλους όλο και πιο δύσκολους. Παράλληλα έγινε η πρωθιέρεια της Τελετής Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας
Μία από τις πολλές ευκαιρίες για χαζολόγημα που προσφέρει το YouTube είναι οι παλιές τηλεοπτικές διαφημίσεις. Απέχοντας πολύ από τις σημερινές, τις τόσο έξυπνες και ευρηματικές, μοιάζουν σαν από άλλη εποχή και χώρα. Πρόκειται ευτυχώς για ψευδαίσθηση, που συμπαρασύρει όμως και τους ή τις ηθοποιούς τους. Μία από αυτές εντοπίζεται κάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’90 σε δύο σποτ, διαφημίζοντας σαμπουάν στο ένα, καθαριστικό πιάτων στο άλλο. Η σκηνοθεσία φαντάζει απλοϊκή, οι διάλογοι δεν θυμίζουν πραγματικούς, ενώ ακόμα και οι συσκευασίες των προϊόντων φαίνονται υποχρεωμένες να αλλάξουν. Σχεδόν όπως και η πρωταγωνίστρια: τα ρούχα, τα μαλλιά, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, μικρή σχέση έχουν με τα σημερινά. Η Κατερίνα Λέχου είναι αγνώριστη.
Τα προηγούμενα χρόνια είχε μεγαλώσει στα Ιλίσια μαζί με τους γονείς και τις αδελφές της. Ηταν μαθήτρια του 19 και πανύψηλη, χαρακτηριστικό όμως που την κρατούσε στο δωμάτιό της περισσότερο από το συνηθισμένο, παρέα με μπόλικα μυθιστορήματα. Είχε πάρει απότομα ύψος και η βαριά σκολίωση που προκλήθηκε δεν αντιμετωπίστηκε με τη σωστή αγωγή, στέλνοντάς την στην Αγγλία για πολύ δύσκολη επέμβαση. Τα κατάφερε πάντως, έδωσε Πανελλαδικές και πέρασε στο Τμήμα Κοινωνιολογίας Θεσσαλονίκης. Αδικος κόπος: ένας συμμαθητής που πήγαινε για ηθοποιός, της είχε δώσει ήδη τη «Μήδεια» του Ανούιγ. Η Λέχου ανακάλυψε «έναν χαρακτήρα με τον οποίο μπορούσες να συνομιλήσεις» και έτσι έδωσε εξετάσεις και στο Εθνικό και στο Θέατρο Τέχνης. Πέρασε και στα δύο, διάλεξε το δεύτερο. Αποφοίτησε το 1987, όταν πέθανε ο ιδρυτής του και σύντομα απογοητεύθηκε λιγάκι. Ενώ νόμιζε «ότι ο κόσμος είναι γεμάτος από κλασικό ρεπερτόριο» οι προτάσεις άλλο έδειχναν.
Με πείσμα. Μπορεί να φταίει η πειθαρχία της σχολής του Καρόλου Κουν, η ηθοποιός πάντως, από εκεί που πριν από τις σπουδές είχε απλώς μια καλλιτεχνική ροπή, μετά το τέλος τους πείσμωσε. Εκτός από εκείνες τις διαφημίσεις, η τηλεόραση την είδε και σε σειρές όπως «Οι φιλενάδες» του Παύλου Τάσιου, «Παράθυρο στον ήλιο» σε σενάριο Μιρέλλας Παπαοικονόμου, «Χαμένη άνοιξη» του Χριστόφορου Χριστοφή και ο κινηματογράφος σε μεγάλου ή μικρού μήκους ταινίες: «Τα σημάδια της νύχτας» του Πάνου Κοκκινόπουλου, «Το κοχύλι» της Κατερίνας Στεργίου ή «Του Χάρου τα δόντια» του Κυριάκου Χατζημιχαηλίδη. Το Θέατρο Τέχνης δεν ήθελε ούτε να ακούει για τηλεόραση, πλέον όμως δεν του έπεφτε λόγος και η Λέχου πρόσεχε τις επιλογές της. Οταν το 1998 χρειάστηκε να ξανακάνει επέμβαση στη σπονδυλική της στήλη, είχε ήδη κάμποσο αέρα στα πανιά της. Λίγο οι ικανότητές της, αλλά και λίγο το ψηλόλιγνο παρουσιαστικό, η σχεδόν καθησυχαστική ομορφιά ή η μελένια χροιά στη φωνή της, συνέβαλαν ώστε να επιλεγεί για μία από τις πιο επιτυχημένες και αξιοπρεπείς ελληνικές σειρές.
Από άλλους πρωταγωνιστές του, το «Είσαι το ταίρι μου» ίσως να την ωφέλησε περισσότερο. Οχι ότι ξαφνικά πλούτισε – για οικονομικούς λόγους, θα έμενε στο πατρικό της για λίγο ακόμα. Χώρια που δεν είχε πάψει να σκέφτεται ότι, αν δεν έβρισκε την αναγκαία ανταπόκριση μέχρι τα σαράντα, θα έψαχνε για άλλη δουλειά. Δεν χρειάστηκε. Το τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει συχνότερα και από την άλλη γραμμή ακούγονταν προτάσεις για το «Οξυγόνο» των Ρέππα – Παπαθανασίου ή για το «504 χλμ. βόρεια της Αθήνας» του Αλέξανδρου Πανταζούδη. Το 2007 ήρθε το «Ευτυχισμένοι μαζί», που αγαπήθηκε αρκούντως. Καλώς ή κακώς, ήταν και εποχή σχετικής αισιοδοξίας για την ελληνική τηλεόραση, που παρά κάποια μακρινά μπουμπουνητά οδηγήθηκε σε μια από τις ακριβότερες παραγωγές της.
Η εξέλιξη. Ο,τι και αν ήταν τελικά «Το Νησί», στην Κατερίνα Λέχου δίδαξε τι θα πει οργάνωση πολύ πριν από το τελικό αποτέλεσμα. Υποδυόταν μια δασκάλα που προσβάλλεται από λέπρα, στέλνεται στη Σπιναλόγκα και κρατάει την ελπίδα ζωντανή. Σύμφωνα με ένα γνωστό κλισέ, ήταν ρόλος που τσαλάκωνε την ομορφιά της. Κάτι τέτοια βέβαια αρέσουν στα μίντια και ίσως γι’ αυτό πλήθυναν οι συνεντεύξεις. Τις αντιμετώπισε συγκρατημένα, αλλά καθόλου αρνητικά. Τη ρωτούσαν για τη μητρότητα, τις σχέσεις, τέτοια. Εκείνη απαντούσε τα αντίστοιχα ή παραδεχόταν ότι έχει ξοδέψει τέσσερις μισθούς για μία τσάντα και ότι για έξι χρόνια ψυχαναλυόταν. Κατά τα άλλα, ό,τι «αποκάλυπτε» απείχε από το εντυπωσιακό. Οταν το προηγούμενο καλοκαίρι παντρεύτηκε με τον επιχειρηματία Μάνο Στρατάκη, με κουμπάρους τον Γιάννη Μπέζο και τη Ναταλία Τσαλίκη, στο ξωκκλήσι της Πάτμου όπου έγινε η τελετή δεν υπήρχαν φωτογράφοι.
Δεν θα είναι λοιπόν εντυπωσιακό αν η «σοβαρότης», όπως και αν ερμηνεύεται, βρίσκεται πρώτη στα κριτήρια της Επιτροπής Λαμπαδηδρομίας της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής. Είναι βέβαια και αυτό το περιβόητο μεσογειακό κάλλος, του οποίου η Λέχου μοιάζει ιδανική σημαιοφόρος. Ο ρόλος πάντως της πρωθιέρειας της Τελετής Αφής και Παράδοσης της Φλόγας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες Νέων της Ναντζίνγκ της Κίνας δόθηκε προ ημερών σε εκείνη και μέχρι το 2018. Τηρουμένων των αναλογιών, είναι μάλλον η πιο αναγνωρίσιμη στο πόστο, αν και όσο εμείς ασχολιόμασταν με τις τηλεοπτικές σειρές της εκείνη ενίσχυε τη θεατρική παρουσία της. Ερμηνείες της σε έργα όπως «Ο θάνατος και η κόρη», «Χάρτινα λουλούδια» ή «Ολα για τη μητέρα μου» δεν απέσπασαν κακό σχόλιο. Προ μηνών, την ακούσαμε να διαβάζει και πεζά του Θανάση Βαλτινού, σε εκδήλωση προς τιμήν του.
Μέχρι που την είδαμε σε συνεντεύξεις να δηλώνει ότι η ελληνική κοινωνία είναι «όχι απλώς φοβική, αλλά μία κοινωνία που έχει πιάσει με τα χέρια τα μάτια της και τα έχει κλείσει, όπως κάνουν τα μικρά παιδιά». Να παραδέχεται ότι φέτος δεν είχε τηλεοπτική πρόταση. Στην παρουσίαση του νέου πόστου της, είπε μεταξύ άλλων ότι «η πρωθιέρεια είναι κάτι παραπάνω από ένας ρόλος, είναι σαν να παίζεις στην Επίδαυρο και πολύ πιο πάνω, καθώς πρεσβεύει όλα τα ιδανικά του Ολυμπισμού». Στη δε Τελετή Αφής της Τετάρτης στο Παναθηναϊκό Στάδιο, με χορογράφο την Αρτεμη Ιγνατίου και μουσική του Γιάννη Ψειμάδα, έκανε αυτό ακριβώς που έπρεπε. Και αφού όλα τελείωσαν, ανάμεσα σε άλλα είπε: «Η εμπειρία ήταν πολύ συγκινητική. Ηταν αντίστοιχη αρχαίου θεάτρου. Πάντα αυτοί οι χώροι έχουν μία ιδιαίτερη ενέργεια που είναι σχεδόν μεταφυσική. Μιλάω για το Καλλιμάρμαρο αυτή τη στιγμή και φαντάζομαι ότι πολύ περισσότερο θα είναι και στην Ολυμπία που δεν έχω πάει ακόμα».