Ελάχιστοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν τις σκιτσογραφικές ανησυχίες του Μίλαν Κούντερα –ο οποίος μάλιστα είχε διαπρέψει και ως αστρολόγος αφού έγραφε τα ζώδια για να βγάλει τα προς το ζην. Η ιταλική εφημερίδα «Κοριέρε ντέλα Σέρα» ανέλαβε να εκδώσει μια σειρά από βιβλία, τα οποία θα φιλοξενούν τις ζωγραφικές ανησυχίες λογοτεχνών. Η αρχή γίνεται με τον τσέχο συγγραφέα, για να ακολουθήσουν ζωγραφικές απόπειρες του Ευγένιου Ιονέσκο, του Τζoν Μπέργκερ, του Γκίντερ Γκρας κ.ά.
Διαβάστε Επίσης
Μίλαν Κούντερα: Η αβάσταχτη ελαφρότητα του σκίτσου
Μια μυστική πινακοθήκη γεμάτη με σχέδια. Μοιάζουν περισσότερο με παιδικές ασκήσεις ζωγραφικού στυλ παρά με απόπειρες εικαστικής δημιουργίας ενηλίκου. Σε αυτά συναντιούνται η αθωότητα, τα οράματα, τα όνειρα και οι προσδοκίες του μεγάλου συγγραφέα
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που εξεπλάγησαν με την απόφαση του 85χρονου συγγραφέα να κοινοποιήσει το μυστικό του. Οχι άδικα αφού για σχεδόν 30 χρόνια ο Μίλαν Κούντερα είχε κόψει κάθε επίσημη σχέση με τα μίντια. Το 1986 έγραφε στην «Τέχνη του μυθιστορήματος»: «Πήρα τη σθεναρή απόφαση: ποτέ πια συνεντεύξεις». Στο ίδιο βιβλίο υπάρχει άλλη μια φράση του συγγραφέα που σκιαγραφεί τις προθέσεις και τις διαθέσεις του: «Ονειρεύομαι έναν κόσμο όπου οι συγγραφείς θα ήταν υποχρεωμένοι από τον νόμο να κρατούν μυστική την ταυτότητά τους και να χρησιμοποιούν ψευδώνυμα».
Φυσικά οι γάλλοι δημοσιογράφοι δεν ησύχασαν και έψαχναν τρόπους να τον φιλοξενήσουν στις σελίδες των εντύπων τους έστω και σε «φανταστικές συνεντεύξεις». Και μια πολύ καλή αφορμή για να προχωρήσουν σε αυτά τα τολμηρά εγχειρήματα ήρθε το 2011. Στις 25 Μαρτίου αυτού του χρόνου ο Κούντερα έγινε ο δωδέκατος εν ζωή συγγραφέας που έβλεπε το έργο του (μια συλλογή διηγημάτων, εννέα μυθιστορήματα, ένα θεατρικό έργο και τέσσερα δοκίμια) να μπαίνει στην περίφημη «Βιβλιοθήκη της Πλειάδας» –«Bibliotheque de la Pleiade», εκδόσεις Γκαλιμάρ -, ήτοι στο πάνθεον της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μια τεράστια τιμή και αναγνώριση.
Πολλοί είναι εκείνοι που θυμούνται τη Φλοράνς Νουαβίλ της «Μοντ» να «κατασκευάζει» μια συνέντευξή του με μια πολύ ευφάνταστη διαδικασία! Του έκανε δώδεκα ερωτήσεις και βρήκε μόνη της τις απαντήσεις διατρέχοντας δύο βιβλία δοκιμίων του, την «Τέχνη του μυθιστορήματος» και τις «Προδομένες διαθήκες». Ο Κούντερα, πάντως, είχε δώσει την άδειά του στο δημοσιογραφικό της παιχνίδι.
Αυτοί μπορεί να είναι σοβαροί λόγοι για τους οποίους θα κρατήσουν οι θαυμαστές του τις ζωγραφιές του στα χέρια τους. Ισως πάλι να ενέδωσε, επειδή εδώ και αρκετά χρόνια, ήσυχα και αθόρυβα, άρχισε να φροντίζει εικαστικά τα βιβλία του, χωρίς φυσικά ποτέ να έχει μιλήσει γι’ αυτό. Αν ρίξει κανείς μια πιο προσεκτική ματιά στην πορεία του, βρίσκει σκόρπιες σκέψεις για το κρυφό μεράκι του που δείχνει ότι τον απασχολούσε και έτσι μελετούσε την τέχνη της ζωγραφικής. Για παράδειγμα, στο τελευταίο μέρος της «Αθανασίας» υπάρχει ένα πρόσωπο το οποίο ο Κούντερα το αναφέρει σε μια του συνέντευξη για να εξηγήσει, μέσα από αυτόν τον τρόπο, πώς βλέπει την εικαστική δημιουργία. «Ο ήρωας όταν πήγαινε σχολείο φανταζόταν ότι οι ζωγράφοι του κόσμου πορεύονται όλοι στον ίδιο μεγάλο δρόμο. Και ήταν μια έκπληξη για εκείνον όταν ανακάλυψε ότι αυτή η νοερή διαδρομή ξεκινά από τους μεγαλοπρεπείς γοτθικούς ρυθμούς για να καταλήξει στην Αναγέννηση και από τους Ολλανδούς για να πάει στον Πικάσο. Ο καθένας αποτελούσε πηγή έμπνευσης για τον άλλο και όλοι προχωρούσαν, πήγαιναν μπροστά με κατεύθυνση το άγνωστο».
Το σπίτι που έπιασε το 1975, όταν εγκατέλειψε μαζί με τη γυναίκα του Βέρα την Πράγα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, ήταν σχεδόν άδειο. Δεν πτοήθηκε. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν ότι είχε μπροστά του άφθονο χώρο για να εκτονώσει το πάθος του. Περνούσε άπειρες ώρες εκεί μέσα πριν αρχίσει να σχηματίζεται η καθημερινότητά του στην καινούργια πόλη, ακούγοντας μανιωδώς μουσικές του Ιάννη Ξενάκη. Τον είχε ανακαλύψει δυο-τρία χρόνια μετά τη ρωσική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, «στην πιο ζοφερή περίοδο» της ζωής του, και ερωτεύτηκε τη μουσική του. Από τότε άρχισε να ακούει «με βουλιμία» τα έργα του.
Με το ίδιο πάθος αποφάσισε να ζωντανέψει τους γυμνούς τοίχους του σπιτιού του και άρχισε να ζωγραφίζει χωρίς να ξέρει ούτε τι ούτε πώς. Αφέθηκε στο ένστικτό του καλύπτοντας τις λευκές επιφάνειες με σκίτσα βγαλμένα θαρρείς από τα οράματά του. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε να ζωγραφίζει και με εκείνες τις πρώτες εικαστικές του απόπειρες δημιούργησε μια μικρή συλλογή «αποτυπωμένων σκέψεων», όπως τις είχε χαρακτηρίσει. Λίγο αργότερα ξεκίνησε ένα πολύπτυχο το οποίο εμπλουτίζει περιοδικά με διάφορες περίεργες φιγούρες. Δείχνει τα έργα του σε ελάχιστους φίλους του, χωρίς να έχει ποτέ πρόθεση να τα δημοσιοποιήσει.
Ομως το 1986 η δημιουργική του «διακριτικότητα» παραβιάστηκε όταν ο εκδοτικός οίκος Χάρμπερ Κόλινς εξέδωσε το βιβλίο του «Η τέχνη του μυθιστορήματος». Το εξώφυλλο κοσμεί ένα σκίτσο του Μίλαν Κούντερα. Από τότε έγινε συνήθεια και τα μυθιστορήματα του τσέχου συγγραφέα, κυρίως για τις μεταφράσεις, έχουν κάποια ζωγραφιά του. Αυτή την παράδοση αποφάσισε να ακολουθήσει και ο ιταλικός εκδοτικός οίκος Adelphi, ο οποίος εξέδωσε πρώτος το τελευταίο βιβλίο του Κούντερα, «Η γιορτή της ασημαντότητας», τον Νοέμβριο του 2012 –κάτι που προκάλεσε πολλές συζητήσεις στη Γαλλία, τη δεύτερη πατρίδα του συγγραφέα.
Είναι η «μεγάλη επιστροφή» του 85χρονου Κούντερα αυτή η έκδοση και δεν είναι άδικος αυτός ο χαρακτηρισμός. Οπως σημείωσε η εφημερίδα «Λε Φιγκαρό», είναι η δεύτερη φορά μέσα σε σχεδόν είκοσι χρόνια, από τότε που ο Μίλαν Κούντερα πολιτογραφήθηκε συγγραφικά Γάλλος (σ.σ.: από το έργο του «Η βραδύτητα», 1995) μέχρι τώρα, που βιβλίο του κυκλοφορεί πρώτα μεταφρασμένο.
Και αν μπορεί να διαβάσει κανείς λίγο πίσω από τις γραμμές, θα διακρίνει μια πικρία γι’ αυτή την απόφαση που πήρε ο γαλλοτσέχος συγγραφέας. Ξεπέρασαν όμως την αμηχανία τους και άρχισαν μπαράζ εγκωμιαστικών σχολίων για το νέο βιβλίο του. Κάτι παραπάνω από επαινετικά ήταν τα πρώτα σχόλια του γαλλικού Τύπου και, όπως γράφει το περιοδικό «L’ Express», «…στη Γαλλία έχουμε έναν από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς του καιρού μας. Ονομάζεται Μίλαν Κούντερα και πρέπει επειγόντως να διαβάσουμε το καινούργιο μυθιστόρημά του. Πιθανώς το τελευταίο, εξαιρετικό, φωτεινό, βαθύ, αστείο…».
Το έργο που κοσμεί το νέο συγγραφικό εγχείρημα του Μίλαν Κούντερα είναι ένα σκίτσο με ένα τεράστιο κεφάλι, ένα μελαγχολικό πρόσωπο, μια μύτη «πικασιανή» –όπως τη χαρακτήρισαν –και ένα χέρι που κρύβει το ένα μάτι.
Αυτά τα περίεργα έργα του, που άλλα φιλοξένησαν τις σελίδες των βιβλίων του και άλλα βρίσκονταν στο σπίτι του συγγραφέα, θα εκδώσει η ιταλική εφημερίδα «Κοριέρε ντέλα Σέρα». Εικόνες στις οποίες κυριαρχούν διάφορες παραλλαγές στα ίδια θέματα, με ξαφνικές και αναπάντεχες αποκαλύψεις. Οντα περίεργα με γιγάντια άκρα, αφηρημένα σχέδια, νυχτερινοί ουρανοί, μοναχικοί ήρωες που ακολουθούν σκύλους στο πουθενά.
«Η απόλυτη απελευθέρωση της φαντασίας παραβιάζει όλους τους κανόνες της αληθοφάνειας όπως συμβαίνει σε ένα όνειρο. Η σύγχρονη τέχνη είναι, κατά τη γνώμη μου, η ιστορία αυτής της απελευθέρωσης» έγραψε ο Κούντερα σε ένα άρθρο του για τον Φεντερίκο Φελίνι.