Για όλα φταίει η Μέγκαν Ντρέιπερ. Από τη στιγμή που η ανερχόμενη στάρλετ, χαρακτήρας που υποδύεται η Τζέσικα Παρέ στην αμερικανική δραματική σειρά «Mad men», εμφανίστηκε στο όγδοο επεισόδιο του περσινού έκτου κύκλου με ένα λευκό μπλουζάκι με ένα κόκκινο αστέρι, χαρακτηριστικό του κομμουνιστικού κινήματος, ξέσπασε φρενίτιδα, κυρίως στο Διαδίκτυο, σχετικά με τον συμβολισμό της συγκεκριμένης σκηνής. Οι πιο υποψιασμένοι τηλεθεατές δεν άργησαν να κάνουν την αντιπαραβολή με το εξώφυλλο του περιοδικού «Esquire» από το 1967, όπου η Σάρον Τέιτ είχε ποζάρει για τον φακό του Ουίλιαμ Χέλμπουρν με παρόμοιο μακό.

Η υπόθεση πως μέσα από τις περιπέτειες στη μικρή οθόνη της κυρίας Ντρέιπερ αναβιώνουν εμμέσως η ζωή και το στυλ της συζύγου του Ρόμαν Πολάνσκι, που δολοφονήθηκε από οπαδούς της αίρεσης του Τσαρλς Μάνσον τον Αύγουστο του 1969, φαίνεται να έχει μια σταθερή βάση. Αλλωστε, τα επεισόδια της σειράς, που τοποθετείται στη δεκαετία του 1960 με πρωταγωνιστές αδίστακτους διαφημιστές, είναι σπαρμένα με μικρά στοιχεία που φανερώνουν τη στενή σχέση της φανταστικής ηρωίδας με την πρόωρα χαμένη ηθοποιό. Χαρακτηριστικά παραδείγματα; Η καριέρα της τηλεοπτικής Μέγκαν βρίσκεται σε ανοδική πορεία, όπως ακριβώς και της Τέιτ λίγο πριν από τον θάνατό της, δύο εβδομάδες πριν γεννήσει τον γιο της, ενώ μετακόμισε στο Λος Αντζελες, σε ένα απομονωμένο σπίτι που θυμίζει αρκετά την κατοικία της Σάρον στην περιοχή του Μπένεντικτ Κάνιον. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία και άπιστος σύζυγός της Ντον σχολίασε σε κάποιο επεισόδιο πως η περιοχή «είναι σαν το κάστρο του Δράκουλα», αναφορά ίσως στην ταινία «Η νύχτα των βρικολάκων» του 1967, στα γυρίσματα της οποίας γνωρίστηκε η Τέιτ με τον «άτακτο» Πολάνσκι. Από τις σκηνές της σειράς δεν λείπουν τα ηχητικά εφέ με τις κραυγές των κογιότ, ζώα που πρωταγωνιστούν στην εισαγωγή του βιβλίου «Helter Skelter» του Μάνσον.

Τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στις δύο γυναίκες συνεχίζονται και πολλαπλασιάζονται στα τηλεοπτικά μπλογκ, όπου οι πιο παρατηρητικοί έχουν εντοπίσει μέχρι και ένα πράσινο τηλέφωνο που εμφανίζεται στο σίριαλ και προτιμούσε το «σέξι κοριτσάκι», κοροϊδευτικό χαρακτηρισμό που συνήθιζε η ίδια να κάνει για τον εαυτό της. Ολες οι αναφορές, ωστόσο, καταλήγουν στις ενδυματολογικές επιλογές που σε αρκετές περιπτώσεις ταυτίζονται με τις αντίστοιχες της Τέιτ. Από τη μικρή οθόνη περνούν πολύχρωμα καφτάνια, μίνι φορέματα, αποκαλυπτικά μπέιμπι ντολ και κορδέλες στα μαλλιά, όλα τα στοιχεία δηλαδή που την ανέδειξαν σε είδωλο της μόδας τη δεκαετία του 1960.

Ακόμα κι αν όλες αυτές οι ενδείξεις είναι τυχαίες, το σημαντικό στοιχείο είναι ότι η ανάμνηση της κοπέλας με τα αμυγδαλωτά μάτια και τα μακριά ξανθά μαλλιά εξακολουθεί να είναι ισχυρή 45 χρόνια μετά τον θάνατό της. Σ’ αυτό συνέβαλαν όλοι οι μπλόγκερ μόδας που στις σελίδες τους προβάλλουν ξανά το ιδιαίτερο στυλ της και την έχουν μετατρέψει τρόπον τινά σε μούσα του Pinterest. Κλικ της Ντρου Μπάριμορ από τη φωτογράφισή της το 2010 για το περιοδικό «Harper’s Bazaar», ντυμένης από την κορυφή ώς τα νύχια με δημιουργίες των οίκων Chanel και Givenchy, αντιπαραβάλλονται στον συγκεκριμένο ιστότοπο με τις αντίστοιχες επιλογές της Τέιτ. Τις συγκρίσεις δεν γλίτωσε ούτε η Μπλέικ Λάιβλι, η οποία στη συνέντευξή της για το περιοδικό «Glamour» το 2011 είχε ποζάρει με μια μανταρινί μίνι φούστα και μακιγιάζ σαν της Κλεοπάτρας.

Εκτός Διαδικτύου, η γυναίκα που συνδύαζε το μπρίο της Μπριζίτ Μπαρντό και τη φινέτσα της Κατρίν Ντεβέν παραμένει πάντα στην επικαιρότητα. Η δολοφονία της έχει αναπαραχθεί σε δεκάδες ντοκιμαντέρ και τηλεταινίες, ενώ τον περασμένο χειμώνα έγινε και θεατρική παράσταση στο Μπρόντγουεϊ με τίτλο «Η Σάρον Τέιτ στον Παράδεισο». Από τα βιβλία που είναι αφιερωμένα στη ζωή της ξεχωρίζει η έκδοση του 2012 «Ανήσυχες ψυχές: Ο απολογισμός της οικογένειας της Σάρον Τέιτ για τη διασημότητα, τους δολοφόνους του Μάνσον και τη σταυροφορία για δικαιοσύνη», που υπογράφουν η Αλίσα Στάτμαν και η Μπρι Τέιτ, ανιψιά της ηθοποιού που σφαγιάστηκε στα 26 της χρόνια. Τώρα, στο παιχνίδι των πωλήσεων μπαίνει ένα ακόμα έργο με τίτλο «Σάρον Τέιτ: Η ανάμνηση» διά χειρός της αδελφής της Ντέμπρα.

Το βιβλίο αυτό, ωστόσο, δεν είναι μια ακόμα βιογραφία, αλλά ένα κράμα από ανέκδοτες φωτογραφίες της πιο όμορφης γυναίκας που είδαν τα μάτια του Στιβ ΜακΚουίν, όπως είχε αναφέρει χαρακτηριστικά ο σχεδιαστής μόδας μαζί με δηλώσεις διάσημων φίλων της. «Στόχος μου είναι να παρέχω στις στρατιές των τωρινών και μελλοντικών θαυμαστών της την πραγματική ουσία αυτού που η Σάρον ήταν: ένα πνεύμα μοναδικό και ευγενικό που ξεπερνούσε τα όρια της οθόνης» είπε η Ντέμπρα Τέιτ στην ισπανική εφημερίδα «Ελ Παΐς».

Στις σελίδες του βιβλίου φιγουράρουν, μεταξύ άλλων, μια ερωτική επιστολή του Πολάνσκι γραμμένη αποκλειστικά για τη συγκεκριμένη έκδοση, με παραλήπτη την εκλιπούσα σύζυγό του, αλλά και σύντομα κείμενα με την υπογραφή των Τζέιν Φόντα, Τζόαν Κόλινς, Μπερτ Στερν, Ελκε Σόμερ και Κέλι Οσμπορν. Παράλληλα, εμφανίζονται ένα εκτεταμένο οικογενειακό φωτογραφικό άλμπουμ αλλά και εικόνες από τα γυρίσματα της ταινίας «Η κοιλάδα με τις κούκλες» που την έκανε διάσημη στο ευρύ κοινό και της χάρισε μια υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα αυθόρμητα πορτρέτα της, χωρίς ρετούς, που της τράβηξαν γνωστοί φωτογράφοι όπως οι Ντέιβιντ Μπέιλι, Μίλτον Γκριν και Τέρι Ο’Νιλ.

Η αδελφή της ξέρει πολύ καλά πως όλα αυτά τα στοιχεία μπορούν να πυροδοτήσουν μια νέα έκρηξη της μεταθανάτιας διασημότητας της Τέιτ στην ποπ κουλτούρα. Και ίσως αυτός είναι ο κρυφός της πόθος. «Η Σάρον ήταν πάντα εδώ. Πάντα είχε μια βάση θαυμαστών πολύ στέρεα που την αγαπούσαν για τους κατάλληλους λόγους. Σήμερα εξακολουθεί να είναι είδωλο του στυλ για δύο απλούς λόγους: ήταν εξαιρετικά όμορφη και ήξερε να αποτυπώνει την ουσία της δεκαετίας. Μου αρέσει που οι φασιονίστας αναγνωρίζουν ότι ήταν μία από τις λίγες ηθοποιούς του ’60 που ήταν θεαματικές είτε ντυνόταν με δημιουργίες υψηλής ραπτικής είτε με στυλ χίπι σικ είτε με ένα απλό μπικίνι» τόνισε.

…και το άδοξο τέλος της

Η Σάρον Τέιτ εμφανίστηκε στον κόσμο του θεάματος στις αρχές της δεκαετίας του 1960 μέσα από μικρούς ρόλους σε τηλεοπτικές σειρές. Σύντομα, οι αρκετά καλές ερμηνείες της αλλά και η εντυπωσιακή της εξωτερική εμφάνιση την έκαναν το αγαπημένο παιδί των περιοδικών μόδας της εποχής. Ο Τύπος έγραψε ότι πάνω στην Τέιτ βασίστηκε η καινούργια Μπάρμπι που κυκλοφόρησε τότε, η Μάλιμπου Μπάρμπι. Το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο έγινε με την ταινία «Eye of the devil» το 1966, ενώ έναν χρόνο αργότερα ακολούθησαν η «Κοιλάδα με τις κούκλες» και η «Νύχτα των βρικολάκων». Στα πλατό της τελευταίας γνώρισε και ερωτεύτηκε τον μετέπειτα σύζυγό της Ρόμαν Πολάνσκι. Ωστόσο, ο έγγαμος βίος τους δεν διήρκεσε πολύ, αφού μια ομάδα παραφρόνων έβαλε πρόωρο τέλος στη ζωή της ηθοποιού.

Στις 8 Αυγούστου 1969 κι ενώ η Τέιτ βρισκόταν στις τελευταίες εβδομάδες της εγκυμοσύνης του πρώτου παιδιού της με τον Πολάνσκι, δολοφονήθηκε με 16 μαχαιριές από φανατικούς οπαδούς της αίρεσης του Τσαρλς Μάνσον, οι οποίοι υπό την επήρεια LSD εισέβαλαν στο σπίτι της στο Λος Αντζελες. Ο Μάνσον και οι ακόλουθοί του πίστευαν στο «Helter Skelter», έναν όρο που δανείστηκαν από το ομώνυμο τραγούδι των Beatles και του έδωσαν τη σημασία του φυλετικού πολέμου. Στο μυαλό του Μάνσον, οι δολοφονίες ευκατάστατων πολιτών θα βοηθούσαν στην επίσπευση αυτού του πολέμου, στον οποίο η ομάδα του θα επικρατούσε κι αυτός θα γινόταν ο ηγέτης της νέας κοινωνίας.

Το βράδυ που ο Μάνσον έδωσε την εντολή «πάμε να κάνουμε ένα φονικό», η Τέιτ, μια και ο Πολάνσκι βρισκόταν στο Λονδίνο με τον Γουόρεν Μπίτι και τον Ρίτσαρντ Σίλμπερτ αναζητώντας τις ιδανικές τοποθεσίες για τη νέα του ταινία, απολάμβανε τη συντροφιά φίλων της. Ολοι τους έπεσαν θύματα της μανίας της «οικογένειας του Μάνσον», όπως αποκαλούσε ο ίδιος την ομάδα του. Το επόμενο πρωί η οικιακή βοηθός των Πολάνσκι βρήκε έναν άνδρα νεκρό στο αυτοκίνητό του, στην αυλή τα πτώματα άλλων δύο ανθρώπων και στο καθιστικό ήταν η Τέιτ και ένας φίλος της μέσα σε λίμνη αίματος. Στην πόρτα της εισόδου έγραφε «γουρούνι» με το αίμα της.

Η δολοφονία πήρε τεράστια δημοσιότητα και ο Πολάνσκι δημοσίευσε επίτηδες φωτογραφίες της σκηνής του εγκλήματος ώστε να κάνουν τους ενόχους να μιλήσουν. Και το κατάφερε αφού η Σούζαν Ατκινς, που βρισκόταν ήδη στη φυλακή για κλοπή αυτοκινήτου, περηφανεύτηκε δημοσίως ότι ήταν υπεύθυνη για τον θάνατο της Τέιτ. Η ομολογία της οδήγησε στη σύλληψη των Λίντα Κασάμπιαν, Πατρίσια Κρενγουίνκελ και Τσαρλς Γουότσον που συμμετείχαν στο έγκλημα μαζί με τον ιθύνοντα νου, τον ίδιο τον Μάνσον. Στις 21 Οκτωβρίου 1971 το δικαστήριο του Λος Αντζελες τους καταδίκασε εις θάνατον, αλλά έναν χρόνο αργότερα η ποινή τους μεταβλήθηκε σε ισόβια κάθειρξη.