Οσοι περίμεναν από τις εκλογές της περασμένης Κυριακής κάποιο «πρόκριμα» για τις μεθαυριανές θα πρέπει να αισθάνονται τουλάχιστον μούδιασμα. Οι (μάλλον κατ’ ευφημισμόν αποκαλούμενες) αυτοδιοικητικές εκλογές έδωσαν απλώς προκρίσεις για τον δεύτερο γύρο, όχι προκρίματα. Η κατάσταση όλη αυτή την εβδομάδα θύμιζε κάτι που συμβαίνει με μερικές ομάδες στα μεγάλα τουρνουά ποδοσφαίρου και μπάσκετ: περνούν τη φάση των προκριματικών, έχοντας όμως διαπιστώσει από τις αναπάντεχες δυσκολίες που συνάντησαν ότι η τακτική τους ήταν προβληματική και πρέπει να την αλλάξουν ενόψει των τελικών. Αλλά έχουν ελάχιστο χρόνο για να το κάνουν.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι σαφές ότι η επιλογή του να μετατρέψει τις τριπλές εκλογές σε δημοψήφισμα κατά της κυβέρνησης και (ετεροχρονισμένα!) του Μνημονίου δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Οχι μόνο επειδή τα ποσοστά του έμειναν λίγο πολύ στάσιμα αλλά, προπαντός, επειδή η ισχνή παρουσία υποψηφίων του στον δεύτερο γύρο των περιφερειακών εκλογών (σε μόλις τέσσερις από τις δεκατρείς περιφέρειες, με μόνο δύο από αυτούς να έχουν υπολογίσιμες πιθανότητες επικράτησης) δείχνει ό,τι έδειξαν και οι αρχαιρεσίες μιας σειράς επαγγελματικών σωματείων τους τελευταίους μήνες: πως το κόμμα που διεκδικεί τη «μεγάλη ανατροπή» δεν έχει κατορθώσει να ριζώσει στην κοινωνία και παραμένει ουσιαστικά ένα κίνημα διαμαρτυρίας. Η πολιτική έμφαση που δίνεται στην, καλύτερη από ό,τι είχε προβλεφθεί, επίδοση των δύο υποψηφίων του στην Περιφέρεια Αττικής και στον Δήμο της Αθήνας συγκαλύπτει το γεγονός ότι και οι δύο είδαν να αυξάνεται η αποδοχή τους από τη στιγμή ακριβώς που έπαψαν, κυρίως ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης και δευτερευόντως η Ρένα Δούρου, να ποντάρουν μονόπλευρα στην αντιμνημονιακή ρητορική και παρουσίασαν κάποιες εξειδικευμένες αυτοδιοικητικές προτάσεις.
Αλλά και της Νέας Δημοκρατίας η τακτική υπήρξε αλλοπρόσαλλη έως αυτοκαταστροφική. Δεν μπορείς να καλείς σε συστράτευση υπέρ της σταθερότητας και την ίδια στιγμή να κατεβάζεις ως υποψήφιους σε κρίσιμες εκλογικές περιοχές παράγοντες της κομματικής νομενκλατούρας, αντί να επιδιώξεις συναινετικές υποψηφιότητες από το ευρύτερο «τόξο της σταθερότητας». Ιδιαίτερα θλιβερή ήταν η περίπτωση της Αθήνας, όχι μόνο για τη ΝΔ (αυτό εμένα με αφήνει αδιάφορο) αλλά για το τι φανερώνει για τα ανακλαστικά του πολιτικού συστήματος: δύο ιστορικά στελέχη του κόμματος, που έχουν συνδεθεί εμβληματικά με τις χειρότερες όψεις του παλαιοκομματισμού, αλληλοεξοντώθηκαν (αυτό ήταν το καλό νέο), κάνοντας όμως δύσκολη την επανεκλογή ενός δημάρχου που η ΝΔ δεν είχε κανέναν λόγο να μη στηρίξει εξαρχής. Να σκέφτονται άραγε καθόλου στο επιτελείο της Συγγρού ποιος και πώς τροφοδοτεί την αντισυστημική διάθεση;
Πέρα όμως από την ανίατη, ως φαίνεται, κομματική στενομυαλιά ένθεν κακείθεν, η κοινωνία εξέπεμψε πολύ αντιφατικά μηνύματα, που δύσκολα μπορούν να βρουν ενιαία ερμηνεία. Αλλού έδειξε σημάδια υγείας, όπως με την απόρριψη πατενταρισμένων κομματικών υποψηφιοτήτων και την επιβράβευση νεανικών, άφθαρτων και φίλεργων προσώπων. Αλλού, πάλι, εκδήλωσε συμπτώματα αρρώστιας, όπως με την πρωτιά ενός «θρυλικού» συνδυασμού στον Πειραιά, ενός νταή υπόδικου για αθλητική διαφθορά στον Βόλο και του θριάμβου αστέρων της βιομηχανίας του trash θεάματος σε άλλους δήμους. Επειδή δεν μπορεί ο Πειραιάς και ο Βόλος να είναι εκφυλισμένοι, ενώ η Θεσσαλονίκη (για παράδειγμα) υγιής, κάτι άλλο συμβαίνει εδώ, που δεν εξηγείται μόνο με την απέχθεια για το πολιτικό κατεστημένο. Οπωσδήποτε είναι ευοίωνο ότι οι δύο μεγαλύτεροι δήμοι της χώρας, άλλοτε πανίσχυρα κομματικά προπύργια, βρίσκονται και είναι πιθανό να παραμείνουν στα χέρια σοβαρών υπερκομματικών δημάρχων. Αλλά προτιμώ να μη σκέφτομαι τι θα μπορούσε να συμβεί αν ο Καμίνης είχε απέναντί του έναν Ψινάκη ή ο Μπουτάρης έναν Γκλέτσο.
Η σύνθεση της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί η ίδια ένα αίνιγμα. Είναι παραπλανητικά απλουστευτικό να φανταζόμαστε ένα ασκέρι ξεβολεμένων, οργισμένων πρώην ψηφοφόρων του ΠαΣοΚ (αλλά και της ΝΔ) πλάι σε λίγους «κολλημένους» λενινιστές. Συναντώ ένα σωρό νέους και σχετικά νέους ανθρώπους που ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ χωρίς να υπήρξαν ποτέ βολεμένοι, χωρίς να είναι απελπισμένοι άνεργοι, αλλά και χωρίς να παίρνουν στα σοβαρά τις ανεδαφικές επαγγελίες του κόμματος ή να έχουν άλλες πολιτικές ιδεοληψίες. Το κοινωνικό και διανοητικό προφίλ τους δεν διαφέρει από αυτό των νέων που κλίνουν προς Το Ποτάμι. Θέλουν και αυτοί «κάτι καινούργιο». Το επιχείρημα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν σηματοδοτεί ανανέωση αλλά αναπαλαίωση του πολιτικού σκηνικού μικρή απήχηση βρίσκει σε ανθρώπους που δεν έχουν ζήσει το παλιό όσο ακόμη φάνταζε νέο και ριζοσπαστικό.
Ολες οι παρατάξεις προσπάθησαν με επιλεκτικά νούμερα και δικολαβικές συγκρίσεις να μας πείσουν ότι τα πήγαν καλά. Μόνο μία δεν χρειάστηκε να καταφύγει σε τέτοιες μεθόδους, γιατί η επιτυχία της ήταν πραγματική, εξόφθαλμη και εκκωφαντική. Πριν από δύο χρόνια υποστήριζα, κόντρα στην τότε κυρίαρχη άποψη, ότι το Μνημόνιο δεν είναι η αιτία αλλά ο καταλύτης για την έκρηξη του φαινομένου της Χρυσής Αυγής, ότι στην ελληνική κοινωνία υφέρπουν από παλιά ακραία εθνικιστικές, ρατσιστικές ή και καθαρά φασιστικές αντιλήψεις, που διαχέονταν και (μισο)κρύβονταν στα «ευπρεπή» κόμματα πριν τα αφοπλίσει και αποσαθρώσει η Κρίση. Η νέα αύξηση των ποσοστών της οργάνωσης πανελλαδικά, παρά τις εις βάρος της αποκαλύψεις και διώξεις, δυστυχώς με επιβεβαιώνει. Τη ρίζα του κακού ας την αναζητήσουν οι ανησυχούντες τώρα ταγοί μας στη διαπαιδαγώγηση του κόσμου από τους ίδιους, με την υπόθαλψη της ιδέας του περιούσιου, φυλετικά άπεφθου, αλλά πάντα αδικημένου λαού, θύματος διεθνών συνωμοσιών, προδοσιών και του αιώνιου φθόνου των Δυτικών (και των Εβραίων).
Αλλά το σήμα συναγερμού ηχεί (φοβάμαι μάταια, για άλλη μια φορά) και στα στρατηγεία της Αριστεράς. Τα ρεκόρ που κατέγραψε το ναζιστικό μόρφωμα σε υποβαθμισμένες αθηναϊκές συνοικίες με μεγάλη εγκληματικότητα και έντονη παρουσία κοινωνικά αδέσποτων μεταναστών δηλώνουν και δική της αποτυχία. Η Αριστερά δεν μπορεί να καταλάβει ότι τα συνθήματα και οι νουθεσίες κατά του ρατσισμού δεν είναι απάντηση στα προβλήματα ανθρώπων που βιώνουν πρωτόγνωρους καθημερινούς κινδύνους και αισθάνονται θύματα ενός αντίστροφου ρατσισμού.
Η εβδομάδα ανάμεσα στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις μού θυμίζει και τη γνωστή προειδοποίηση για το κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας. Κάποιοι απρόσεκτοι ή αδιόρθωτοι θα επιβιβαστούν (αν επιβιβαστούν) στραπατσαρισμένοι στον συρμό που θα αναχωρήσει το βράδυ της Κυριακής, έχοντας δει τις ψευδαισθήσεις τους να βουλιάζουν σε εκείνο το διάκενο.