Ο Γιούργκεν Τέλερ είναι ένας γερμανός φίλος. Χρόνια τώρα, πάνω από μία δεκαετία, ο γνωστός στον κόσμο της μόδας και των γκαλερί του εξωτερικού φωτογράφος μπαινοβγαίνει στην Ελλάδα, κολυμπά στις θάλασσές μας, αναπνέει τον αέρα των οικογενειακών διακοπών του στο σπίτι του στην Υδρα.

Ασχολείται με τα αυτοπορτρέτα πολλά χρόνια πριν από την επέλαση του συρμού που ονομάζουμε selfies. Και γυμνός, με όλη τη δόξα της ηλικίας ενός πενηντάχρονου άνδρα που ήπιε πολλά λίτρα μπίρας και γεύτηκε μεγάλες μερίδες φαγητού πλούσιου σε θερμίδες, κορδώνεται αυτοσαρκαζόμενος αλλά και ναρκισσευόμενος στην έκθεση «Macho» που μόλις ξεκίνησε στο Ιδρυμα ΔΕΣΤΕ της Νέας Ιωνίας.

Η Μαρίνα Φωκίδη, επιμελήτρια αυτής της έκθεσης, εξηγεί ότι ο Τέλερ έμαθε να εντοπίζει στοιχεία της ελληνικής πραγματικότητας και να τα οικειοποιείται. Οπως για παράδειγμα τις πλακέ χρυσές αλυσίδες που είδε κρεμασμένες στους δασύτριχους λαιμούς κάποιων χαρακτηριστικών τύπων που συχνάζουν στο λιμάνι της Υδρας και στη συνέχεια τις συνδύασε για λογαριασμό του μαζί με σορτς για τρέξιμο και σακάκι.

«Ο τίτλος “Macho” είναι περιπαικτικός. Η έννοια του machismo είναι συνυφασμένη με την έντονη –υπέρ το δέον –αίσθηση της ανδρικής υπεροχής και περηφάνιας. Ο Τέλερ παίζει με τον ναρκισσισμό των ανδρών διακωμωδώντας τον εαυτό του και όλους όσοι, παρά το πέρασμα του χρόνου, αγωνιούν να κρατήσουν τις γραμμές του σώματός τους».

Γι’ αυτό και τα δείχνει όλα. Οι πόζες της αδαμιαίας περιβολής του μόνο διακριτικές δεν θεωρούνται. Σε πρώτο πλάνο οι ερωτογενείς περιοχές του, είτε είναι μόνος είτε αγκαλιά με τη Σαρλότ Ράμπλινγκ στο κρεβάτι ή κάτω σε ένα χαλί.

Είναι φωτογραφίες που προέκυψαν από την ανάθεση του σχεδιαστή Μαρκ Τζέικομπς για τη συλλογή του το 2004 και οι οποίες μπήκαν ταυτόχρονα σε περιοδικά ως διαφήμιση ρούχων (χωρίς να υπάρχουν μέσα στο κάδρο του) και τώρα ως τμήμα της ατομικής του έκθεσης. «Απλά παράγω έργο και βρίσκω κανάλια μέσω των οποίων δημοσιοποιώ την καλλιτεχνική μου έκφραση. Αυτό μπορεί να είναι ένα περιοδικό, ένα πόστερ, ένα βιβλίο, ένας διαφημιστικός πίνακας. Αν είναι καλλιτεχνική ή μη καλλιτεχνική φωτογραφία, πραγματικά δεν με ενδιαφέρει» λέει ο ίδιος.

«Φυσικά και δεν έχω την πρόθεση να προβάλω την αρρενωπότητά μου ούτε να αυτοχαρακτηριστώ το ιδανικό αρσενικό. Εξάλλου πολλές φορές οι πόζες μου είναι θηλυπρεπέστατες ή αστείες» συμπληρώνει ο καλλιτέχνης, ο οποίος παρουσιάζει την τευτονική αίσθηση του χιούμορ του όταν παθιάζεται μπροστά στην τηλεόραση παρακολουθώντας έναν ποδοσφαιρικό αγώνα με τον γιο του. Ή όταν στέκεται γυμνός τη νύχτα δίπλα στον τάφο του πατέρα του, με το ένα πόδι πάνω σε μία ποδοσφαιρική μπάλα, καπνίζοντας και πίνοντας μπίρα.

Αλλωστε με αυτό το ύφος «καταγραφής ενός ντοκουμέντου» έκανε καριέρα από το 1986, όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές φωτογραφίας στο Μόναχο και έφυγε για να εγκατασταθεί στην Αγγλία. Τότε ξεκίνησε με μια ερασιτεχνική κάμερα Contax G2 να φωτογραφίζει με τη δική του διαφορετική άποψη αντικείμενα, ρούχα και μοντέλα της μόδας. Με άπλετο φως, σκληρό, για να αφαιρεί από τα αμακιγιάριστα πρόσωπά τους κάθε ίχνος ωραιοποίησης και να τα εγκαταλείπει στον τεχνητό ρεαλισμό των σκηνικών του. Τα οποία ο ίδιος επέλεγε ανάμεσα σε ταράτσες παλιών κτιρίων, εγκαταλειμμένες αποθήκες γεμάτες ξεχαρβαλωμένα έπιπλα και άδεια κουτιά ή οποιαδήποτε άλλα στοιχεία ερήμωσης και ανθρώπινης αδιαφορίας.

Ο Γιούργκεν Τέλερ δούλεψε με όλες τις εκδόσεις που η επιρροή τους στον χώρο της μόδας συνεχίζει να εξελίσσει την αντίληψη της σύγχρονης αισθητικής. Από το αμερικανικό περιοδικό «W», το αγγλικό «I-D», το γαλλικό «Purple», τις διεθνείς εκδόσεις της «Vogue» ώς τα νεότερα περιοδικά τέχνης και ντιζάιν όπως το βερολινέζικο «032 C». Στις σελίδες τους ο Τέλερ τοποθέτησε τα φωτογραφικά ευρήματά του της δεκαετίας του ’90: τη Λίντα Εβανγκελίστα να γίνεται χαμίνι με γκραντζ ρούχα, την Κέιτ Μος να μένει ημίγυμνη με ένα λεπτό κόκκινο φόρεμα με τιράντες στο πίσω κάθισμα ενός παλιού αυτοκινήτου, την Μπγιορκ να ντύνεται κουρέλια και ξαπλωμένη στο πεζοδρόμιο να ατενίζει προς τον φακό του, τον Κερτ Κομπέιν των Nirvana σκυμμένο πάνω από την κιθάρα του, με ριγμένα τα μακριά ξανθά μαλλιά του να καλύπτουν το πρόσωπό του πριν από τον πρόωρο και βίαιο θάνατό του.

Σήμερα, όταν αναλαμβάνει κάποιες διαφημιστικές καμπάνιες, όπως συνέβη στο πρόσφατο παρελθόν, βρίσκει τον τρόπο να χωρέσει στιγμιότυπα και ανθρώπους από τον περίγυρο της Αθήνας και του ελληνικού, ανοιχτού σε παρατήρηση, τοπίου.

«Είναι ένα δώρο η δουλειά του. Εικόνες της χώρας μας παρουσιάζονται σε διαφημιστικές πινακίδες του Λος Αντζελες, σε διεθνή περιοδικά μόδας μεγάλης κυκλοφορίας αλλά και σε καλλιτεχνικές εκδόσεις» λέει η Μαρίνα Φωκίδη.

Τότε κι εμείς, ως θεατές, εν είδει αντίδωρου, θα πρέπει να αποδεχθούμε την ωμή αυταρέσκειά του, χωρίς να δούμε ίχνη επιδειξιμανίας στα αυτοπορτρέτα του ενώ γυμνάζεται. Αλλωστε ο ίδιος τα αντιπαραθέτει με φωτογραφίες από ιστορικά, κλασικά γλυπτά και πίνακες με θέμα την εξιδανικευμένη αρρενωπότητα που προέρχονται από τη συλλογή του παριζιάνικου Μουσείου Ορσέ. Απλώς ο Γιούργκεν Τέλερ μεγαλώνει και το δείχνει.