Στα μέσα του 14ου αιώνα η Ευρώπη έχασε το ένα τρίτο του πληθυσμού της από μια επιδημία πανώλης (Μαύρος Θάνατος) που διαδόθηκε μέσα σε λίγα χρόνια σε ολόκληρη την ήπειρο, αλλά έπληξε κυρίως την Ιταλία και τη Γαλλία. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες σχετικά με την προέλευση της επιδημίας, αλλά καμία δεν έχει επιβεβαιωθεί πλήρως. Ομως εκείνη την εποχή μια εξήγηση, ιδιαίτερα δημοφιλής, απέδιδε την ευθύνη σε εξιλαστήρια θύματα: τους ξένους, τους Τσιγγάνους, τους ζητιάνους, αλλά κυρίως τους Εβραίους. Οι τελευταίοι γρήγορα ξεχώρισαν ως οι βασικοί υπεύθυνοι. Είχαν, υποτίθεται, δηλητηριάσει τα πηγάδια από τα οποία έπιναν οι χριστιανοί. Το ότι η ασθένεια θέριζε και τους πληθυσμούς εβραϊκής καταγωγής δεν προβλημάτιζε ιδιαίτερα τους μισαλλόδοξους, που ξεκίνησαν διωγμούς σε ολόκληρη την Ευρώπη αλλά κυρίως σε γερμανόφωνες περιοχές. Σε πολλές από αυτές τις περιοχές εξοντώθηκε ολοκληρωτικά ο εβραϊκός πληθυσμός ή εκδιώχθηκε. Ολα αυτά 600 χρόνια πριν από την άνοδο των εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία και το Ολοκαύτωμα.
Το ενδιαφέρον και ταυτόχρονα τρομακτικό, όμως, είναι ότι στις περιοχές όπου οι Εβραίοι υπέστησαν, στη διάρκεια της μεσαιωνικής επιδημίας, τους σκληρότερους διωγμούς υπήρχαν υψηλότερα ποσοστά αντισημιτισμού κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Στις περιοχές αυτές, μία δεκαετία πριν από την άνοδο των Ναζί στην εξουσία, καταγράφηκαν εξαπλάσιες επιθέσεις κατά των Εβραίων, ενώ στις εκλογές του 1928 οι Ναζί έλαβαν ποσοστά κατά 50% υψηλότερα απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Γερμανία. Στις ίδιες περιοχές περισσότεροι κάτοικοι διάβαζαν εθνικοσοσιαλιστικά έντυπα και συμμετείχαν με πολύ μεγαλύτερους αριθμούς και φανατισμό στα πογκρόμ της Νύχτας των Κρυστάλλων και στις απελάσεις των Εβραίων.
Σε ποιες περιοχές της Γερμανίας οι διωγμοί είχαν μικρότερη ένταση και η ανοχή έναντι των Εβραίων ήταν μεγαλύτερη; Στις πόλεις όπου στον Μεσαίωνα αλλά και στον Μεσοπόλεμο η βασική πηγή του εισοδήματος ήταν το εμπόριο –και μάλιστα το υπερατλαντικό –και στις οποίες διέμεναν πολλοί μετανάστες, εσωτερικοί και εξωτερικοί (κυρίως οι πόλεις που μετείχαν στη Χανσεατική Ενωση).
Τα παραπάνω πολύ ενδιαφέροντα πορίσματα προέρχονται από έρευνα δύο οικονομολόγων (Nico Voigtländer και Hans-Joachim Voth) που δημοσιεύθηκε το 2012 σε ένα από τα σημαντικότερα επιστημονικά περιοδικά των οικονομικών. Οι συγγραφείς μελέτησαν κυρίως τη Γερμανία, αλλά επισήμαναν την ανθεκτικότητα του αντισημιτισμού σε χώρες όπως η Ισπανία και η Αγγλία, παρά το γεγονός πως οι χώρες αυτές είχαν εκδιώξει τους εβραϊκούς πληθυσμούς τους και οι κάτοικοί τους για αιώνες δεν είχαν καμία επαφή με Εβραίους.
Αναρωτιέμαι σε τι συμπεράσματα θα κατέληγαν ανάλογες έρευνες για τον αντισημιτισμό των Ελλήνων. Θυμίζω αυτό που έγραψα στο προηγούμενο άρθρο μου: η Ελλάδα έχει τα υψηλότερα ποσοστά αντισημιτισμού στην Ευρώπη, από τα υψηλότερα στον κόσμο, παρόμοια με εκείνα που συναντώνται στις χώρες της Μέσης Ανατολής.
Οσοι λοιπόν αναζητούν τρόπους αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής, ενός γνήσιου νεοναζιστικού κόμματος, ας λάβουν όλα τα παραπάνω υπόψη. Εάν περιμένουν εύκολες λύσεις και γρήγορα αποτελέσματα, θα αποτύχουν παταγωδώς. Εάν νομίζουν ότι η Χρυσή Αυγή αντιμετωπίζεται με εκπτώσεις στο κράτος δικαίου και με νομικούς ακροβατισμούς, θα συνεχίζουν να πέφτουν από τα σύννεφα. Εάν θεωρούν ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία πρέπει να γίνει λιγότερο φιλελεύθερη για να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της, τότε σύντομα θα διαπιστώσουν ότι επέλεξαν να παίξουν στο γήπεδο του αντιπάλου.
Η Χρυσή Αυγή οφείλει τη μεγάλη επιτυχία της σε δύο αιτίες: μία συγκυριακή, την απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος, και μία δομική, την κυρίαρχη εθνική μας ιδεολογία.
Αυτή η ιδεολογία είναι βαθιά αντιδραστική: ανορθολογισμός, αντιδιαφωτισμός, αντιδυτικισμός, μισαλλοδοξία, ξενοφοβία, εθνικισμός, ρατσισμός, σχετικοποίηση της βίας, απέχθεια και φόβος απέναντι στην ανοικτή κοινωνία, την ελεύθερη αγορά, τον εκσυγχρονισμό και τις μεταρρυθμίσεις, τεχνοφοβία, πατερναλισμός, ηθικισμός και συνωμοσιολογία. Αυτή η εθνική ιδεολογία αναπαράγεται από το εκπαιδευτικό σύστημα και έχει υιοθετηθεί επιλεκτικά από όλα τα πολιτικά κόμματα, δεξιά και αριστερά.
Η Χρυσή Αυγή έχει απλά υιοθετήσει όλο το πακέτο χωρίς επιφυλάξεις. Ετσι οι εκλεκτικές συγγένειές της με ολόκληρο το πολιτικό φάσμα είναι παραπάνω από ορατές, όπως και η αμηχανία που προκαλούν.
Ο Αριστείδης Χατζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών