Η είδηση παλαιά, όσο παλαιά μπορεί να είναι η 25η του περασμένου Απριλίου, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ο δήμαρχος της Βερόνα, Φλάβιο Τόζι, ανακοίνωσε την επιβολή προστίμου σε όσους δίνουν φαγητό στους αστέγους που συχνάζουν στην πλατεία της πόλης. Ο Τόζι, που ανήκει στην ακροδεξιά ιταλική οργάνωση Λέγκα του Βορρά, ισχυρίζεται ότι οι άστεγοι που συγκεντρώνονται στην πλατεία δημιουργούν προβλήματα υγιεινής».

Δεν υπάρχει δήμαρχος ή κοινοτάρχης, εν πάση περιπτώσει αξιωματούχος που έχει να κάνει με τη «στενή διοίκηση» και όχι με την «ευρεία» των υπουργών (χωρίς οι τελευταίοι να υπολείπονται σε απάνθρωπες ή δημαγωγικές αποφάσεις), που να ανακοινώνει ένα οποιοδήποτε μέτρο, αν δεν γνωρίζει ότι ευχαριστεί έναν πολύ μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων σε σχέση με εκείνους που δυσαρεστεί.

Ή, μάλλον, έναν απείρως μεγαλύτερο αριθμό.

ΕΝΑΣ ΑΡΙΘΜΟΣ που είναι καταδικαστέος όχι τόσο για την απανθρωπιά του να θέλει να μείνουν οι άστεγοι και νηστικοί όσο γιατί θεωρεί το μέτρο του προστίμου αποτελεσματικό, καθώς με την αναπόφευκτη εξαφάνιση των φιλάνθρωπων θα εξαφανιστούν και οι άστεγοι από την πλατεία. Με πρόσχημα τους λόγους υγιεινής (αφού θα μπορούσε εύκολα να λυθεί το σχετικό πρόβλημα), δείχνουν ότι αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να μην έρχονται οι ίδιοι σε επαφή με τους αστέγους. Να φύγουν οι άστεγοι από την πλατεία ώστε να πάψουν οι ίδιοι να τους βλέπουν κι επομένως να φαίνεται πως δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα.

Πρόκειται ακριβώς για μια στάση που την υλοποιούμε όλοι μας καθημερινά –η πόλη της Βερόνα είναι μια ακραία εκδοχή. Για να μη θίξουμε συχνά το Σαββατοκύριακό μας, μεταβάλλουμε σχεδόν σε αμελητέο ένα μείζον κοινωνικό πρόβλημα που μας αφορά όλους, ώστε η σοβαρότητά του να ισχύσει ξανά από τη Δευτέρα το πρωί που θα έχουμε –όσοι τουλάχιστον φύγαμε –επιστρέψει.

Λόγω αυτής ακριβώς της στάσης, μπορούμε να αγνοούμε, έστω κι αν το γνωρίζουμε απολύτως, το τι συμβαίνει όχι μόνο στον ευρύ κοινωνικό χώρο, αλλά και δυο τετράγωνα πιο κάτω από το δικό μας. Φαίνεται, τελικά, τα προβλήματα της ανθρωπότητας να ρυθμίζονται ανάλογα με τη διακριτική μας ευχέρεια, αν και διαρκώς παρόντα, να θέλουμε ή να μη θέλουμε να τα πληροφορηθούμε.

ΜΕΝΕΙ ΑΝΑΥΔΟΣ κανείς όταν παρατηρεί πως με τόση πληροφόρηση, που τη θελήσαμε μάλιστα διαρκούς ροής, γιατί θα μας έκανε –υποτίθεται –πιο ευαίσθητους, να έχουμε μεταβληθεί σε πραγματικά κτήνη. Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί τα γεγονός ότι επισήμως σε μια πόλη –τη Βερόνα –, ανεπισήμως ενδεχομένως σε πολλές, η φιλανθρωπία κηρύσσεται σε διωγμό, αφού τιμωρείται όποιος με πολύ μικρό κόστος εκφράζεται αλληλέγγυος με τους αστέγους; Οταν είκοσι αιώνες εκχριστιανισμού της ανθρωπότητας είχανε συχνά ως αποτέλεσμα μια αληθινή ζούγκλα, τι μπορεί να υπάρξει ως συνέχεια, όταν η ζούγκλα υποθάλπεται ως νόμιμο καθεστώς; Πώς γίνεται, επιπλέον, να μεταβάλλεται ανεπαισθήτως ακόμη και ο συμβολισμός μιας πλατείας και από αφετηρία διαδηλώσεων και επαναστάσεων να συνδέεται με την έμπρακτη εκδήλωση μιας επιβεβλημένης αποκτήνωσης;

Τελικά υπάρχει κάτι πολύ πιο δόλιο και σατανικό στην απόφαση του δημάρχου της Βερόνα. Η εξουσία συνήθιζε ώς τώρα, για να καλλωπίζει το πρόσωπό της, να προτρέπει σε φιλανθρωπία ακόμη και με το «παράδειγμά» της (η λαίδη Νταϊάνα, η φιλάνθρωπη πριγκίπισσα). Τώρα, με το πρόσωπο του Φλάβιου Τόζι, υψώνει εκδικητικά το δάχτυλό της προς όσους φιλάνθρωπους έχουν απομείνει. Αν δεν τους καταστήσει απάνθρωπους, θα τους έχει κάνει αδιάφορους. Κάτι είναι κι αυτό.