Παρά τέσσερα χρόνια, μισός αιώνας! Ακόμη θυμούνται οι άνω των 60 ετών θεατρόφιλοι μια παράσταση που δεν θα σβηστεί ποτέ από τη μνήμη τους. Μεταφραστής του έργου, ο σπουδαίος κρητικός πεζογράφος Παντελής Πρεβελάκης, σκηνοθέτης ο Λεωνίδας Τριβιζάς, σκηνογράφος και ενδυματολόγος η ζωγράφος Μαρίνα Καρέλλα (σύζυγος του πρίγκιπος Μιχαήλ), ο Δημήτρης Χορν στον ρόλο του Δον Ζουάν και μια πλειάδα λαμπρών ηθοποιών στους άλλους ρόλους: Χρήστος Τσαγανέας, Γιώργος Μιχαλακόπουλος, Θόδωρος Κατσαδράμης, Νόνικα Γαληνέα, Δημήτρης Τσούτσης, Γκέλυ Μαυροπούλου, Βίκυ Βανίτα, Γιώργος Μάζης, Χρήστος Νέγκας, τόσοι και τόσοι. Στο πολύτιμο αυτοβιογραφικό βιβλίο της Νόνικας Γαληνέα «Επέστρεφε», διαβάζουμε ανάμεσα σε άλλα: «Εκείνο το καλοκαίρι (σημ. του 1968), έπαιξα στη Θεσσαλονίκη, στον θίασο της Αντιγόνης Βαλάκου, έναν αρκετά χαριτωμένο ρόλο στο έργο “Φτωχό σαν σπουργιτάκι”. Και τον χειμώνα ήμουνα στο θέατρο Βρετάνια με τον Δημήτρη Χορν στον “Δον Ζουάν” του Μολιέρου, σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά, μ’ ένα καταπληκτικό σκηνικό της Μαρίνας Καρέλλα, που είχε κάνει και τα θαυμάσια κοστούμια. Σαν πίνακες ζωγραφικής ήταν. Η συνεργασία μου με τον Χορν ήταν ασφαλώς ό,τι καλύτερο μπορούσε να μου συμβεί καλλιτεχνικά. Ωρες ατέλειωτες θαύμαζα μοναδικές, δικές του στιγμές, αν και ο Δον Ζουάν δεν ήταν από τους ρόλους που αγάπησε. Μάλιστα στην πρεμιέρα (ή μήπως δεν ήταν η πρεμιέρα; Δεν είμαι σίγουρη, για να είμαι ειλικρινής), πάντως σε μια από τις πρώτες παραστάσεις σταμάτησε ξαφνικά, έκανε μια κίνηση α λα Χορν με το μαστίγιο του ρόλου και είπε στο κοινό: “Εξαργυρώστε τα εισιτήριά σας, δεν αντέχω να σας κοροϊδεύω». Η φράση κλειδί μέσα στο κείμενο αυτό που συνδυάζει με έναν αρητόρευτο τρόπο, ιστορικά και καλλιτεχνικά, τον πρίγκιπα Μιχαήλ και τη Νόνικα Γαληνέα είναι «ο Δον Ζουάν δεν ήταν από τους ρόλους που αγάπησε» (ο Δημήτρης Χορν). Το επιβεβαιώνει ο ίδιος ο Χορν γράφοντας στο πρόγραμμα της παράστασης: «Ενα βράδυ ήμασταν καλεσμένοι εις την Α.Β.Υ. τον πρίγκιπα Μιχαήλ και την σύζυγόν του. Είναι ένας πανέξυπνος νέος, ένας στοχαστής κι ένας βαθιά καλλιεργημένος άνθρωπος. Γνωρίζει θαυμάσια τα γαλλικά γράμματα κι εννοεί το θέατρο όσο λίγοι. Οταν του ανέπτυξα τις απόψεις μου για τον “Δον Ζουάν” (σημ. ο Χορν θεωρούσε το έργο κακό), ο πρίγκιψ κατηγορηματικά διεφώνησε μαζί μου». Το αποτέλεσμα αυτής της διαφωνίας ήταν να γράψει και να στείλει την επομένη μια επιστολή ο πρίγκιψ Μιχαήλ στον Χορν, όπου του λέει:
«Εν πρώτοις, αγαπητέ Τάκη, σας αφαιρώ για μία ακόμη φορά το δικαίωμα να ισχυρίζεσθε ότι ο “Δον Ζουάν” είναι ένα κακό έργο. Το ίδιο το θέμα του είναι οικουμενικό και η σημασία του απροσμέτρητου βάθους. Οσο για τη μορφή του είναι το δίχως άλλο εκπληκτική και δίνει όλο το μέτρο αυτού που θα ήταν ο Μολιέρος, αν δεν υπέκυπτε τόσο συχνά στα αισθητικά κριτήρια της εποχής του. Το έργο, άλλωστε, όπως είναι γνωστό, γράφτηκε εντελώς “στο πόδι”.
Επιτρέψτε μου, τώρα, να έρθω στο κύριο θέμα διατρέχοντας τις πέντε πράξεις του έργου. Ποιος είναι, επί τέλους, αυτός ο Δον Ζουάν ή ποιον θέλει να παραστήσει πως είναι; Είναι ένας κυνηγός του ποδόγυρου, μας απαντούν οι ανόητοι. Κι όμως, είναι κυνηγός, αλλά που δεν έχει για μοναδικό στόχο του το σεξ. Δεν είναι αυτό που τον καίει. Αν ήταν έτσι, γιατί θα αναζητούσε τις δυσκολίες; Γιατί θα έχανε τον καιρό του μ’ αυτές; Γιατί δεν θα προτιμούσε τις εύκολες γυναίκες;
Επί πλέον δεν τον δονεί η βασανιστική ανάγκη της κυριαρχίας, γιατί τότε η μανία του να χτίζει ή να γκρεμίζει θα συνεχιζόταν και μετά την κατάκτηση και θα ολοκληρωνόταν έτσι. Στον “Δον Ζουάν” υπάρχει, πρώτ’ απ’ όλα, μια αναζήτηση. Ξεκινώντας από το αυταπόδειχτο, γι’ αυτόν, αξίωμα πως όλες οι γυναίκες είναι κουτές και αδύναμες, αναζητεί αδιάκοπα τη μία, τη δυνατότερη από τις άλλες κι απ’ αυτόν τον ίδιο. Αυτήν που θα ξέρει να του αντισταθεί, να τον κρατήσει και που θα ξυπνήσει μέσα του τον θαυμασμό κι ίσως τον έρωτά του. Δεν ομολογεί στον Σγαναρέλλο ότι φθονεί τον έρωτα;
Ερωτοχτυπημένος καθημερινά σχεδόν και πάντα με τόση άνεση και τόση εύκολη επιτυχία, μόνον τον έρωτα δεν μπορεί να γνωρίσει. Πέρα από την οποιαδήποτε κατάκτηση επιθυμεί κάτι άλλο διαρκέστερο και βαθύτερο χωρίς, ίσως, καλά – καλά να το ομολογεί. Είναι ένας άλλος Βαλμόν, στις “Επικίνδυνες σχέσεις”, που ακούει το πρώτο “όχι” της ζωής του από την προεδρίνα του Τουρβίλ. Και κάτι ίσως πιο σημαντικό: υπάρχει στον “Δον Ζουάν” ένας κανόνας ζωής μαθηματικά εδραιωμένης, που καταντά σχεδόν μία φιλοσοφία.
Ο Σγαναρέλλος γελιέται όταν τον κατηγορεί πως είναι ένας άσωτος χωρίς να ξέρει το γιατί. Το έμβλημα του Δον Ζουάν θα μπορούσε να είναι “δοκίμασε τα πάντα – γνώρισε τα πάντα” πολλαπλασιάζοντας και πλουταίνοντας τις εμπειρίες σου. Το μάθημα που δίνει, γιατί είναι ένας νεοφώτιστος, θα μπορούσε να συνοψισθεί σε αυτές τις γραμμές, “Η ζωή είναι το μόνο που αξίζει τον κόπο, αν κι η ζωή δεν αξίζει πολλά”.
Για να κάνει βίωμά του αυτή τη φιλοσοφία ο Δον Ζουάν πληροί όλους τους όρους, τους φοβερά σκληρούς που του επιβάλλει.
1. Να μένει άτρωτος από την πλήξη. Πραγματικά τίποτα δεν είναι πιο πληκτικό από μία ζωή βασισμένη στην αναγκαστική επανάληψη. Κι όμως εκείνος ποτέ δεν κουράζεται, ποτέ δεν πλήττει.
2. Ν’ αποφεύγει τη δυστυχία και να μην επιδιώκει την ευτυχία. “Ούτε ευτυχισμένος, ούτε δυστυχισμένος, αλλά ζωντανός”. Αυτό το αξίωμα του Μότσαρτ θα μπορούσε αξιόλογα να ισχύσει και για τον Δον Ζουάν.
3. Να μην ξεπερνάει ποτέ τα όρια που του προσφέρουν οι δυνατότητές του. Να μην κυνηγάει ένα όνειρο μακρινό και απραγματοποίητο. Γι’ αυτό σφάλλει όταν συγκρίνει τον εαυτό του με τον Μεγαλέξανδρο. Ο βασιλιάς της Μακεδονίας κυνήγησε σε όλη του τη ζωή τον ίδιο πάντα απόλυτο κι απλησίαστο στόχο. Για τον Δον Ζουάν το μόνο απόλυτο που ανανεώνεται επίμονα είναι το παρόν. Η στιγμή που ζούμε.
4. Να διασφαλίζει τη ζωή του ελεύθερα μ’ ένα αδάμαστο, ανεξάντλητο θάρρος. Ο Δον Ζουάν είναι ο αγωνιστής που προκαλεί αψήφιστα όποιον εναντιώνεται στη θέλησή του. Ειρωνεύεται τους νόμους και τις συμβατικότητες του κόσμου τούτου. Αγνοεί τους κινδύνους που οι περιπέτειές του, του επιβάλλουν. Καταφρονεί τον θάνατο. Μόνον έτσι μπορεί να νιώθει ελεύθερος από κάθε καταναγκασμό, από κάθε απροσδόκητο, που μπορεί να τον εύρει. Ελεύθερος ως την εκμηδένιση.
5. Να κρατηθεί, τέλος, μακριά από κάθε πίστη και κάθε μεταφυσική. “Η απόλυτη ασέβεια ήταν η διέξοδός του”. Ο,τι ακριβώς, δηλαδή, έλεγε ο Σαιν Σιμόν για τον καρδινάλιο Ντυμπουά θα μπορούσε να ισχύσει απαράλλαχτα για τον ήρωά μας. Το αποδεικνύει, άλλωστε, περίτρανα διακηρύσσοντας την πίστη του: “Δύο και δύο κάνουν τέσσερα”. Ο Δον Ζουάν δεν είναι ακριβώς ένας άθεος, δεν πιστεύει στον Θεό βέβαια, αλλά και δεν τον αρνείται. Απλώς απορρίπτει κάθε ερωτηματικό, κάθε αμφιβολία, κάθε αγωνία.
Η στάση του Δον Ζουάν όπως την εξέθεσα είναι σαφής και ξεκάθαρη. Εμπεριέχει μία απεριόριστη ελευθερία και ένα είδος απόγνωσης που φτάνει ως την πρόκληση. Μιας απόγνωσης όμως που δεν εκφράζεται ποτέ, αλλά που μας αγγίζει βαθύτατα γιατί θα μπορούσε να είναι και δική μας. Εχει όμως συνείδηση των πράξεών του; Εν μέρει μόνο, όχι απόλυτα. Αν και για μένα σχεδόν τίποτα δεν του διαφεύγει.
Ολα τα επιχειρήματα αυτών που επιθυμούν να του αλλάξουν τη ζωή είναι ποτισμένα από μία αδυναμία που δεν μπορεί παρά να είναι ηθελημένη. Ωστόσο, για όλα κανείς μπορεί να κατηγορήσει τον Δον Ζουάν εξόν από έλλειψη θελήσεως να πεισθεί. Ας μη λησμονούμε, εξάλλου, πως η ηθική είναι συχνά θυγατέρα της υποκρισίας και ο Μολιέρος με τα χείλη του Δον Ζουάν αναλαμβάνει να μας το υπενθυμίσει. Αλλά ο Δον Ζουάν αρνείται την υποκρισία. Προτιμότερη η ομολογημένη αμαρτία παρά το υποκριτικό “Πάτερ ημών” για κατανάλωση. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς πως μ’ όλα τα λεγόμενά του δεν θα δανειστεί ποτέ αυτή τη μάσκα. Διασκεδάζοντας, φορώντας την για λίγο, μας πείθει πέρα για πέρα πως αν αρνείται κάτι είναι η μίμηση των Ταρτούφων.
Τότε τι να συμπεράνει κανείς; Μήπως ότι για τον Μολιέρο η μόνη παραδεκτή φιλοσοφία είναι η φιλοσοφική άποψη του Δον Ζουάν; Γιατί, ναι μεν ο Δον Ζουάν στιγματίζεται σε κάθε στίχο του έργου, εξευτελίζεται, καταδικάζεται ώς την τελευταία παράγραφο και η τιμωρία τον περιμένει στο κλείσιμο της αυλαίας, αλλά με κανέναν τρόπο δεν θαυμάζουμε τους επικριτές του. Ο ανομολόγητος θαυμασμός μας είναι ανεπιφύλακτα αφιερωμένος σ’ αυτόν.
Και τώρα, επιτρέψτε μου, αγαπητέ Τάκη, να σας εμπιστευθώ μερικές σκόρπιες σκέψεις μου.
Ο Μολιέρος έπλασε τον Δον Ζουάν, έναν μεγάλο άρχοντα, από λόγους μόνο σκοπιμότητας και πρέπει πολύ να προσέξει κανείς μήπως υποδυόμενος τον ήρωα τον παρουσιάσει σαν δούκα ή σαν ανώτερο αυλικό. Ο Δον Ζουάν δεν έχει τίποτε, μα τίποτε απολύτως, από τα χαρακτηριστικά ενός αριστοκράτη και μάλιστα του 17ου αιώνα, μ’ όλο που δείχνει να έχει όλα τα ελαττώματά του.
Είναι αντίθετα η άρνηση του αριστοκρατικού ιδεώδους, ακόμη και του παρεξηγημένου αριστοκρατικού ιδεώδους. Κανένας εκπρόσωπος αυτής της τάξης δεν θα εξευτελιζόταν τόσο, δεν θα βουτούσε μέσα στην ασέβεια, δεν θα καταφρονούσε κάθε συμβατικότητα, δεν θα ποδοπατούσε ακόμη και την ιδέα της ελευθερίας. Στις φλέβες του Δον Ζουάν τρέχει το αίμα των μεγάλων τυχοδιωκτών που πολλαπλασιάστηκαν επικίνδυνα τον επόμενο αιώνα, το αίμα ενός Καζανόβα, ενός Καλιόστρο και άλλων.
Σήμερα, ο Δον Ζουάν σίγουρα δεν θα ανήκε σε μία πανίσχυρη οικονομική δυναστεία τύπου Ρότσιλντ και Ροκφέλερ, μα θα ήταν ένας νεόπλουτος, άξεστος, κτηνώδης, εξαγοράζοντας την κοινωνική υπόστασή του χωρίς όμως να κατορθώνει να του ανοίγουν παντού οι πόρτες. Θα έπρεπε να ανήκε στην άρχουσα τάξη, να έχει βάλει ενέχυρο τον εαυτό του για να μπορεί να πληρώσει όλα τα καπρίτσια του, να πηδά από κατάκτηση σε κατάκτηση για να πραγματοποιήσει το πρόγραμμά του και να αναλάβει την ευθύνη της ίδιας του της ύπαρξης. Θα έπρεπε όμως να είναι ένας αριστοκράτης για να εκτοξεύσει ο Μολιέρος μέσω του Σγαναρέλλου τα φαρμακερά του βέλη εναντίον μιας τάξεως από την οποία δεν δοκίμασε παρά μόνο πίκρες.
Δεν ξέρω αν σας έπεισα, αγαπητέ Τάκη, εγώ προσωπικά πείστηκα απόλυτα με τη μελέτη του έργου. Ο Δον Ζουάν είναι ένα έργο αμφίρροπο και αβέβαιο, βαθύ και ελαφρό, ουσιαστικά άνισο, με μια πληρότητα όμως φόρμας. Μια τραγωδία που κορτάρει με την κωμωδία και μία κωμωδία που είναι μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες του κλασικού ρεπερτορίου, είναι καθρέπτης της ανθρωπότητας».