Η Ελεάννα έχει μάγειρο, καμαριέρα, πισίνα, πολλά και παράξενα ζώα, ελάχιστους φίλους και αυτό όχι γιατί ζει σε μια απομονωμένη έπαυλη. Είναι ένα κοριτσάκι που μας καλωσορίζει στη ζωή της ανοίγοντας την «πόρτα» του καραβιού της. Κινείται πάνω σ’ αυτό με την άνεση που ζουν τα παιδιά στο σπίτι τους ή παίζουν στην αυλή τους. Τρυπώνει στην κουζίνα, αλωνίζει όλο το πλοίο, κάνει ποδήλατο στο κατάστρωμα και παίζει βιολί. Πάνω σε ένα καράβι εξάλλου γεννήθηκε, μεγάλωσε και πιστεύει ότι ο κόσμος είναι η θάλασσα.
Ο συγγραφέας Φίλιππος Φιλίππου, στο πρώτο του παιδικό βιβλίο εμπνέεται την ηρωίδα του μέσα από μια πραγματική ιστορία, καθώς ο ίδιος είχε γνωρίσει ένα τέτοιο παιδί που μεγάλωσε χωρίς να ξέρει ότι υπάρχει στεριά, και παρουσιάζει τέσσερις περιπέτειες ξεχωριστές καθότι θαλασσινές και ενδιαφέρουσες καθότι ασυνήθιστες. Ο μικρός αναγνώστης θα παραξενευτεί με το κοριτσάκι που γνωρίζει μόνο από θάλασσα, θα κρατήσει την αγωνία του ζωντανή με τις περιπέτειές της, θα γελάσει με την αστεία πλοκή και την τελική έκβαση, θα έρθει σε πρώτη επαφή με τον Ομηρο και θα ανακαλύψει νέους κόσμους σε στεριά και θάλασσα μέσα από τη ναυτική εμπειρία του συγγραφέα.
Το κόκκινο μεγάλο καράβι, ο «Οδυσσέας», ξεκινά το ταξίδι του από το Μπαχρέιν. Εκεί ο αφηγητής μας, ο Τάκης, που μπαρκάρει ως μάγειρος, γνωρίζει την Ελεάννα, την τετράχρονη κόρη του καπετάνιου κυρίου Ευγένιου και της συζύγου του, κυρίας Ευγενίας. Το πλοίο είναι γεμάτο από ανθρώπους διαφόρων φυλών, Ελληνες, Αραβες, Ταϊλανδούς, Κορεάτες αλλά και από ζώα διαφόρων ειδών: μια γάτα, έναν σκύλο, μια μαϊμού και έναν παπαγάλο. Η πρώτη περιπέτεια θα διαταράξει την ηρεμία των ηρώων και μάλιστα μέσα στις ημέρες των Χριστουγέννων. Από την άλλη όμως θα προσθέσει στη συντροφιά μια γαλοπούλα, που αρχικά προοριζόταν για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, μια χελώνα και νέους φίλους. Ανοιχτά στον ωκεανό και ενώ όλοι γιορτάζουν, την παραμονή των Χριστουγέννων, το πλοίο αρχίζει να βουλιάζει. Ολοι, άνθρωποι και ζώα, τρέχουν να σωθούν πανικόβλητοι. Μόνο τη γαλοπούλα, τη Λούλα, ξεχνάνε. Εκείνη όμως προσγειώνεται στη σωστική λέμβο και σώζεται ως εκ θαύματος.
Με νέο τάνκερ, τον «Αλέξανδρο», τα μέλη του πληρώματος συνεχίζουν το ταξίδι σηκώνοντας άγκυρα για μια νέα περιπέτεια. Στην πορεία του προς τον Περσικό Κόλπο το πλοίο δέχεται ξαφνικά επίθεση πειρατών. Ολοι κλειδώνονται στο καπνιστήριο και οι πειρατές ετοιμάζονται να λαφυραγωγήσουν ανενόχλητοι, μέχρι που τα ζώα πηδούν στο κατάστρωμα και σπέρνοντας τον πανικό στους πειρατές τούς πετάνε στη θάλασσα. Εκεί που στην τρίτη ιστορία βουτά και η μικρή Ελεάννα για να πέσει πάνω σε έναν όχι και τόσο φιλικό καρχαρία.
Η τέταρτη και τελευταία ιστορία της Ελεάννας συμπίπτει με τη μεγαλύτερη ίσως περιπέτεια, εκείνη της ανακάλυψης. Η Ελεάννα βγαίνει από το πλοίο στη στεριά και μαθαίνει ότι υπάρχουν άνθρωποι που ζουν σε καλύβες, έχουν διαφορετικό χρώμα από εκείνην και ενώ η εμφάνισή τους αρχικά την εκπλήσσει, γίνονται στη συνέχεια καλοί της φίλοι. Μαθαίνει ότι υπάρχουν ζώα μεγάλα και τρομακτικά που ζουν στη ζούγκλα, που τρώνε κρέας αλλά γίνονται βοηθοί σου, αν τα αγαπάς και αν τα φροντίζεις. «Αχ, τι ωραία είναι να πατάς στο χώμα, Τάκη!» λέει ενθουσιασμένη η Ελεάννα γυρνώντας στο πλοίο.
Ο κ. Τάκης, ο κοντούλης ασυρματιστής που γράφει ποιήματα στο πακέτο των τσιγάρων, ο 15χρονος Τιμάγια που αναζητεί το όνειρό του στη Νέα Υόρκη, ο Πίκο, ο μικρός νέγρος που φιλοξενεί την Ελεάννα στη στεριά, είναι μερικά από τα πρόσωπα που ολοκληρώνουν την εικόνα για τον κόσμο εντός και εκτός του πλοίου.