Ο πρωθυπουργός ζητεί από τον βασιλιά την αντικατάσταση του Γαρουφαλιά, ο τελευταίος όμως αρνείται να παραιτηθεί παρά τη διαγραφή του από την Κοινοβουλευτική Ομάδα.
Στις 15 Ιουλίου παραιτείται η κυβέρνηση Παπανδρέου καθώς η διαφωνία ανάμεσα στον πρωθυπουργό και τον βασιλιά είναι πλήρης. Σχηματίζεται τότε μια νέα κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Αθανασιάδη – Νόβα, με αποτέλεσμα ο Γεώργιος Παπανδρέου να χάσει την πλειοψηφία του στη Βουλή, μια και σημειώνεται διαρροή βουλευτών προς τη νέα κυβέρνηση.
Στην κυρία Λιλή Αλιβιζάτου
Πρόκειται για την περίφημη Αποστασία. (Για την ιστορία, οφείλουμε να σημειώσουμε μια αλήθεια που δεν έγινε ποτέ ιδιαίτερα γνωστή μέσα στα 49 αυτά χρόνια. Ο Γεώργιος Αθανασιάδης – Νόβας, δεξιός, βασιλικός κ.λπ. υπήρξε ένας αισθαντικός ποιητής, δεν έγραψε ποτέ όμως ο ίδιος τους στίχους «Κι ήταν τα στήθια σου άσπρα σαν τα γάλατα / και μου ‘λεγες γαργάλατα». Οι στίχοι αυτοί ήταν μια επινόηση του δικού μας, σπουδαίου Κώστα Σταματίου, ώστε να γελοιοποιηθεί ο Γεώργιος Αθανασιάδης -Νόβας ως δοτός πρωθυπουργός που ήταν, με αποτέλεσμα να περάσει στην Ιστορία με το όνομα «Ο Γαργάλατας».)
Στο μεταξύ, τα γεγονότα τρέχουν και από τις 15 Ιουλίου που παραιτείται η κυβέρνηση ώς τις 30 το ίδιου μήνα έχουμε δυο –ανάμεσα σε πολλά –σημαδιακά γεγονότα. Τον πάταγο που προκαλεί η δημοσίευση στην «Ουάσιγκτον Ποστ» μιας επιστολής που έστειλε η Μαργαρίτα Παπανδρέου στον δημοσιογράφο Ντιου Πίρσον. Η επιστολή δημοσιεύεται με τον τίτλο «Η αγωνία του κ. Παπανδρέου. Οι βασιλείς επεδίωξαν να τον ανατρέψουν συνδέοντας τον γιο του με παραστρατιωτική οργάνωση». Η αντιπολίτευση κατηγορεί την οικογένεια Παπανδρέου ότι υποκινεί αμερικανική ανάμειξη. Για να κλείσει ο φοβερός Ιούλιος του 1965 με 143 βουλευτές της Ενώσεως Κέντρου να καταδικάζουν στη Βουλή την κυβέρνηση Νόβα, ενώ την ίδια ώρα ομάδες Λαμπράκηδων περικυκλώνανε το Κοινοβούλιο.
Μια εξέχουσα φυσιογνωμία του πνευματικού κόσμου, ο πεζογράφος, δοκιμιογράφος και θεατρικός συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς, θα πρωταγωνιστήσει με την «πολεμική» του επιφυλλιδογραφία στο «Βήμα» (από τις 27 Ιουλίου του 1965 ώς την 1 Ιανουαρίου του 1966) στην πολιτική ζωή της χώρας. Καταγγέλλει, ξεκαθαρίζει και χαράσσει μέσα στους ταραγμένους εκείνους καιρούς έναν δύσβατο αλλά τελικά τον μόνο ορθό δρόμο που χρειαζόταν να ακολουθήσει σύνολη η πολιτική ηγεσία –αυτόν της κοινωνικής σύνεσης και της δημοκρατικής μετριοπάθειας προκειμένου να αποτραπούν τα αδιέξοδα που συσσωρεύονταν ήδη στον ορίζοντα.
Ο Θεοτοκάς άλλωστε ποτέ δεν είχε κλειστεί σε έναν «ελεφάντινο πύργο». Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, η συμπαράταξή του και η ανάμειξή του με τους δημοκρατικούς αγώνες τον είχαν αναδείξει σε ένα είδος πολιτικού «γκουρού». Τόσο για τους ενήλικους όσο και για τους νέους που ανησυχούσαν χωρίς τις δογματικές παρωπίδες της Ακρας Αριστεράς αλλά και τις παρωπίδες σύνολης της Δεξιάς, «φωτισμένης», συντηρητικής και –πολύ περισσότερο –εξτρεμιστικής. Εχοντας κάνει την είσοδό του στα γράμματα το 1929 με το «Ελεύθερο πνεύμα», ένα βιβλίο ιδεολογικής πολεμικής που χαρακτηρίστηκε ως το «μανιφέστο της γενιάς του ’30», είχε δώσει εξετάσεις του υψηλού δημοκρατικού του φρονήματος από την ηλικία των 24 κιόλας χρόνων, καθώς είχε γεννηθεί το 1905. (Σε εξομολόγησή του ο Αγγελος Τερζάκης είχε πει ότι αποσώνοντας το διάβασμα του «Ελεύθερου πνεύματος», έκανε κάτι που είναι ζήτημα αν το είχε κάνει τρεις φορές στη ζωή του: σήκωσε το βιβλίο και το φίλησε.)
Γράφει στο πρώτο κιόλας άρθρο του, στις 27/7/1965, ο Γιώργος Θεοτοκάς: «Τους τελευταίους καιρούς, ο ελληνικός λαός έζησε με μια μεγάλη, συλλογική ελπίδα που την ενσάρκωσε ένας άνθρωπος. Το ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου έκανε λάθη και έχει αδυναμίες δεν είναι σήμερα το θέμα. Το θέμα είναι ότι έγινε σύμβολο και θρύλος: ο Γέρος. Και μ’ αυτά τα πράγματα που αγγίζουν την ψυχή των μαζών κανείς δεν μπορεί να παίζει. Ο λαός χάρηκε ελευθερία κι ένιωσε πως το κράτος τού έδειχνε, καθώς λέμε στην Ελλάδα, κάποια “στοργή”. Η λέξη ίσως κάνει περίεργη εντύπωση σε ξένους παρατηρητές, λ.χ. Αγγλοσάξονες, που δεν συλλαμβάνουν με ποιον τρόπο ανακατώνεται η “στοργή” στην πολιτική. Αλλά εδώ είναι ένας άλλος κόσμος, μεσογειακός, εγκάρδιος, ευκολοσυγκίνητος, όπου το μεγαλύτερο ζήτημα δεν είναι ούτε η τεχνική ούτε η στρατηγική ούτε η αφαιρεμένη πολιτική, αλλά οι ανθρώπινες σχέσεις. Ο,τι θέλουν ας λένε οι σχολιαστές των ημερών αυτών: στο πεδίο των ανθρώπινων σχέσεων, ύστερα από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, μόνο δύο δημόσιοι άνδρες κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα θερμό ρεύμα συναισθηματικής επαφής με τις μάζες, ο Πλαστήρας άλλοτε και ο Παπανδρέου τώρα».
Αυτό που εντυπωσιάζει, εκ των υστέρων βέβαια, είναι ότι σε κανένα από τα έξι άρθρα του Γιώργου Θεοτοκά δεν γίνεται μία, έστω και ονομαστική, μνεία του Ανδρέα Παπανδρέου, του οποίου η ανάμειξη ήταν ήδη ενεργή στην πολιτική ζωή της χώρας. Να σημαίνει άραγε ότι ο ενδοιασμός (μαζί με τη βαθύτατη βέβαια εκτίμηση) που διατυπώνει ο Γιώργος Θεοτοκάς για τον Γεώργιο Παπανδρέου προεκτεινόταν και στον γιο τού δευτέρου; Κανείς δεν μπορεί να το γνωρίζει. Ο Γιώργος Θεοτοκάς θα πεθάνει λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1966, σε ηλικία 61 μόλις χρόνων, και η είδηση του θανάτου θα κεραυνοβολήσει την Αθήνα.
Εχοντας συγκεντρώσει, στις αρχές του 1966, σε ένα τομίδιο τα έξι άρθρα που έγραψε στο «Βήμα» κατά τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου του 1965, με τον τίτλο «Η εθνική κρίση», θα προβεί σε μια ακόμη συμβολική χειρονομία. Ενώ ο εκδοτικός οίκος που εξέδιδε τα βιβλία του ήταν η Εστία, την «Εθνική κρίση» θα την εκδώσει το Θεμέλιο. Πρόκειται για τον γνωστό, ιστορικό πλέον, προοδευτικό, αριστερό εκδοτικό οίκο που ακουγόταν ως απαγορευμένη περιοχή ακόμη και για μη συντηρητικούς συγγραφείς. Μήπως ο Θεοτοκάς προαισθανόταν το τέλος που πλησίαζε και «Η εθνική κρίση» συνιστά ένα είδος παρακαταθήκης προς τους νέους, που η έγνοια τους στοιχειώνει τις σελίδες του βιβλίου αυτού; Η σύντροφος των τελευταίων χρόνων της ζωής του, η ποιήτρια Κοραλία Θεοτοκά (αυτοκτόνησε ακριβώς δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του δημιουργού της «Αργώς» και των «Ασθενών και οδοιπόρων»), ισχυριζόταν πως καμιά δυσάρεστη πρόβλεψη δεν σκίαζε τη μαχητικότητά του.
στην οδό Βαλαωρίτου 12, και αφού με δεχτεί τρυφερά, πατρικά σχεδόν, να του δώσω τις ερωτήσεις και να μου τηλεφωνήσει λίγες ημέρες αργότερα ότι έχει έτοιμες τις απαντήσεις. Η συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στη «Θεσσαλία» του Βόλου τον Μάρτιο του 1966 –δεν πιστεύω να τη θυμάται κανείς άλλος εκτός από μένα –έχει ως εξής:
Ποια, κατά τη γνώμη σας, υπήρξαν τα γενεσιουργά αίτια της εθνικής κρίσης;
Τα αίτια της εθνικής κρίσης, κατά τη γνώμη μου, βρίσκονται στην ιδιότυπη ψυχολογία της ελληνικής Δεξιάς, η οποία πιστεύει πώς μόνο αυτή είναι «εθνικώς αδιάβλητη» και ότι, κατά συνέπεια, κινδυνεύει το έθνος αν η εξουσία περάσει σε άλλα χέρια. Αυτό συνδυάζεται με τον υπερσυντηρητισμό της, που την κάνει να κοιτάζει ακόμη και τις πιο απαραίτητες και τις πιο φυσικές μεταρρυθμίσεις ως επικίνδυνες παρεκκλίσεις από την εθνική γραμμή, πού εγκυμονούν φοβερές απειλές για την εθνική μας υπόσταση. Η ψυχολογία αυτή οδηγεί εύκολα τις συντηρητικές μας δυνάμεις στην αποδοχή της αρχής ότι «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».
Στο βιβλίο σας «Η εθνική κρίση» μιλάτε για μια ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των μεγάλων του κόσμου που εξασφαλίζει την ισορροπία των δυνάμεων στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο. Πώς την εννοείτε τη συμφωνία αυτή;
Η ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των μεγάλων που εξασφαλίζει σήμερα την ισορροπία στην περιοχή μας οφείλεται, προφανώς, στον κίνδυνο των πυρηνικών βομβαρδισμών. Η Ευρώπη είναι μια σχετικά μικρή ήπειρος και οι πυρηνικοί βομβαρδισμοί θα καταστρέφανε ολοκληρωτικά τον πλούτο της και τους θησαυρούς του πολιτισμού της. Αλλά και οι, έξω από την Ευρώπη, μεγάλοι δεν θα γλίτωναν την καταστροφή. Λυπηρό να το λέμε, αλλά αυτή είναι προς το παρόν η κυριότερη εγγύηση της ειρήνης.
Πού στηρίζεται η αισιοδοξία που επανειλημμένα εκφράζετε σχετικά με τη συμπεριφορά των νέων στην πρόσφατη κρίση που συγκλόνισε την Ελλάδα;
Η αισιοδοξία είναι μια ψυχική στάση βαθύτερη από τις εντυπώσεις που μας δίνει η επικαιρότητα. Το ζήτημα είναι αν πιστεύει κανείς ή δεν πιστεύει στον άνθρωπο και στις αστείρευτες δυνάμεις του για ανανέωση της ζωής και για δημιουργία. Για μας που πιστεύουμε στον άνθρωπο, υπάρχει πάντα η ελπίδα ότι η νιότη μπορεί να φέρει στον κόσμο κάτι καλύτερο απ’ αυτό που υπάρχει σήμερα. Αλλά πρέπει και η νιότη να πιστέψει.
Ποιο νομίζετε πως είναι το κυριαρχικό αίτημα της στιγμής αυτής ώστε ανάλογα να δράσουν όσοι ανησυχούν και πονούν για τον τόπο μας και τους ανθρώπους του;
Εκείνο που μας χρειάζεται είναι ένα τίμιο δημοκρατικό πολίτευμα, που να μας εξασφαλίσει την ελευθερία, την ομαλή πρόοδο, την κοινωνική ειρήνη και τη διατήρηση των ανθρωπιστικών αξιών. Η καλύτερη πολιτική σήμερα για την Ελλάδα είναι η πολιτική της μετριοπάθειας και της ανοχής, ο προοδευτικός φιλελευθερισμός με την ευρύτερη έννοια. Η επικράτηση του εξτρεμισμού με οποιαδήποτε μορφή θα μας δημιουργήσει πάλι ένα κλίμα εμφύλιου πολέμου και αυτό είναι που χρωστούμε να αποφύγουμε, αν πονούμε τον τόπο.
Πώς βλέπετε τη θέση της Ελλάδας μέσα στην παγκόσμια κοινότητα και τι πιστεύετε πως μπορεί να προσφέρει η χώρα μας σε μια εποχή μεγάλων ανακατατάξεων όπως η δική μας;
Η Ελλάδα είναι μια χώρα μικρή και αρκετά καθυστερημένη, που δεν μπορεί να αναλάβει ιστορικές πρωτοβουλίες στη διεθνή ζωή. Το χρέος της είναι να φροντίζει όσο το δυνατόν καλύτερα «τα του οίκου της», σύμφωνα με όσα είπα παραπάνω, να συντηρεί αγαθές σχέσεις με τα γειτονικά της έθνη, συντελώντας έτσι στην ανάπτυξη του πνεύματος της ειρήνης, και να αναπροσαρμόζει τη ζωή της στις ανάγκες της ιστορικής εξέλιξης μέσα στα όρια του εκάστοτε κατορθωτού.