Το μέτρο της απαλλαγής από το ΦΠΑ αδικείται από το όριο που αποφάσισε το οικονομικό επιτελείο και αδικεί τις πολύ μικρές επιχειρήσεις που το χρειάζονται, σημειώνει ο πρόεδρος της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου Βασίλης Κορκίδης.
Δυστυχώς, για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται ότι τα απαραίτητα φορολογικά μέτρα καταλήγουν σε επικοινωνιακά ημίμετρα, σημειώνει ο Βασίλης Κορκίδης και υπογραμμίζει: «η ΕΣΕΕ εκφράζει τις επιφυλάξεις της για τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις του Πολυνομοσχεδίου που ψηφίστηκαν στη Βουλή και άπτονται ζητημάτων ΦΠΑ, θεωρώντας ότι θα έπρεπε να συνδράμουν περισσότερο, τόσο στην επανεκκίνηση της πραγματικής οικονομίας όσο και στην μερική έστω, αποκατάσταση των όρων εύρυθμης λειτουργίας της».
Αναφέρει ακόμη ότι για θέματα που σχετίζονται με την ομαλή λειτουργία της αγοράς θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη οι θέσεις των φορέων εκπροσώπησης του εγχώριου επιχειρείν και υπενθυμίζει ότι η ΕΣΕΕ, ήδη από τον Απρίλιο είχε εκφράσει την ικανοποίησή της αναφορικά με τη σχεδιαζόμενη, εκ μέρους του οικονομικού επιτελείου, απαλλαγή από το καθεστώς ΦΠΑ επιχειρήσεων με πραγματοποιούμενο ετήσιο τζίρο τουλάχιστον 20.000 ευρώ.
Παρόλα αυτά, συνεχίζει ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, το αρχικώς προβλεφθέν ετήσιο επίπεδο τζίρου των 10.000 ευρώ μέχρι το οποίο οι επιτηδευματίες θα έχουν τη δυνατότητα εξαίρεσης από το καθεστώς ΦΠΑ, είχε κριθεί ανεπαρκές, από τη στιγμή που δεν αποτύπωνε την πραγματικά επικρατούσα κατάσταση και τις ανάγκες του αντιπροσωπευτικού κλάδου δραστηριοποίησης του εγχώριου επιχειρείν, εκείνον του Λιανικού Εμπορίου.
Έτσι, κύκλοι της κυβέρνησης, αναλογιζόμενοι την περιορισμένη αποτελεσματικότητα του προωθούμενου μέτρου, ασκούσαν πιέσεις για αναπροσαρμογή του εν λόγω ποσού (10.000) στα επίπεδα των 20.000-25.000 ευρώ καταγεγραμμένου ετήσιου κύκλου εργασιών.
«Δυστυχώς, η διαφαινόμενη επικράτηση της αρχικής εισήγησης αφήνει δυσαρεστημένη τη συντριπτική πλειοψηφία του εμπορικού κόσμου» αναφέρει ο κ. Κορκίδης και προσθέτει ότι οι μικρομεσαίοι του εμπορίου εκφράζουν την επιφυλακτικότητά τους για την αποτελεσματικότητα του συγκεκριμένου μέτρου και τις προοπτικές επίλυσης καίριων προβλημάτων της αγοράς, καθώς το ιδιαίτερα χαμηλά προβλεπόμενο επίπεδο τζίρου αφήνει «εκτός νυμφώνος» το βασικό πυρήνα των μικρών ελληνικών επιχειρήσεων, εκείνων που δραστηριοποιούνται στον χώρο της «μικρής λιανικής» της αγοράς.
Το ποσό των 10.000 ευρώ αποτελεί ένα ευτελές μέγεθος και κρίνεται ανεπαρκές για την κάλυψη ακόμη και του βασικού λειτουργικού κόστους που επωμίζεται μία τυπική μικρή (ατομική) εμπορική επιχείρηση, καθώς μόνο τα ετήσια έξοδα που επιβαρύνουν το προϋπολογισμό της επιχείρησης και τα οποία εξειδικεύονται στην εμπορική μίσθωση (ενοίκιο, περίπου 6.000 ευρώ), του προς εκμετάλλευση ακινήτου αλλά και στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας (λογαριασμός ΔΕΗ, περίπου 2.000 ευρώ), προσεγγίζουν αθροιστικά τα 8.000 ευρώ.
Στην περίπτωση βεβαίως που η επιχείρηση απασχολεί έστω και έναν εργαζόμενο, με μικρή ή σχεδόν μηδενική προϋπηρεσία, το συνολικό της κόστος (εκτός υποχρεώσεων σε Εφορία, Ασφαλιστικά Ταμεία και Προμηθευτές) εκτινάσσεται σε επίπεδα που κυμαίνονται μεταξύ 23.000 και 25.000 ευρώ.
«Εύλογα λοιπόν γεννάται το ερώτημα πώς ένας επιτηδευματίας, θα μπορέσει να ανταπεξέλθει σε τόσο αντίξοες και δυσχερείς συνθήκες» σημειώνει ο ίδιος.
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω στοιχεία και προκειμένου μία μικρή αντιπροσωπευτική εμπορική επιχείρηση στον τομέα του Λιανικού Εμπορίου να καταστεί βιώσιμη, κερδοφόρα και να μπορέσει να ανταποκριθεί στο σύνολο των υποχρεώσεών της, απαιτείται να διενεργεί σε ετήσια βάση έναν minimum κύκλο εργασιών περίπου 20.000-25.000 ευρώ, για τον οποίο θα πρέπει να της δίνεται η δυνατότητα εξαίρεσης από την υποχρέωση του ΦΠΑ, ενώ ταυτόχρονα θα συνεισφέρει στην τόνωση των δημοσίων εσόδων, ένεκα των βελτιωτικών προβλέψεων εισπραξιμότητας του Φόρου Εισοδήματος (ΦΕΦΠ, ΦΕΝΠ).
Ως εκ τούτου, ο διπλασιασμός του ποσού που θεσπίστηκε θα πρέπει να αποτελέσει βασικό μέλημα των υπεύθυνων άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής, έτσι ώστε τις ευεργετικές συνέπειες του μέτρου να καρπωθούν οι «start-up» επιχειρήσεις, που στα πρώτα τους βήματα αποτελούν τη μικρή επιχειρηματικότητα της ελληνικής οικονομίας και χρήζουν άμεσης αρωγής, καταλήγει ο κ. Κορκίδης.