Δεν υπάρχει πολυτιμότερη εποχή από το καλοκαίρι, προκειμένου να αντλεί κανείς διδάγματα. Διδάγματα όσον αφορά τη συμπεριφορά των συνανθρώπων του –σε σχέση με τους πολιτικούς και την πολιτική μάς φθάνουν και μας περισσεύουν οι τρεις άλλες εποχές.

Σάββατο 9 Αυγούστου, 11.30 το πρωί, ο βλοσυρός σαρανταπεντάρης που φεύγει από το διαμέρισμά του, επί της οδού Καλλιδρομίου, ρίχνει από απόσταση στον κάδο των απορριμμάτων μια ευτραφή σακούλα με σκουπίδια, με ένα ύφος πλήρους περιφρόνησης προς την ίδια και το περιεχόμενό της. Δεν διατείνεται κανείς ότι θα έπρεπε να κρατάει τη σακούλα αγκαλιά προτού την εκσφενδονίσει στον δημόσιο σκουπιδοτενεκέ. Δεν είναι που σκέπτεται κανείς ότι η περιφρόνηση προς τη σακούλα με τα σκουπίδια εύκολα μεταβάλλεται σε περιφρόνηση για τους ανθρώπους που, λίγο αργότερα, θα περάσουν για να τα μαζέψουν.

Ή ότι αν για αυτούς που τα πετάνε ως άχρηστα και σιχαμερά, κάποιοι άλλοι, στραγγίζοντάς τα, θα βγάλουν έναν πολύτιμο κόκκο ζωής για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Δεν ισχυρίζεσαι ακόμη ότι θα όφειλε να αποχωρίζεται κανείς τα σκουπίδια, που ο ίδιος άλλωστε δημιούργησε, με το αίσθημα που θα είχε αν πετούσε κατά λάθος ένα οικογενειακό κειμήλιο. Ή να γνωρίζει το θαυμαστό που είχε πει ο Γιάννης Τσαρούχης ότι «μ’ ενδιαφέρει μέσα στα σκουπίδια να ανακαλύπτω πράγματα πολύτιμα για την τέχνη μου, όπως το ζώο ανακαλύπτει μέσα τους την πολύτιμη για τη ζωή του τροφή».

Αυτό που προσπαθούμε να γίνει αντιληπτό είναι ότι ενώ μας ενοχλεί το ορατά βρώμικο το μη ορατά δυσώδες μπορεί να γίνει και αντικείμενο θαυμασμού. Το ότι η τηλεόραση συχνά μας κάνει να αισθανόμαστε ως σκουπιδοτενεκέδες που μπορεί να αδειάζει μέσα τους ό,τι θέλει δεν μας προξενεί κανενός είδους αποστροφή. Αντίθετα, μάλιστα, μπορεί να το λογαριάζουμε και ως ελευθερία μας και όσο περισσότερη σαβούρα μάς μεταγγίζεται τόσο περισσότερο ευγνώμονες να αισθανόμαστε απέναντί της.

ΤΡΕΙΣ, ΠΕΝΤΕ ΗΜΕΡΕΣ ή μια εβδομάδα «κανάκευε» κανείς τη σακούλα των σκουπιδιών μέσα στην κουζίνα του βέβαια και όχι στο σαλόνι του, την ήλεγχε, την πασπάτευε ή την πίεζε για να χωρέσει περισσότερα σκουπίδια –τέλος πάντων, είχε μια σχέση μαζί της. Και τη στιγμή που την πετάει έχει την έκφραση του ανθρώπου ότι του ήταν ανυπόφορη η παρουσία της. Για κάποιες ημέρες σχεδόν την καμάρωνε ως αποδεικτικό στοιχείο της ευμάρειάς του αλλά τώρα που την αποχωρίζεται ούτε καν μια υποψία ότι το περιεχόμενό της, ως βάση βέβαια, είναι αυτό στο οποίο οφείλει τη συνέχειά του.

Τα σκουπίδια προτού μεταλλαχθούν σε σκουπίδια αντιπροσώπευαν κάτι πολύτιμο. Η οποιαδήποτε αλλαγή λοιπόν δεν θα έπρεπε να μας κάνει να περιφρονούμε πράγματα που όταν μας χρειάζονταν μας φαίνονταν αμελητέος κόπος προκειμένου να τα αποκτήσουμε. Διαφορετικά γινόμαστε ανίκανοι να κατανοήσουμε την αληθινή ομορφιά που περιλαμβάνει μέσα της, ως έννοια και ως πραγματικότητα, όλες τις φάσεις μιας πορείας που τα πισωγυρίσματά της εξέλιξη είναι και αυτά.

Οταν η ομορφιά συνδέεται μόνο με την ωραιότητα και αδυνατούμε να την αναγνωρίσουμε στη φθορά, στα συντρίμμια, στον θάνατο ακόμη, όλο το αξιακό σύστημα της ζωής καταρρέει. Και η ζωή μεταβάλλεται σε ένα καταναλωτικό μόρφωμα, υπαγορεύοντας μια αντίστοιχη συμπεριφορά και νοοτροπία.

Η απαξίωση των σκουπιδιών μαρτυράει πως με την ίδια ευκολία μπορεί να απαξιώσουμε τον χρόνο της ζωής μας που έχει προηγηθεί αφού πια δεν μας χρειάζεται.