«Η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) δεν μπορεί να σκεφθεί στρατηγικά και μακροπρόθεσμα. Σκέφτεται γραφειοκρατικά και βραχυχρόνια». Η διαπίστωση αυτή επαληθεύεται πλήρως από τα κραυγαλέα λάθη που έχει διαπράξει στον χειρισμό/αντιμετώπιση δύο χωρών, της Ουκρανίας και της Τουρκίας –δύο χωρών στρατηγικής σημασίας αν και για διαφορετικούς λόγους η καθεμιά και διαφορετικής σημασίας για την ίδια την ΕΕ.

Η περίπτωση της Ουκρανίας είναι η περισσότερο επίκαιρη και δυνητικά ίσως η περισσότερο επικίνδυνη. Το βασικό λάθος της Ενωσης είναι ότι προσέφερε στην Ουκρανία καθεστώς «συνδεδεμένης χώρας» (associated country) μέσω μιας Συμφωνίας Σύνδεσης χωρίς να εντάσσει τη συμφωνία αυτή σε μια συνολική στρατηγική που συνυπολογίζει όλους τους παράγοντες που συνδέονται με την εσωτερική κοινωνική διάρθρωση της χώρας αλλά και την περιφερειακή, γεωπολιτική της θέση (σχέσεις με Ρωσία κ.λπ.).

Πρώτα απ’ όλα, να τονίσουμε ότι μια Συμφωνία Σύνδεσης αποτελεί κατά κανόνα το πρώτο στάδιο, τον προθάλαμο για μελλοντική πλήρη ένταξη της χώρας στην ΕΕ. Αυτό υπήρξε το νόημα των Συμφωνιών Σύνδεσης στο παρελθόν (με Ελλάδα, Κύπρο, χώρες Ανατολικής Ευρώπης κ.ά.). Στην περίπτωση της Ουκρανίας, ενώ η Ενωση προσέφερε τη Σύνδεση, απέκλεισε ωστόσο για το ορατό μέλλον την ένταξη. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τους μεν Ουκρανούς να αποκτήσουν απατηλές προσδοκίες για ένταξη, τους δε Ρώσους να βγάλουν εσφαλμένα συμπεράσματα προς την ίδια κατεύθυνση, ότι δηλαδή η Ουκρανία οδηγείται στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Πολύ περισσότερο που η ΕΕ κατέστησε τη Συμφωνία Σύνδεσης ασυμβίβαστη (incompatible) με τη συμμετοχή της Ουκρανίας στην Ευρασιατική Ενωση που προωθείται από τη Ρωσία και τον πρόεδρο Πούτιν προσωπικά.

Κατά την άποψή μου, η προσφορά καθεστώτος σύνδεσης στην Ουκρανία υπήρξε μείζονος σημασίας στρατηγικό λάθος. Πρώτον, η ΕΕ δεν έλαβε υπόψη ότι σημαντικό μέρος της κοινωνίας της Ουκρανίας, το ρωσόφωνο ανατολικό τμήμα της, δεν επιθυμεί προσέγγιση με την Ενωση αλλά με τη Ρωσία. Δηλαδή, η προσέγγιση/σύνδεση με την ΕΕ δεν έχει ευρεία κοινωνική αποδοχή. Δεύτερον, η Ενωση απέτυχε να εκτιμήσει την αντίδραση της Ρωσίας του Πούτιν. Δεν την περίμενε. Αν την περίμενε, θα μπορούσε τουλάχιστον να αναζητήσει τη νομική φόρμουλα να καταστήσει τη Συμφωνία Σύνδεσης «συμβιβάσιμη» με την Ευρασιατική Ενωση. Αυτό δεν θα ήταν ανέφικτο και ίσως να απέτρεπε τη βίαιη αντίδραση της Ρωσίας. Και όταν η Ρωσία (ο Πούτιν δηλαδή) αντέδρασε με τόση βιαιότητα (προσάρτηση της Κριμαίας κ.λπ.), η ΕΕ διαπίστωσε ότι είχε περιορισμένα μέσα για να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Βεβαίως, ορθώς αποφάσισε ότι η κρίση δεν μπορούσε να επιλυθεί με τη χρήση στρατιωτικής βίας. Ταυτόχρονα όμως «ανακάλυψε» ότι οι δύο πλευρές είναι οικονομικά και εμπορικά τόσο αλληλοεξαρτώμενες ώστε και η πολιτική των κυρώσεων (sanctions) έχει σημαντικό κόστος και για την Ενωση και τις χώρες-μέλη της.

Θα πρέπει να τονισθεί εδώ ότι η ΕΕ οδηγήθηκε στην εσφαλμένη επιλογή της σύνδεσης και όχι μιας απλής οικονομικής συμφωνίας για την Ουκρανία υπό τη δυσανάλογη επιρροή που ασκούν κατά τη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής ορισμένες χώρες-μέλη (Πολωνία, χώρες της Βαλτικής, Σουηδία κ.ά.). Πάντως, τα οποιαδήποτε λάθη της ΕΕ δεν δικαιολογούν τη συμπεριφορά της Ρωσίας που παραβιάζει βάναυσα σαφείς κανόνες του διεθνούς δικαίου.

Σε ό,τι αφορά την Τουρκία, η Ενωση διαπράττει το αντίθετο κατά κάποιο τρόπο στρατηγικό λάθος –ουσιαστικά έχει αποκλείσει την ένταξη της χώρας αυτής για εν πολλοίς κοντόφθαλμους λόγους. Η ένταξη της Τουρκίας κανονικά (και υπό την προϋπόθεση της εκπλήρωσης των σχετικών όρων) θα έπρεπε ήδη να έχει συντελεσθεί. Οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις άρχισαν το 2005 μαζί με την Κροατία αλλά, ενώ η Κροατία είναι εδώ και ένα χρόνο πλήρες μέλος, για την Τουρκία έχουν ανοίξει μόνο δεκατέσσερα κεφάλαια και έχει μισοκλείσει μόνο ένα. Ουσιαστικά η ενταξιακή διαδικασία έχει παγώσει. Οι ευθύνες γι’ αυτό επιμερίζονται σε αρκετές χώρες και οπωσδήποτε στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ολλανδία κ.ά. και, βεβαίως, στην Κύπρο. (Η Λευκωσία θα έπρεπε να αναζητήσει άλλους τρόπους να εκφράσει τη δικαιολογημένη αγανάκτησή της για τη μη εφαρμογή της τελωνειακής ένωσης και όχι το πάγωμα οκτώ διαπραγματευτικών κεφαλαίων). Ως αποτέλεσμα και του κλεισίματος του ευρωπαϊκού δρόμου, η Τουρκία αυτή τη στιγμή (μετά την εκλογή και του Ερντογάν στην προεδρία) οδηγείται σε άγνωστη κατεύθυνση (αυταρχισμός στο εσωτερικό, επικίνδυνες ακροβασίες στην εξωτερική συμπεριφορά). Υπάρχει, αλήθεια, κάποιος που μπορεί να πιστεύει ότι αυτό εξυπηρετεί τα στρατηγικά συμφέροντα της Ευρώπης (της Κύπρου και της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένων);

Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών