Ο Γιάννης Χαμηλάκης είναι ένας πολύ μοντέρνος αρχαιολόγος. Ξεκίνησε από την Κρήτη με τις πρώτες του σπουδές, συνέχισε στο Σέφιλντ, δίδαξε στην Ουαλία, σήμερα είναι καθηγητής στο Σαουθάμπτον. Και έχει ένα εύρος ενδιαφερόντων που ξεκινούν από την προϊστορική αρχαιολογία (με ερευνητικό πεδίο το Αιγαίο) και τον μινωικό πολιτισμό μέχρι πολύ σύγχρονες θεματολογίες που τέμνονται και με άλλες κοινωνικές επιστήμες – όπως της ανθρωπολογίας – και που κοιτούν κριτικά την επιστήμη της αρχαιολογίας, μελετώντας λ.χ. τον πολιτικό και κοινωνικό ρόλο της ή πάλι τη σχέση των αισθήσεων με τις αρχαίες πέτρες. Το βιβλίο του «Το έθνος και τα ερείπιά του», που κυκλοφόρησε πρώτα στα αγγλικά (το 2007) και σχετικά πρόσφατα και στα ελληνικά (εκδ. του Εικοστού Πρώτου), πήρε το βραβείο Edmund Keeley, συμπεριλήφθηκε στη λίστα του βραβείου Runciman και ήδη σήμερα διδάσκεται σε πανεπιστήμια σε διάφορα μέρη του κόσμου, σε μαθήματα που έχουν να κάνουν με την πολιτισμική κληρονομιά, την πολιτική της αρχαιολογίας και ζητήματα ταυτότητας. Εξετάζει το πώς προσλήφθηκε κατά καιρούς από το ελληνικό εθνικό φαντασιακό η αρχαιότητα, με έμφαση στην περίοδο του Μεταξά και του Εμφυλίου, στην περίοδο που ο Μανόλης Ανδρόνικος ανέσκαπτε τη Βεργίνα και στην περίοδο της εκστρατείας της Μελίνας για τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Το ελληνικό ακαδημαϊκό κατεστημένο πάντως, όπως έχει ο ίδιος πει, έχει επιδεικτικά αγνοήσει την εργασία αυτή.
Πριν από λίγους μήνες δημοσίευσε στα αγγλικά από τις εκδόσεις Cambridge University Press ένα ακόμη βιβλίο (το «Archaeology and the Senses. Human Experience, Memory, and Affect» θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά το 2015), το οποίο εξετάζει μεταξύ άλλων και πώς διαμορφώνεται η κοινωνική μνήμη μέσα από τη σχέση και την καθημερινή επαφή με τα μνημεία, τα αγάλματα και τις άλλες υλικές μορφές έκφρασης του παρελθόντος. Με αφορμή την έντονη αυτή ερευνητική και συγγραφική του δραστηριότητα, του ζητήσαμε να σχολιάσει στο «Βιβλιοδρόμιο» τις αρχαιολογικές ανασκαφές της Αμφίπολης αλλά και τα γενικότερα θέματα που αυτή εγείρει στο πλαίσιο του πολύπαθου Μακεδονικού.
Η ανασκαφή του τάφου της Αμφίπολης έχει συγκεντρώσει το ενδιαφέρον πολλών ελλήνων αρχαιολόγων, θεσμικών και μη, του πολιτικού κόσμου, των περισσότερων μέσων ενημέρωσης (συμπεριλαμβανομένων ξένων) και μεγάλης μερίδας του κοινού. Επίσης δεν έμεινε ασχολίαστη και από τους «εθνικούς» αρχαιολόγους της γειτονικής FYROM. Ποιες είναι οι – ανομολόγητες και μη – προσδοκίες των ενδιαφερομένων;
«Η ανασκαφή αυτή πράγματι έχει πολύ ενδιαφέρον, όχι μόνο ως αρχαιολογική έρευνα και αποκάλυψη, αλλά και ως κοινωνικό φαινόμενο και μιντιακό γεγονός. Από τον καιρό των ανασκαφών του Ανδρόνικου στη Βεργίνα είχαμε να δούμε τέτοιο δημόσιο αλλά και πολιτικό ενδιαφέρον. Κατ’ αρχάς, μιλάμε για ένα αναμφίβολα σημαντικό αρχαιολογικό εύρημα, που βέβαια ήταν γνωστό ήδη από τη δεκαετία του 1960, από τις ανασκαφές του σπουδαίου και μάλλον αδίκως παραγνωρισμένου αρχαιολόγου Δημήτρη Λαζαρίδη. Η σημερινή εν εξελίξει ανασκαφή πραγματοποιείται σε μια εντελώς διαφορετική συγκυρία που αναπόφευκτα επηρεάζει και την ανασκαφική διαδικασία, αλλά και τη δημόσια και κοινωνική λειτουργία της. Εχουν προηγηθεί φυσικά η πολιτική και διακρατική διαμάχη για το λεγόμενο Μακεδονικό και η εμπλοκή των ανασκαφών και των ευρημάτων της Βεργίνας στη διαμάχη αυτή. Επίσης, πραγματοποιείται σε εποχή βαθιάς οικονομικής και κοινωνικοπολιτικής κρίσης, αλλά και έξαρσης των εθνικισμών. Τέλος, διεξάγεται σ’ ένα ριζικά διαφορετικό μιντιακό τοπίο, που επιτρέπει ή ακόμα και απαιτεί την άμεση και ευρεία κυκλοφορία της πληροφορίας, όχι μόνο από τα παραδοσιακά αλλά και τα νέα μέσα, καθώς και τη δημοσιογραφία των πολιτών.
» Κάθε αρχαιολογική πράξη, και ως λόγος και ως υλική επέμβαση, επιτελεί πολιτική λειτουργία. Ομως η συγκεριμένη ανασκαφή απέκτησε, ιδιαίτερα μετά την πρωθυπουργική επίσκεψη και ανακοίνωση και δεδομένης και της σημερινής συγκυρίας, μια καθαρά πολιτική χροιά, εντάσσοντας το εύρημα, πριν καλά καλά αποκαλυφθεί, πόσω δε μάλλον μελετηθεί, στην εθνική αφήγηση. Επιπλέον, η ιδέα της αρχαιολογίας ως εθνικής επιστήμης συνάντησε τις ευρέως διαδεδομένες στο συλλογικό φαντασιακό αντιλήψεις περί κρυμμένων θησαυρών που θα φέρουν τη σωτηρία, αντιλήψεις που στην Ελλάδα αλλά και αλλού εμφανίζονται ιδιαίτερα σε περιόδους βαθιάς κρίσης όπως η σημερινή. Η ανασκαφή λοιπόν τείνει να μετεξελιχθεί σ’ ένα φαινόμενο που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε εθνική θησαυροθηρία.
» Οσο για μας τους αρχαιολόγους, χαιρόμαστε φυσικά που μια ανασκαφή δημιουργεί τέτοιο ενδιαφέρον, από την άλλη προβληματιζόμαστε για τα παραπάνω φαινόμενα. Ξέρουμε επίσης πως τα όποια ιστορικά συμπεράσματα απαιτούν πολλά χρόνια κοπιαστικής δουλειάς και πολλές συζητήσεις, αμφιβολίες και διαφωνίες. Και πως η αρχαιολογική ανασκαφή είναι μεν μια γοητευτική και συναρπαστική διαδικασία, αλλά παράλληλα μια αργή και βασανιστική προσπάθεια που απαιτεί, όχι σκαπτικά μηχανήματα, αλλά τη συνεχή και αγωνιώδη συνομιλία με το χώμα και με όλα τα φαινομενικά «ασήμαντα» υλικά ίχνη. Τέλος, πως το μνημείο θα συνεχίσει να είναι σημαντικό ανεξάρτητα από την ταυτότητα των όποιων νεκρών και πως αξίζει να μελετήσουμε τη συνολική του ιστορία και βιογραφία, τις χρήσεις και επαναχρήσεις του μέχρι σήμερα (συμπεριλαμβανομένης της σημερινής του περιπέτειας) και όχι μόνο τη στιγμή της κατασκευής και της αρχικής του λειτουργίας».
Ο τάφος αυτός δεν μπορεί να είναι του Αλεξάνδρου, λένε οι επαΐοντες. Αξίζει ωστόσο να θυμηθούμε ότι στη γνωστή εκπομπή του Σκάι το 2009 με τίτλο «Μεγάλοι Ελληνες», όπου υπήρχαν παράδοξες συγκρίσεις, λ.χ. σύγχρονων πολιτικών με αρχαίους φιλοσόφους, πρώτος αναδείχθηκε από το κοινό ο Αλέξανδρος. Τι εκπροσωπεί η ιστορική αυτή προσωπικότητα στο σύγχρονο ελληνικό εθνικό φαντασιακό;
«Ενας από τους λόγους που κατέστησαν την ανασκαφή αυτή ένα μιντιακό φαινόμενο ήταν και η εμπλοκή της στον μύθο του Αλεξάνδρου και των συν αυτώ. Και μιλώ για μύθο, καθώς είναι γνωστό πως για το ιστορικό πρόσωπο ξέρουμε ελάχιστα, τουλάχιστον από σύγχρονές του πηγές. Ενας μύθος που ο ίδιος ο Αλέξανδρος φαίνεται να καλλιέργησε όσο ζούσε και που φυσικά συνεχίζει να τροφοδοτείται και να ανατροφοδοτείται μέσα από μυθιστορίες, τα φιλμ και τη λογοτεχνία μέχρι και σήμερα. Ομως, στα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους οι βασικοί εθνικοί διανοούμενοι, αρχαιολόγοι και ιστορικοί είχαν άλλες απόψεις επί του θέματος. Για παράδειγμα, ο πρώτος πρόεδρος της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός αναφέρει σε λόγο του στην Ακρόπολη το 1841 πως ο Φίλιππος στη μάχη της Χαιρώνειας όχι μόνο υποδούλωσε τους Ελληνες, αλλά «έπραξεν άλλο της νίκης εκείνης ολεθριώτερον, εγέννησε τον Αλέξανδρον!». Φυσικά, μετά και τη μεσολάβηση εθνικών ιστορικών, όπως ο Παπαρρηγόπουλος, τα πρόσωπα αυτά κατέλαβαν λαμπρή θέση στην εθνική αφήγηση και σήμερα θεωρούνται εθνικοί ήρωες, ενώ αυτό που προβάλλεται κατά βάση είναι ο ρόλος του Αλεξάνδρου ως κατακτητή τού τότε γνωστού κόσμου. Ισως όμως θα πρέπει να μας προβληματίσει που δίπλα σε τατουάζ με ναζιστικά σύμβολα βλέπουμε τατουάζ με πορτρέτα του Αλεξάνδρου».
Ο Αλέξανδρος δεν είναι, πάντως, δημοφιλής μόνο στην Ελλάδα. Εχει οπαδούς σε όλο τον πλανήτη. Ποιο είναι το στοιχείο που γοητεύει και τον κάνει μέχρι και χολιγουντιανό ήρωα; Ποια είναι η πρόσληψή του από ιδεολογίες και καθεστώτα που έλκονται από τον αυταρχισμό και τις πολιτικές ισχύος και πόσο ιστορικά «νόμιμη» είναι μια τέτοια σύνδεση;
«Ενώ για το ιστορικό πρόσωπο ξέρουμε ελάχιστα, για το φαινόμενο που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε “αλεξανδρομανία” το υλικό είναι τεράστιο ανά τον κόσμο. Φυσικά, αν δούμε το θέμα και διαχρονικά, δεν υπάρχει ένας Αλέξανδρος αλλά πολλοί και φαίνεται πως κάθε εποχή, κάθε εθνική και κοινωνική ομάδα ή και κάθε δημιουργός κατασκευάζουν τον Αλέξανδρο που ποθούν και που τους ταιριάζει. Ενώ σήμερα προβάλλεται κυρίως ως θετικό πρότυπο και ανδριάντες του στήνονται σε κεντρικές πλατείες, όπως πολύ πρόσφατα έγινε στη γείτονα χώρα, δεν ήταν πάντα έτσι. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα τον Αλέξανδρο της «Κόλασης» του Δάντη, που μάλλον απηχεί τις ιστορικές πηγές της εποχής του: τον συναντάμε στον έβδομο κύκλο της Κολάσεως, στο βαθύτερο σημείο ενός αιμάτινου ποταμιού, μαζί με δολοφόνους και πολεμοκάπηλους. Φυσικά, στρατοκρατικά και ανελεύθερα καθεστώτα εκθειάζουν τις στρατιωτικές του κατακτήσεις και τον υιοθετούν ως είδωλο, βοηθούντων και των οριενταλιστικών αφηγήσεων περί “εκπολιτισμού” των βαρβάρων. Από την άλλη, ακόμα και ένας αριστερός σκηνοθέτης όπως ο Ολιβερ Στόουν στην ομώνυμη ταινία του (2004) παρουσιάζει έναν Αλέξανδρο που ποθεί έναν πολυπολιτισμικό κόσμο, ενώ η ταινία και οι συζητήσεις που πυροδότησε γίνονται αφορμή για μια κριτική στις καταστροφικές στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Ο μύθος του Αλεξάνδρου τροφοδοτείται και από την απουσία των πηγών για το ομώνυμο ιστορικό πρόσωπο, και από το πρόωρο του θανάτου του, και από το μυστήριο της ταφής του».
Η δυτική νεωτερικότητα επέλεξε ως καταγωγικό της μύθο την κλασική αρχαιότητα, με την αθηναϊκή δημοκρατία και τον χρυσό αιώνα της. Η ελληνική εθνική ταυτότητα ποια ακριβώς αρχαιότητα επέλεξε;
«Εχω υποστηρίξει στο “Εθνος και τα ερείπιά του” πως η ελληνική εθνική αφήγηση από τη μια υιοθέτησε τον δυτικό καταγωγικό μύθο περί κλασικής αρχαιότητας, από την άλλη τον τροποποίησε, ιδιαίτερα από τα μέσα του 19ου αιώνα και έπειτα, παράγοντας αυτό που ονόμασα “εγχώριο Ελληνισμό” σε αντιδιαστολή με τον δυτικό Ελληνισμό. Αυτός λοιπόν ο εγχώριος Ελληνισμός ενσωμάτωσε και τους αρχαίους Μακεδόνες, που από υποδουλωτές έγιναν λαμπροί πρόγονοι, αλλά και το Βυζάντιο, αποκαθιστώντας την αδιατάρακτη συνέχεια στη εθνική χρονική ακολουθία. Οσο για την αρχαιότητα την ίδια, ενώ η αρχαία Αθήνα κατέχει ακόμα την πρωτοκαθεδρία, πρόσφατα παρατηρούμε την επανεμφάνιση της αρχαίας Σπάρτης, φαινόμενο που συμπίπτει με την αυξανόμενη επιρροή των φασιστικών και των ναζιστικών ιδεών. Ετσι, ο αποθαυμασμός του υποτιθέμενου μιλιταριστικού πνεύματος της αρχαίας Σπάρτης εκ μέρους του φασισμού και του Τρίτου Ράιχ συναντά τη λατρεία του άνδρα-πολεμιστή σε ταινίες όπως οι «300» του Ζακ Σνάιντερ (2007). Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς τα ευρήματα της Αμφίπολης θα ενταχθούν στην εθνική αφήγηση και στο συλλογικό φαντασιακό, κατά πόσο, για παράδειγμα, θα ενισχύσουν παραπέρα αυτή τη λατρεία του μιλιταρισμού ή, αντίθετα, θα δώσουν αφορμή για μια κριτική και αναστοχαστική αντιμετώπιση της λειτουργίας των αρχαιοτήτων σήμερα αλλά και της αρχαιολογίας».