«Περισσότερο από έγκλημα». Υπάρχει μια ιστορική φράση που αποδίδεται στον Ταλλεϋράνδο. Οι Γάλλοι έχουν μια παροιμία: Δεν δανείζει κανείς παρά μόνο σε πλούσιους. Οποια εξυπνάδα είχε λεχθεί στα πολυκύμαντα χρόνια της Γαλλίας, ανάμεσα στον αποκεφαλισμό του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ και στη βασιλεία του «αστού βασιλιά» Λουδοβίκου-Φιλίππου, ανήκε απαραίτητα στον «μεγαλοφυή χωλό», τον Ταλλεϋράνδο. Ετσι, όταν ο Μέγας Ναπολέων διέταξε την απαγωγή του Δούκα του Ανζκιέν και τον τουφεκισμό του μια νύχτα του 1804 στον Πύργο των Βιγκενών, ο Φουσέ, υπουργός της Αστυνομίας, είπε: Ηταν περισσότερο από έγκλημα, ήταν σφάλμα. Αλλά αποδόθηκε στον Ταλλεϋράνδο.
Οταν γύρισε από τη Γερμανία, όπου ήταν αιχμάλωτος, μετά τη λήξη του πολέμου, ο τότε γ.γ. του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης μίλησε στον κατάμεστο κινηματογράφο Τιτάνια της οδού Πανεπιστημίου, κάνοντας αυτοκριτική του κόμματος στη διάρκεια της δικτατορίας και της Κατοχής. Και μιλώντας για το περίεργο, ύποπτο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, κίνημα του Δεκεμβρίου, μοιραία έφτασε στη δολοφονία της Παπαδάκη και χρησιμοποίησε τη φράση του Φουσέ: Ηταν περισσότερο από έγκλημα, ήταν σφάλμα. Ημουν παρών σε εκείνη τη συγκέντρωση και το άκουσα.
Η Ελένη Παπαδάκη ήταν φίλη μου. Φίλη μου με την καλή έννοια της λέξης. Είχαμε παίξει μαζί σε πολλά έργα, ήμαστε γείτονες, κάναμε πολλή παρέα. Είχε τεράστια μόρφωση, κάποια είχα κι εγώ, και μας άρεσε να κουβεντιάζουμε. Και οι κουβέντες μας ήταν υψηλής ποιότητας. Ηταν μεγάλη ηθοποιός. Συγκέντρωνε αυτό που σπάνια συντυχαίνει στους θυμελικούς καλλιτέχνες. Αίσθημα και γνώση. Και τι ήταν εκείνη η άρθρωσή της!
Οπως το αίμα του Δραγούμη κατέστρεψε τον Βενιζέλο, έτσι πιστεύω πως το αίμα της Παπαδάκη κατέστρεψε το ΕΑΜ.
Την ημέρα που ξέσπασε το Δεκεμβριανό Κίνημα του ’44, ήταν μια Κυριακή, ξεκίνησα ποδαρόδρομο απ’ τα Πατήσια –είχαμε συνηθίσει απ’ την Κατοχή στην έλλειψη συγκοινωνιακών μέσων –να πάω στην παράσταση στο Ρεξ. Δεν είχαμε μάθει πως το πρωί στο Σύνταγμα είχε χυθεί το πρώτο αίμα. Φτάνοντας στο μακαρίτικο θέατρο Παπαϊωάννου άκουσα κάτι συναδέλφους να μου φωνάζουν: Πού πας; Δεν υπάρχουν παραστάσεις. Γύρισα πίσω, φυσικά με το ίδιο συγκοινωνιακό μέσο. Στην οδό Ιακωβίδου, όπου μέναμε και οι δύο, απάντησα την Ελένη έξω από το σπίτι της. Της είπα τα νέα. «Πήγαινε κάπου να κρυφτείς, φοβάμαι μη σε βρει κακό». Εγινε θηρίο ανήμερο. Πρώτη φορά την είδα έτσι στα τόσα χρόνια στενής μας φιλίας. «Είσαι και συ από εκείνους που με λένε δωσίλογη;» φώναξε με την κρυστάλλινη φωνή της, που δεν έχανε τη μαγεία της ακόμα και όταν ήταν οργισμένη.
Δεν τόλμησα να της αντιμιλήσω. Λίγες ημέρες πριν, στο παλιό θέατρο Διονύσια της Πλατείας Συντάγματος είχε οργανωθεί από το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών μια Γενική Συνέλευση με σκοπό τη δίκη των δωσίλογων ηθοποιών.
Σε όλη την Κατοχή, και μετά, ήμουν Γραμματέας ΕΑΜ Θεάτρου. Οταν πληροφορήθηκα τι τεκταίνεται από το Σωματείο, πήρα άδεια απ’ τον Λογοθετίδη, που ήταν διευθυντής μου, να λείψω από την πρόβα και πήγα στα γραφεία του ΕΑΜ Πόλης, στην οδό Κοραή, να διαμαρτυρηθώ: Τι είναι αυτά που ετοιμάζονται, συναγωνιστές; Θ’ αφήσετε ηθοποιούς να δικάσουν συναδέλφους των; Ξεχάσατε πως ο όχλος της Ιερουσαλήμ ζητάει αφορμή να ξεσπάσει εναντίον εκείνων που του θυμίζουν την ανυπαρξία του;
Ετσι είπα, στο τέλος τους έπεισα. Γύρισα στην πρόβα μου ήσυχος. Σε λίγο με ζήτησαν στο τηλέφωνο. «Δημήτρη», άκουσα μια φωνή δυσάρεστη, «πήγες στο ΕΑΜ και κανόνισες να μη γίνει η δίκη του Σωματείου; Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ πως η δίκη θα γίνει γιατί το θέλει το ΚΚ». Ηταν ο Μαρουλίδης, ο κατοπινός θεατρώνης του θεάτρου Διονύσια της οδού Αμερικής. Χρησιμοποίησα ένα ρήμα για πρώτη, και ίσως για τελευταία φορά στη ζωή μου. «Να χ… εσένα και το ΚΚ». Ξαναπήγα στο ΕΑΜ Πόλης. «Πήρατε τον λόγο σας πίσω. Αυτά δεν είναι αντρίκεια πράγματα» τους είπα. Και παραιτήθηκα.
Τη «δίκη»(!!!) την παρακολούθησε η Ελένη με δυο-τρεις φίλους της, κρυμμένη στο γραφείο του αλησμόνητου Κώστα Θεοδωρίδη, στα Διονύσια της Πλατείας Συντάγματος. Από κάτω ούρλιαζε ο όχλος. Και καταδίκασε, μαζί με άλλους, αθώους τους περισσότερους, και την Ελένη. Το γεγονός, λέγαμε, θα ξεχαστεί. Ποιος θα δώσει σημασία στο συρφετό; Κι όμως!
Το απόγευμα της σύλληψής της βρισκότανε στο σπίτι μας, λίγο παρακάτω απ’ το δικό της. Εκανε παρέα με τη μάνα μου, παρά τη μεγάλη διαφορά ηλικίας. Στο διπλανό δωμάτιο έπαιζε χαρτιά ο πατέρας μου με κάτι φίλους. Εγώ χαρτιά δεν παίζω, παρακολουθούσα. Ξάφνου εισορμά ένας έντρομος νέος με προτεταμένο πιστόλι: «Η Παπαδάκη, πού είναι η Παπαδάκη;». Βλέποντας τόσους άνδρες συγκεντρωμένους ο εισβολέας έχασε και το λίγο θάρρος που του είχε απομείνει: «Σας συλλαμβάνω όλους, μπρος, πάμε στην Πολιτοφυλακή».
Ξέχασε την Παπαδάκη και ξεκίνησε να φύγει. Και να η μοιραία στιγμή. Ανοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε η Ελένη. «Εδώ είμαι, κύριε, τι θέλετε;». Το καντήλι είχε αρχίσει να σβήνει!
Στην Πολιτοφυλακή ακολουθήσαμε τον πολιτοφύλακα, μαζί με την Ελένη, η Αιμιλία η Καραβία κι εγώ. Κρατήσανε την Ελένη, εμάς μας διώξανε με το άγριο. Σαν ήρθε ο καπετάν Ορέστης, ο αρχηγός της Πολιτοφυλακής Πατησίων, που τουφεκίστηκε από τον ΕΛΑΣ ύστερα από δύο βδομάδες για τις καταχρήσεις και τα όργιά του, άρχισαν να παρελαύνουν μπροστά του οι κρατούμενοι. Οπως μάθαμε στη δίκη, πέρασε η Ελένη, ο καπετάνιος της πήρε τα δαχτυλίδια και την ξαπόστειλε για την ομηρεία. Οταν πέρασαν καμιά δεκαριά άλλοι τη θυμήθηκε. «Πώς είπε αυτή πως τη λένε; Παπαδάκη; Δεν είναι αυτή που καταδικάσανε στο Σωματείο Ηθοποιών;». Κι έδωσε τη διαταγή του θανάτου.