Γόνος δημοσιογραφικής οικογένειας –ο πατέρας του υπήρξε αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Φιγκαρό», ενώ ο παππούς του συμμετείχε στη γαλλική Αντίσταση και στον παράνομο Τύπο της εποχής -, ο συγγραφέας του μυθιστορήματος «Το Παρίσι εν καιρώ ειρήνης» δείχνει να έχει αφομοιώσει και στη συνέχεια μεταβολίσει την οπτική των πραγμάτων από την πλευρά της δημοσιογραφίας.
Γι’ αυτό και επιλέγει να ασχοληθεί με ένα θέμα σύγχρονο και πανευρωπαϊκό: τη συνύπαρξη διαφορετικών ομάδων μεταναστών μέσα σε μητροπολιτικές περιοχές. Το θέμα αυτό της σύγχρονης πραγματικότητας τροφοδοτεί με νέα «επεισόδια» τις ευρωπαϊκές χώρες, μαθαίνοντας όλες τις συμβαλλόμενες πλευρές ότι η ειρηνική συνύπαρξη είναι περίπλοκη υπόθεση.
Η εμπλοκή για τον Κερζενεάν ξεκινά όταν ένας νεαρός Αραβας επιτίθεται στην εβραϊκής καταγωγής συμμαθήτριά του μέσα σε ένα υπόγειο πάρκινγκ για να της κλέψει την τσάντα. Δεν το κατορθώνει και η μικρή καταγγέλλει το περιστατικό στην αστυνομία. Ο νεαρός αφήνεται ελεύθερος από το δικαστήριο, αλλά δέχεται επίθεση από αγνώστους που παραμορφώνουν το πρόσωπό του με βιτριόλι.
Η αραβική κοινότητα ισχυρίζεται ότι πρόκειται για εβραϊκά αντίποινα. Ο Ερβέ Κερζενεάν σε ρόλο διαιτητή αναζητεί τον πραγματικό ένοχο. Ομως η συνέχεια οδηγεί στην απαγωγή του μικρού αδελφού τής κοπέλας και στην απαίτηση υπέρογκων λύτρων από την πλευρά του άγνωστου απαγωγέα. Ο οποίος θεωρείται συνδεδεμένος με την αραβική πλευρά. Ομως η αλήθεια δεν είναι αυτή που φαίνεται και σε ένα νουάρ μυθιστόρημα, όπως αυτό που αριστοτεχνικά έγραψε ο Σοφιέ, η αλήθεια γλιστρά και χάνεται σε πολλούς διαδρόμους κυβερνητικών κτιρίων και σκοτεινές αποθήκες του αστικού περίγυρου.
Η Γαλλία και ιδιαίτερα η πλούσια στην κοινωνική διαστρωμάτωση πρωτεύουσά της είναι το κατάλληλο σκηνικό για να παρατηρήσει κανείς τα σύγχρονα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα που αναπτύσσονται μεταξύ γηγενών και κατοίκων που ανήκουν σε διαφορετικές εθνότητες. Ο αστυνόμος Κερζενεάν που κατάγεται όπως και ο συγγραφέας – δημιουργός του από τη Βρετάνη –μια περιοχή της Γαλλίας με τις δικές της ιδιαιτερότητες –αναλαμβάνει μια υπόθεση στο μητροπολιτικό Παρίσι. Ο αστυνόμος – αφηγητής νιώθει κατά κάποιον τρόπο «ξένος» στη γαλλική πρωτεύουσα και στα έθιμά της. Αντιμετωπίζει κριτικά τις σνομπ αποστάσεις των μπουρζουά κατοίκων του αριστοκρατικού 16ου διαμερίσματος, αλλά και διατηρεί επιφυλάξεις για το μείγμα των συγκεντρωμένων αράβων, αφρικανών, εβραίων, κινέζων ενοίκων οι οποίοι κατοικούν στις ασφυκτικές από το τσιμέντο περιοχές του 18ου διαμερίσματος. Με λίγα λόγια, ως καλός, δύσπιστος αστυνομικός διατηρεί τον κυνισμό του σε υψηλά επίπεδα προκειμένου να προστατεύσει την ηθική του αλώβητη από τη διαφθορά της πολιτικής εξουσίας:
«Δεν σταματάς την παλίρροια με τα χέρια κι ένα περιφερειακό αστυνομικό τμήμα δεν μπορεί να λύσει το φυλετικό πρόβλημα σε μια χώρα όπου το χρησιμοποιούν για να ξεπερνούν το πρόβλημα της κοινωνικής ανισότητας. Κάνουμε τον κόσμο να πιστεύει πως οι νεαροί Αραβες αποτελούν απειλή και αφήνουμε να πλανάται ο μύθος μιας παντοδύναμης αλητοκρατίας που βασιλεύει ανενόχλητη στη μία ή την άλλη περιοχή. Ομως η πραγματικότητα δεν έχει σχέση με αυτήν την κινηματογραφική εκδοχή. Οι έμποροι ναρκωτικών δεν βγάζουν πολλά. Στην καλύτερη περίπτωση, μαζεύουν έναν βασικό μισθό σε μια πόλη, μια χώρα και μια κοινωνία που τους κλείνει πεισματικά την πόρτα στην αγορά εργασίας. Οταν οι εφημερίδες μιλούν για συμμορίες, κοροϊδεύουν τον κόσμο. Αφραγκοι κακόμοιροι νεαροί ανάγονται σε μαφιόζους που ελέγχουν μαζί τις φατρίες στις ζώνες όπου δεν τολμά να πλησιάσει η αστυνομία. Μέσα στο Παρίσι…
Αν η κοινωνία τούς άφηνε να έχουν την παραμικρή ελπίδα, θα έμπαιναν στη σειρά σαν αρνάκια. Αλλά δεν έχουν καμία ελπίδα. Το κράτος και τα πολιτικά κόμματα, τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς, είναι πρώτα και καλύτερα στο να εκφράζουν τη λύπη τους για το Ολοκαύτωμα, τη δουλεία ή την αποικιοκρατία, επειδή αυτό είναι ευκολότερο από το να δίνεις αξιοπρεπείς μισθούς».