Μεσημέρι στην Εθνική Οδό. Το αμάξι, ακυβέρνητο, δίχως φρένα και τιμόνι καταλήγει σε ένα χαντάκι στο πλάι, λίγο προτού αρχίσουν να το τυλίγουν φλόγες. Εκείνος πετάγεται έξω. Ομως ο σκύλος του έχει μείνει παγιδευμένος στο πίσω κάθισμα. Ορμά και τον απελευθερώνει…
Τα εγκαύματα στο χέρι που του στοίχισε αυτή η καλοκαιρινή περιπέτεια έκαναν τον Μανώλη Λιδάκη να ξαναδεί, όπως λέει, ποια πράγματα –αν και τα σημαντικά πράγματα ποτέ δεν είναι πράγματα –έχουν αξία. Εκεί πήρε και το πιο πρόσφατο μεγάλο μάθημά του. Εκεί, λέει, συνειδητοποίησε και την ασημαντότητά του. Κι έγραψε κι ένα τραγούδι γι’ αυτό: «Σε 90 δεύτερα». Τόσο κράτησε.
«Ταξίδι αναψυχής μες στον καυτό τον ήλιο… Μυστήριο άλυτο η ζωή όταν σκεφτείς ποιος να ‘ν’ αυτός που γράφει το γραμμένο… Ταινία η ζωή μου σε 90 δεύτερα… Κόσμος μαζεύτηκε πολύς σαν να ‘ταν συναυλία, τζάμπα τα εισιτήρια και πρόσκληση καμία».
Για πολλά μπορεί ίσως να κατηγορήσει κάποιος τον Μανώλη Λιδάκη, όπως ότι είναι «η καλύτερη λαϊκή φωνή της γενιάς του», κάτι που είχε παραδεχτεί και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης –ίνδαλμά του –που μαζί του τραγούδησε τελευταία φορά στη σκηνή, αλλά και ο Στέλιος Καζαντζίδης. Η συνάντηση των δύο μεγάλων λαϊκών βάρδων που είχε ευχηθεί και είχε προετοιμάσει –στον Αγιο Κωνσταντίνο Φθιώτιδας, όπου ψάρευε ο Στέλιος –δεν ευοδώθηκε τελικά προτού «φύγουν» και οι δύο.
Εκείνο για το οποίο δεν μπορεί να τον κατηγορήσει, όμως, είναι ότι δεν ξέρει από πάθη (όχι μόνο στην ερμηνεία) και από λάθη. Από κακοτοπιές. Από μεταμέλειες. Αλλά και από το να χαράζει μόνος του τον δρόμο του, πέρα και μακριά από το τρέχον. Από το δισκογραφικά τρέχον τουλάχιστον.
Από πάθη και από λάθη ξεκίνησε η κουβέντα μας, που την ανέβαλε το ατύχημά του και η οδυνηρή για τον ίδιο σωτηρία του σκύλου του από το φλεγόμενο αμάξι. «Γεννήθηκα αυτοκαταστροφικός» έρχεται βαρύγδουπη η πρώτη του κουβέντα. «Τώρα πια δεν είμαι» επανέρχεται. «Στα οκτώ μου, οι δικοί μου δεν με πήραν μαζί τους σε ένα πανηγύρι (σ.σ. στην Κρήτη βέβαια) όπου ήθελα να πάω και με άφησαν πίσω με τη γιαγιά μου. Ο παππούς μου είχε μια νταμιτζάνα με ρετσίνα. Πήρα λοιπόν ένα νεροπότηρο και άρχισα να τη στραγγίζω. Κόντεψα να πεθάνω. Αργότερα έκανα και τόσα άλλα αντίστοιχα. Σήμερα όμως ξέρω: μεγαλύτερη μαστούρα από τον αθλητισμό δεν υπάρχει (σ.σ. παίζει μανιωδώς τένις και τρέχει μαζί με τον σκύλο του ψηλά στον Αλιμο ή στην Κρήτη). Σε κάνει γαλήνιο, δημιουργικό. Ε, ναι, λοιπόν έκανα λάθη. Δείξε μου τον αλάνθαστο. Η ζωή μας είναι γεμάτη από λάθη. Εμαθα όμως να φυλάγομαι από τις γλύκες της ζωής. Ξέρω πως οτιδήποτε κάνουμε κάθε ημέρα, συνεχώς, είναι εθισμός».
Ετσι, γαλήνιος πια, κοιτά αλλιώς την καθημερινότητα. Πιο ψύχραιμα, λέει. «Ως ώριμος άνθρωπος αυτό που διαπιστώνω είναι ότι τελικά είμαστε μια κοινωνία που αρνείται να ενηλικιωθεί, τα τελευταία σαράντα χρόνια παραμένουμε σε μια προεφηβική και εφηβική ηλικία. Και γι’ αυτό ανεβοκατεβάζουμε στην εξουσία δύο τζάκια, τους Παπανδρέου και τους Καραμανλήδες, που έρχονται και μας λένε, μας καταγγέλλουν κάθε φορά ότι ο προηγούμενος άφησε καμένη γη. Καταργήσαμε τη μοναρχία και ψηφίσαμε δύο μοναρχίες. Κάποτε οι άνθρωποι ήξεραν να μεγαλώνουν και να γερνάνε, σήμερα δεν ξέρουν πια».

Μέσα σε όλο αυτό ο Μανώλης Λιδάκης τι είναι; Τι κάνει;
Μέσα σε αυτό είμαι μια ασημαντότητα. Αν ο άνθρωπος δεν συνειδητοποιήσει την ασημαντότητά του ποτέ, το πνευματικό του ανάστημα δεν θα υψωθεί. Θα μείνει κοντόφθαλμος και μίζερος. Πιστεύω ότι δεν μπορείς να χωρέσεις ενάμισι λίτρο νερό σε ένα ποτήρι. Ο πλανήτης έχει ξεχειλίσει από ανθρώπους και κάθε τόσο βρίσκει κάτι για να τους μειώνει. Παράδειγμα της εποχής, ο Εμπολα. Στις ημέρες μας επίσης είναι ξεκάθαρο ότι κάποιοι κινούν τα νήματα και κατευθύνουν τις ζωές μας. Και δεν είναι πολλοί αυτοί. Χίλια πεντακόσια άτομα σε ολόκληρο τον κόσμο.

Μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό;
Εχουμε ελαστικές συνειδήσεις σε σχέση με την ανθρώπινη ζωή. Κι έχουμε καταλάβει ότι η ζωή μας δεν έχει και μεγάλη αξία. Οι γενιές που ήξεραν να μεγαλώνουν και να γερνάνε ήξεραν επίσης πως, αν λειτουργούν με βάση το αξιακό σύστημα, αυτό που είναι να συμβεί θα συμβεί στον διπλανό που δεν το ακολουθεί. Σήμερα γνωρίζουμε ότι αυτό που συμβαίνει στον διπλανό θα συμβεί σε λίγο και σε μας διότι χάθηκε το σύστημα αξιών. Ενας σκύλος, ένα ζώο κάνει λιγότερα λάθη από τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος επικαλείται ανώτερες δυνάμεις μόνο στα δύσκολα –για να τον βοηθήσουν. Στα εύκολα δεν θυμάται και δεν ευχαριστεί τις ίδιες αυτές δυνάμεις.

Η μουσική, το τραγούδι τι θέση έχουν;
«Για μένα; Από μικρό παιδί κατάλαβα ότι εκείνο που θα με απορροφήσει είναι η μουσική. Μουσικός ξεκίνησα και αυτό είμαι ακόμη» ξεκαθαρίζει κοφτά. Οι καταβολές του, άλλωστε, ήταν η παραδοσιακή μουσική (με πενταετή θητεία στα θρανία της), η κλασική, η βυζαντινή (ήταν ψάλτης πιτσιρικάς) και το λαϊκό τραγούδι. Βέβαια, ξεκίνησε –λιγότερο γνωστό αυτό –ως κιθαρίστας στο κρητικό γκρουπάκι King’s Flowers, παίζοντας και μπάσο και ένα παράξενο πνευστό, το εμφώνιο, σε κομμάτια του Στινγκ και των Pink Floyd. Εκεί τον γνώρισε μικρό ο Μάνος Χατζιδάκις και τον ξεχώρισε. Επιλογή που ανταπέδωσε με αγάπη και μεγάλες ερμηνείες στις επανεκτελέσεις του «Καπετάν Μιχάλη» και του «Παραμυθιού χωρίς όνομα».
«Από τότε που ξεκίνησα», έρχεται να προσθέσει, «ό,τι συνέβαινε σε αυτό το επάγγελμα ήταν αντίθετο με αυτό που συνέβαινε μέσα μου. Τότε υπήρχαν ηγεμονίες στη μουσική. Είχαν παραγκωνιστεί οι δημιουργοί και το σταρ σίστεμ των τραγουδιστών δεν μπορούσε να το σταματήσει κανείς και με τίποτα».