–Γιατί οι αγορές γονατίζουν τον Πούτιν;
–Γιατί ο Πούτιν δεν έχει νταούλι.
Το καλαμπούρι συνδέει τον παγετό στη ρωσική οικονομία με το σλόγκαν που λάνσαρε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ («Θα παίζουμε νταούλι και οι αγορές θα χορεύουν»). Εχει όμως και την πικρή του όψη: Πώς μπορεί κανείς να ισχυρίζεται ότι μια χώρα σαν την Ελλάδα θα αναμετρηθεί με τις αγορές, όταν απέναντί τους δεν μπορεί να αμυνθεί ούτε η μεγάλη Ρωσία;
Σε αυτό το ρητορικό ερώτημα συμπυκνώνεται και η ανάλυση που προβλέπει «ρωσικό χειμώνα» για την Ελλάδα. Η διαφαινόμενη πρόωρη προσφυγή στις κάλπες όχι μόνο θα αναχαιτίσει τη δειλή ανάπτυξη του τελευταίου τριμήνου του 2014, αλλά θα πυροδοτήσει μια δευτερογενή κρίση. Η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές καλείται μέσα σε ασφυκτικές προθεσμίες να κλείσει μια νέα συμφωνία με τους δανειστές. Η δίμηνη παράταση του Μνημονίου λήγει στο τέλος Φεβρουαρίου. Μιλάμε δηλαδή για μια περίοδο το πολύ τριάντα ημερών. Αν περάσουν άκαρπες, χωρίς να επιτευχθεί συμφωνία, το Δημόσιο θα μείνει χωρίς χρηματοδότηση, ενώ και οι ελληνικές τράπεζες θα αντλούν ρευστότητα από την ΕΚΤ με πολύ δυσμενέστερους όρους.
Πώς θα ανταποκρινόταν σε αυτή τη μέγκενη μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ; Θα άντεχε στην πίεση; Υπάρχουν πολλοί που απαντούν αρνητικά σε αυτό το ερώτημα –όχι μόνο από τη Νέα Δημοκρατία. Σύμφωνα με τις προβλέψεις τους, αν ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει τις εκλογές, θα αποτελέσει μια αριστερή παρένθεση που θα κλείσει σύντομα υπό το βάρος της εξωτερικής και της εσωτερικής πίεσης.
Αγεφύρωτο χάσμα
Η πρόβλεψη βασίζεται στην εκτίμηση ότι θα επέλθει ρήξη με την Ευρώπη. Η απόσταση που χωρίζει τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ από τις απαιτήσεις των δανειστών είναι πολύ δύσκολο να καλυφθεί. Οπως εξηγεί έμπειρος αναλυτής, που διατηρεί ανοιχτούς διαύλους με τις αγορές, το ανυπέρβλητο εμπόδιο δεν είναι τόσο η θέση για κούρεμα του χρέους. Είναι οι εξαγγελίες για τις δαπάνες. Το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» έχει κοστολογηθεί στα 11,3 δισ. από την Κουμουνδούρου και στα 27 δισ. από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Ακόμη και αν η κομματική κοστολόγηση είναι ορθή, πώς θα γεφυρωθεί το χάσμα με την τρόικα που ήδη μετρούσε το δημοσιονομικό κενό στα 2 δισ.; Αυτομάτως η διαπραγμάτευση θα ξεκινούσε από μια διαφορά τουλάχιστον 15 δισεκατομμυρίων, χωρίς να υπολογίζεται το κόστος της δίμηνης αβεβαιότητας.
Σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, το σενάριο της παρένθεσης ενισχύεται και από τον τρόπο που έχει πολιτευτεί ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την επίσπευση της προεδρικής εκλογής. Αντί να συνεχίσει, λένε, στην κατεύθυνση του καθησυχασμού των εταίρων, κινείται στον ρυθμό των «νταουλιών». «Λένε πράγματα που τροφοδοτούν την ανησυχία. Δυσκολεύουν τους εαυτούς τους» επισημαίνει ανεξάρτητος παράγοντας.
Μια άλλη ανάγνωση πάντως εξηγεί αυτή την όξυνση ως μέρος της στρατηγικής που δίνει προτεραιότητα στην αναχαίτιση της προεδρικής εκλογής. «Θα μπορούσε να είναι η σκλήρυνση πριν από τη μεγάλη στροφή» εκτιμά πηγή που βρίσκεται κοντά στην κυβέρνηση. «Φωνάζουν τώρα για να τρομάξουν οι βουλευτές. Ομως με το που θα προκηρυχθούν οι εκλογές, μπορεί και να τους δεις να γίνονται αρνάκια. Ξέρουν ότι για να κερδίσουν πρέπει να εξευμενίσουν και τους μέσα και τους έξω».
Η παγίδα της αυτοδυναμίας
Ακόμη κι αν μια κυβέρνηση Τσίπρα επιχειρήσει τη στροφή προς έναν συμβιβασμό με τους εταίρους, δεν είναι καθόλου βέβαιο πως θα μπορέσει να την ολοκληρώσει. Ακούγεται οξύμωρο, αλλά οι προοπτικές ενός συμβιβασμού θα είναι χειρότερες αν ο ΣΥΡΙΖΑ επιτύχει αυτοδυναμία. Κι αυτό γιατί μια ισχνή μονοκομματική πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο θα εξαρτάται από τη στάση της Αριστερής Πλατφόρμας. Η εσωκομματική μειοψηφία είναι πολύ πιθανό να εκπροσωπείται στην επόμενη Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ σε ποσοστό ανάλογο της δύναμής της μέσα στο κόμμα. Θα αποτελεί δηλαδή το ένα τρίτο των κυβερνητικών βουλευτών. Ο Τσίπρας θα έχει ανάγκη της συγκατάθεσής τους, χωρίς να μπορεί να επικαλεστεί ως «άλλοθι» την πίεση ενός κυβερνητικού εταίρου προκειμένου να δικαιολογήσει μια αλλαγή στρατηγικής.
Η έξοδος κινδύνου
Υπάρχει διέξοδος από τη δίδυμη πίεση, εντός κι εκτός συνόρων; Μπορεί να μη λέγεται ανοιχτά, αλλά στην Κουμουνδούρου έχει συζητηθεί ως διέξοδος η πιθανότητα προσφυγής σε δημοψήφισμα. Σύμφωνα με το σενάριο, μια κυβέρνηση Τσίπρα θα μπορούσε να απεγκλωβιστεί προσφεύγοντας στη λαϊκή βούληση, νομιμοποιώντας έτσι έναν συμβιβασμό έναντι κυρίως της εσωτερικής αμφισβήτησης.
Είναι μια εναλλακτική που δεν φαίνεται να προσμετρά το κλίμα που θα επικρατεί στην οικονομία και την κοινωνία ύστερα από ένα τρίμηνο αβεβαιότητας –ενώ θα έχουν μεσολαβήσει εκλογές και ναυάγιο στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές.
Το προηγούμενο και ο μικρός Πούτιν
Η αλήθεια είναι πάντως ότι το σενάριο της παρένθεσης επανέρχεται κάθε φορά όταν επίκειται αλλαγή σκυτάλης στην εξουσία. Και –μέχρι στιγμής –κάθε φορά διαψεύδεται. Οπως το λέει στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, «τα ίδια έλεγαν και οι δεξιοί το ’81 και το ΠΑΣΟΚ κυβερνούσε μετά για τριάντα χρόνια». Αντίστοιχα σενάρια περί «δεξιάς παρένθεσης» κυκλοφορούσαν και πριν από τις εκλογές του 2004, που σηματοδότησαν την πενταετή κυριαρχία του Καραμανλή του νεότερου.
Μπορούν άραγε να συγκριθούν οι συνθήκες εκείνες με τη σημερινή τρικυμία; Θα έχει ο Τσίπρας το περιθώριο να εδραιώσει την εξουσία του; Σύμφωνα με μια ευφάνταστη απάντηση, η όξυνση της κρίσης μπορεί να είναι η ευκαιρία του για να διεκδικήσει ηγεμονικό ρόλο. Εδώ γίνεται πάλι επίκληση του ρωσικού παραδείγματος. Ο Πούτιν πλήττεται άγρια από τις αγορές, αλλά μέχρι στιγμής τα ποσοστά αποδοχής του μένουν αλώβητα, πάνω από 80%. Κι αυτό γιατί η κρίση που προκαλεί η κατάρρευση του ρουβλίου γίνεται αντιληπτή από την κοινωνία ως εξωτερικός κίνδυνος. Είναι το είδος της απειλής που προκαλεί αμυντικά αντανακλαστικά συσπείρωσης γύρω από την εκάστοτε ηγεσία.
Βέβαια, για να χρειαστεί ο Τσίπρας να μπει σε ρόλο μικρού Πούτιν, θα πρέπει να έχει προηγηθεί «ατύχημα» στην οικονομία. Και θα πρέπει ταυτόχρονα να έχει επιτύχει μια επιχείρηση φρονηματισμού που θα πείσει την κοινωνία ότι έπεσε θύμα των ξένων.
Ολα αυτά ακούγονται υπερβολικά δυσοίωνα. Αλλά, όπως είπε και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, «θα περάσουμε δύσκολα».