Η Κάλλας δεν λατρεύτηκε από τον Ωνάση ούτε η Μονρόε λατρεύτηκε από τον Κένεντι. Η Γκρέις Κέλι δεν λατρεύτηκε από τον Ρενιέ αλλά ούτε και η Νταιάνα από τον Κάρολο. Μπορεί η «σύγκριση» να αφορά διαφορετικές κλίμακες –οι προσωπικότητες όμως μπορούν να συγκριθούν γιατί, όπως είπε ο Οσκαρ Ουάλντ, «η βάση του χαρακτήρα είναι η δύναμη της θέλησης» και το θέμα μας είναι οι προσωπικότητες αυτών των δύο ανθρώπων.
Dorette και Στρατής
Οση σημασία διατηρούσε για δεκαετίες για την κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου ο Στρατής Ανδρεάδης, άλλη τόση αναγνώριζε ένας στενός κύκλος «μυημένων» στην Dorette Καραϊωσιφόγλου για την προσφορά της, χωρίς τυμπανοκρουσίες, σε ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας προς την εξαίρετη πρωταγωνίστρια κυρία Νόνικα γαληνέα, κόρη της Dorette που φιδολή σε εξομολογήσεις προβαίνει σε μια συνταρακτική κατάθεση για τον έρωτα την μητέρας της με τον στρατή ανδρεάδη
Η Dorette υπήρξε η εξαίρεση, γιατί κατάφερε να επιβάλει στον έρωτα τους δικούς της όρους. Επαιξε όλη τη ζωή της κορόνα – γράμματα και η έννοια «ευτυχία» γι’ αυτήν σήμαινε θέλω, μπορώ –δεν θέλω, δεν υποχωρώ. Ναι, δόθηκε ολοκληρωτικά στον Στρατή, με ψυχή, καρδιά, μυαλό, χωρίς ούτε για μία στιγμή να απαρνηθεί τον εαυτό της και την αυτοδυναμία της.
Ο μόνος πραγματικός εχθρός της ήταν ο εαυτός της. Του επέτρεπε ακρότητες γιατί η πρόκληση του κινδύνου ήταν το μόνο πράγμα που την ερέθιζε. Ακροβατούσε επικίνδυνα. Ηταν μια επαναστάτρια μεγαλωμένη αυστηρά, αστικά, μια γυναίκα, με όλη τη σημασία της λέξης, που τίποτα δεν ήταν αρκετό γι’ αυτήν παρά μόνο ό,τι δεν μπορούσε να φτάσει. Εφτασε όμως. Ηταν νικήτρια της ζωής με μια βαθιά sui generis επικοινωνία με τον Θεό. Δεν έλεγε ποτέ κακό για κανένα και γι’ αυτούς που την πολέμησαν αλύπητα είχε πάντα μια δικαιολογία σε βαθμό που έπαιρνε το μέρος τους.
Η Dorette ήταν κόρη του Αναστασίου Καραϊωσηφόγλου. Ο Αναστάσης είχε τελειώσει τη Μεγάλη του Γένους Σχολή και στις ελεύθερες ώρες του διάβαζε μόνο τους μεγάλους αρχαίους. Ηταν ιδιοκτήτης μαζί με τον εξάδελφό του Ντρούλη Συμεώνογλου των Μύλων Αγίου Γεωργίου, που εκείνη την εποχή ήταν το μεγαλύτερο εργοστάσιο στα Βαλκάνια.
Οταν ο πατέρας της έστειλε την Dorette στο Ivy House, το πιο «chic» finishing school της εποχής εκείνης στην Αγγλία, τα οικονομικά ανέλαβε να τα διαχειρίζεται κάποιος κύριος Ροδοκανάκης που είχε μια σημαντική θέση σε κάποια τράπεζα. Στο τέλος του χρόνου, όταν ο Αναστάσιος πήγε στην Αγγλία, ο κύριος Ροδοκανάκης τού είπε το εξής: μεγάλωσα τρεις γιους στα μεγαλύτερα κολέγια της Αγγλίας. Η φοίτησή τους όλη κόστισε λιγότερο απ’ αυτά που ξόδεψε η κόρη σας σε έναν χρόνο.
Η Dorette ζούσε πολύ ευτυχισμένη με τον τότε σύζυγό της στη Ρώμη. Εκανε μια βασιλική ζωή με όλη τη σημασία της λέξης. Μια μέρα η Dorette περπατούσε στη Via Veneto. Στο απέναντι πεζοδρόμιο περπατούσε ο Στρατής Ανδρεάδης με έναν κοινό τους φίλο, τον Γιώργο Νικολαΐδη. Οταν είδε ο Στρατής αυτή τη γυναίκα να περπατάει και να τρίζει το πεζοδρόμιο, λέει στον Νικολαΐδη: «Για μια τέτοια γυναίκα θα μπορούσα να δώσω και τη ζωή μου». «Είναι φίλη μου», του λέει ο Νικολαΐδης, «θα σ’ τη γνωρίσω». Και φωνάζει: «Dorette!».
Πέντε χρόνια πάλευε για να την κάνει δικιά του. Αλλά υπάρχει έστω και ένα πράγμα που να μην το πέτυχε ο Στρατής όταν το ήθελε; Ο Στρατής ήταν «κρυφή» ιδιοφυΐα. Δεν άνοιγε ποτέ τα χαρτιά του αλλά η συμπεριφορά του ήταν ανθρώπου χωρίς καμία δεύτερη σκέψη. Είχε γοητεία ο Στρατής. Ηταν απλός, προσιτός, μ’ ένα γέλιο τόσο δυνατό, αντρικό, γεμάτο ενθουσιασμό και αισιοδοξία για τη ζωή. Δίπλα του γέμιζες σιγουριά, ήξερε να σε ανεβάζει στα ουράνια. Αυτή η σχέση πέρασε από πολλά. Χάλασαν δύο οικογένειες –ομηρικοί καβγάδες, χωρισμοί, μάχες, πάθος, ζήλειες, αδιέξοδα, που όλα οδηγούσαν στη μοιραία σχέση: να είναι ΜΑΖΙ.
Η Dorette πίστευε πως ο δεσμός τους θα αποτύγχανε αν παντρευόντουσαν. Στην αρχή της σχέσης τους πλήρωνε τα αεροπορικά της εισιτήρια και τα ξενοδοχεία της, του πέταγε τα πανάκριβα κοσμήματα που της χάριζε –ακόμη και μέσα στο Claridge’s του Λονδίνου αναγκάστηκε ο Στρατής να τα μαζέψει απ’ το πάτωμα. Οταν στη Νέα Υόρκη πουλιόταν το διαμέρισμα των Κένεντι απέναντι απ’ το Central Park και ήθελε ο Στρατής να της το πάρει, η Dorette ούτε να τ’ ακούσει! Το βρήκε νεοπλουτίστικο, δεν της άρεσαν οι boiseries στους τοίχους και της ήταν τελείως αδιάφορο αν οι προκάτοχοί του ήταν η Jacky και ο John Figerald.
Δεν υπήρχε λογική στη σκέψη της –υπήρχε η μόνη αρχή που είχε στη ζωή της: να μην υποκύψει στην εξουσία. Ο έρωτας αυτός είχε αυτή τη διάρκεια γιατί ήταν μια συνεχής μάχη. Πέρασαν πάνω από τριάντα χρόνια (νομίζω πως ήταν ένας δεσμός σαράντα πέντε ετών) και σιγά σιγά ο Στρατής παραδόθηκε άνευ όρων στην Dorette. Ο ίδιος είχε πληγωθεί βαθιά απ’ τον τόπο του. Παρά την ανεκτίμητη προσφορά του, χτυπήθηκε ανελέητα, αν και τρεις φορές αθωώθηκε απ’ τα δικαστήρια. Αναζήτησε τη γαλήνη του στην Πόλη του Φωτός, εκεί όπου έζησε τα φοιτητικά του χρόνια, στον τόπο που τον τίμησε. Εζησε μαζί με την Dorette στην Αθήνα, στη Νότια Γαλλία τα καλοκαίρια με το σκάφος, στο Λονδίνο και κατέληξαν στο Παρίσι. Η ζωή τους με τα χρόνια ήταν η απόλυτη γαλήνη. Ζούσε ο ένας για τον άλλο. Περνούσαν ώρες μέσα στο Hermes στη Faubourg st. Honoré και η Dorette αγόραζε δώρα για τους φίλους τους –πολλοί απ’ αυτούς υψηλά πρόσωπα της γαλλικής κυβέρνησης. Τα βράδια έτρωγαν πάντα στο Maxim’s. Είχαν το δικό τους τραπέζι, της κρατούσε πάντα το χέρι, την κοίταζε μες στα μάτια και η πιο μεγάλη του χαρά –η μόνη ίσως –ήταν να τη βλέπει ευτυχισμένη.
Ενα πρωί η Dorette ξύπνησε από έναν φοβερό εφιάλτη. «Ονειρο ήταν», της είπε, «πέρασε, κοιμήσου, είναι νωρίς, εγώ θα κατέβω λίγο στην πισίνα γιατί αισθάνομαι πολύ καλά». Εβαλε το καινούργιο του μπουρνούζι που του είχε κάνει δώρο η Dorette απ’ του Dior –αν και είχε πάντα προτίμηση στα «παλιά» φορεμένα του ρούχα. Ενας βήχας μέσα στην πισίνα τον ανάγκασε να πιει πολύ νερό και, παρόλο που μια κυρία που ήταν εκεί φώναξε για βοήθεια, έπειτα από λίγο συνέβη το μοιραίο. Ηταν 14 Φεβρουαρίου 1989. Του Αγίου Valentine, ημέρα των ερωτευμένων. Σύμπτωση…
Η ζωή της Dorette άλλαξε. Ηταν εντελώς απροετοίμαστη συναισθηματικά για την εξέλιξη των συνθηκών με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπη. Ο πόνος της ήταν αβάσταχτος αλλά αντί για παρηγοριά βίωσε την απόρριψη και την προδοσία, σε όλο τους το μεγαλείο, από ανθρώπους που ήταν δίπλα της μια ζωή και που αληθινά πολύ αγάπησε και πολύ βοήθησε. Τα κράτησε όλα μέσα της ερμητικά κλειστά. Δεν μοιράστηκε τον πόνο της με κανένα. Αυτή η γυναίκα που τίποτα δεν της έφτανε, ενθουσιαζόταν αν της πήγαινες ακόμα και ένα κουρελάκι. Η Dorette έζησε παρά τρεις μήνες εκατό χρόνια. Ηταν ακόμα νέα μ’ ένα λαμπερό μυαλό. Ηξερε την ώρα που θα έφευγε.
Είχε βάλει το πιο ωραίο της νυχτικό, είχε χτενίσει τόσο ωραία τα ωραία της μαλλιά, ήταν ήρεμη και έτοιμη για το ταξίδι της. Ποτέ δεν την είχα δει πιο όμορφη. Ελαμπε. Εφυγε στις 13 Ιανουαρίου 2010, στο Παρίσι. Είχε ολοκληρώσει τον γυναικείο προορισμό: είχε λατρευτεί απ’ τον έρωτά της.